Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πίστη



Έτσι είναι αυτές οι μέρες. Της αναρωτήσεως. Της αναμοχλεύσεως της συγκεκριμένης συζητήσεως. Κάθε χρόνο η ίδια πάντα στενοχώρια. Ο ίδιος καημός: σιγά μην υπήρξε στ’ αλήθεια και σιγά μη γεννήθηκε στη φάτνη. Και σιγά που ταξίδεψε ο μπαμπάς του για την απογραφή – ποια απογραφή; Δεν ξέραν ν’ απογράψουνε τον κοσμάκη επιτόπου; Έπρεπε ολόκληρη αυτοκρατορία να βρεθεί στους δρόμοι, από παντού προς παντού; Σοβαρά τώρα; Και ποια σφαγή και ποια νήπια; Πώς δηλαδή σφαχτήκαν τόσα βρέφη και δε γράφτηκε μισή αράδα για το συμβάν; Έπαθε ο κόσμος μια συνωμοσία και το αποσιωπήσαν, τέτοιο έγκλημα τρανό; Και η έγκυος παρθένος; Και οι ιστορίες μάντολες, και τα κρίνα, και τ’ άλλα του κήπου τα ανθηρά; Ρε, δουλευόμαστε;

Δύσκολα όλ’ αυτά – δύσκολο πράμα ο άνθρωπος. Βασανισμένο. Αγωνιώδες. Δεν τον γελάς αυτόν. Ορίστε, είναι φανερό: άλλα λέει ο κατάμαρκος, άλλα ο καταλουκάς. Εξετάσθηκαν κατ’ αντιπαράστασιν και περιέπεσαν σε αντιφάσεις. Νάτην η απάτη. Δεν ψηνόμεθα εμείς, σιγά να μην υπήρξε, αυτά είναι ιστορίες για μωρά, και ποιος αδάμ ρε φίλε και ποια εύα; Ποια χρονολογία; Σιγά μη φτιάχτηκε ο κόσμος εις ημέρας επτά. Πλάκα με κάνεις;

Κάθε χρόνο η ίδια δουλειά. Με κάθε ευκαιρία η ίδια αγωνία. Το ίδιο παράπονο. Κάθε χρόνο τον ξαναπιάνουμε τον μύθο, τον ξετινάζουμε, τον κοπανάμε σα χταπόδι στην πέτρα, και το αποδεικνύουμε περίτρανα – τι άλλο; ότι είναι μύθος. Άρα μας δουλεύει! Διότι στο μυαλό μας αυτό είναι μύθος: ένα πράμα που μας δουλεύει. Αφού επινοήσαμε τον σιδηρόδρομο, κι αφού χωρίσαμε τον κόσμο σε έθνη και πατήσαμε πάνω στην επιστήμη μας —ό,τι μπορεί να διαψευσθεί, αυτό μόνο είναι αληθινό— ξεχωρίσαμε και την ήρα απ’ το στάρι εν γένει. Εις όλας τας εκφάνσεις. Τέλος. Επομένως τι γαϊδουράκια και κρινάκια και πράσιν’ άλογα!

Δύσκολο. Βαριά η καλογερική. Και άιντε τώρα να υποδεχθείς εσύ τους μάγους με τα δώρα, χρυσόν, και λίβανον, και σμύρναν. Κι άιντε να γυρίσεις να παρατηρείς τον αστέρα – γίνονται αυτά; Ποιον αστέρα; Εκτός αν περάσεις στην από δω όχθη και σπεύσεις να φέρεις αποδείξεις, όχι, υπήρξε ο αστέρας παιδιά, μα την παναγία, να, το λέει η επιστήμη, γύρω στα χρόνια εκείνα, υπήρξε σουπερνόβα, και καταύγασε τον ουρανό, κι έλαμψε το στερέωμα ένα πράμα – άρα αληθεύει. Μπαίνεις δηλαδή στο τριπάκι να αποδείξεις τον κρίνο επιστημονικώς, διότι έτσι και δεν τον αποδείξεις, κούνια που σε κούναγε: ψέματα έλεγες τόσον καιρό, μπαγάσα.

Βαριά η καλογερική σε νεωτερικούς καιρούς. Ο μύθος ενοχοποιημένος, κολλημένος στη γωνία, και η απομάγευση επιταγή: σιγά μην πιστέψω εγώ τα παραμύθια. Και να στο πω κι αλλιώς: αν πιστεύεις εσύ, πρόβλημά σου. Αρκεί να συμφωνήσουμε ότι είναι παραμύθια. Όχι να μας ζαλίζεις τον έρωτα.

Ο άνθρωπος ο παγιδευμένος. Ο διλημματικός. Γι αυτόν τα πράγματα πρέπει ή αλήθεια να ’ναι, ή ψέμματα. Με ό,τι εργαλείο κι αν κρατήσει στα χέρια. Μια ανθρωπότητα που ντρέπεται να πιστεύει. Αφού, πρώτον, δε γεννήθηκε δεκέμβριο – ορίστε. Δεύτερον, ίσως να μη γεννήθηκε και ποτέ – κανένα ληξιαρχείο δεν τον έχει καταγράψει. Τρίτον, να, γελάδια, βόδια, σανά και τρίχες κατσαρές. Στο μεταξύ, άσε που κι άλλοι στο παρελθόν γεννιόσαντε δεκέμβρη – αυτό πού το πας. Συμπέρασμα: δουλευόμαστε. Και τι κάνουμε; με πίστη καταγγέλλουμε την πίστη ότι είναι πίστη.

Ως να είναι κάνα κακό. Ως να μην είναι δώρο η πίστη. Όποια κι αν είναι. Λες και δεν είναι τροχιά, και ράγα. Και ρόγα, κι οδηγός. Κι αναφορά. Σαν να μην πρόκειται για τις ζωτικές κλωστίτσες που κρατάν την κούκλα ορθή να παίζει στην παράσταση. Η πίστη – που αρχίζει εκεί που τελειώνει ο άνθρωπος, και απαντά σ’ αυτά που αυτός δεν ξέρει ούτε να τα ρωτήσει. Εκεί, στο τέρμα της αντίληψης, εκεί, μαζί με τον μύθο και την τελετή. Πάντα εκεί. Αφού πάντα η αντίληψη θα έχει τέρμα – πώς να το κάνουμε.

Στις εσχατιές των ερωτημάτων, είτε τη μια, είτε την άλλη απάντηση, πάντα η πίστη θα την οδηγεί. Κι ας μεταμφιέζεται σε σκέψη. Κι όλες οι πίστεις, ολονών, προς το ίδιο κέντρο θα οδεύουν. Οπότε, όσο η καρδία βαστιέται απλή, γιατί θα πρέπει σώνει και καλά να ζητείται τρόπος να δειχθεί ότι η πίστη των άλλων είναι λάθος;









Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...