Άνο Ντόμινι 293. Έτος Κυρίου δηλαδή. Αυτό που λέμε σήμερα μετά Χριστόν. Δεν το ’λεγε έτσι ο Διοκλητιανός, βέβαια. Σιγά που θα το ’λεγε έτος Κυρίου. Αυτός είχε πάθει νταράκουλο, ούτε ν’ ακούσει Κύριον και τα συμπαρομαρτούντα. Τι τους είχε πιάσει, σε επίπεδο Αυτοκρατορίας μιλάμε, δε μπορούσε να το κατανοήσει. Λαίλαψ. Ο κακός χαμός. Ο ένας μετά τον άλλον. Γινόσαντε χριστιανοί, φορούσαν εκείνο το βλέμμα το αλλούτερο, το κάπως, και τρέχανε και μαρτυρούσανε. Τι παράνοια ήταν αυτή ρε παιδί μου. Και δεν ήταν ότι κολλούσαν μια θρησκεία, έτσι όπως το βλέπουμε φλώρικα εμείς σήμερα, από ’δώ κύριε η θρησκεία μου, από ’κεί το αισθημά μου, το κράτος και η κοινωνία, ιδιωτική υπόθεσις το θρήσκευμα, και δεν το αναγράφει η ταυτότητα, κατάλαβες;
Τότε ήταν άλλο. Αυτή η θρησκεία ήταν και παραήταν ταυτότητα – αυτή ήταν η ταυτότητα κι αυτό ήταν το ζήτημα: ποιος είσαι. Βρε τι με νοιάζει εμένα, σου έλεγε το κράτος – τι σου λέω εγώ; να θυσιάσωμε για τον Αυτοκράτορα σου λέω, όχι μου λες εσύ, εγώ τώρα πώς να το πάρω αυτό το πράμα; δεν είναι ανταρσία;
Κι όχι ότι ξαφνικά πέντε δέκα αλαφροΐσκιωτοι δηλώναν χριστιανοί – και τι έγινε, θα μου πεις. Σιγά τα ωά. Ήταν ότι γινόσαντε εκατόν πέντε κι εκατόν δέκα οι χριστιανοί, κι αυτοί χιλιάδες πεντεκαίδεκα – ξες τι θα πει γεωμετρική πρόοδος; αυτό θα πει. Από τη μια στιγμή στην άλλη να χάνεις τη μπάλα. Κι επικοινωνούσαν λες μεταξύ τους. Τα ίδια στη Συρία, τα ίδια στην Αρμενία, τα ίδια στην Καππαδοκία. Τον ίδιο θεό. Τι πράμα ήταν αυτό ρε; Συνεννοημένοι ήταν ρε φίλε; Τηλεπάθεια; Ένας ο θεός, ο ίδιος θεός. Όπα. Και πού πήγε η νομιμότης; Πού το κράτος; Τι τέλος πάντων ενώνει τους αυτοκρατορικούς υπηκόους; Αδιανόητο. Και πού πάει η πειθαρχία στο στράτευμα; Τι γίνεται στην κοινωνία; Με τας εξουσίας του πατερφαμίλια; Με τις τάξεις και τις κάστες; Τι το κάναμε ’δώ; Κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα; Για σιγά ρε παιδιά! Όπα κάπου.
Δεν το ’λεγε έτος Κυρίου, που λες, ο Διοκλητιανός. Άνο νόνο ιμπέριι Ντιοκλητιάνι, έτσι το ’λεγε. Το ένατον έτος της βασιλείας Μου. Άντε και άνο κονσουλτάτους Ντιοκλητιάνι ετ Μαξιμιάνι. Αμ πώς. Τα έτη Κυρίου πολύ αργότερα εφευρέθηκαν. Ο Διονύσιος ο Μικρός τον έκτον αιώνα, αυτός είπε, παιδιά, έτη Κυρίου θαν τα λέμε, να συνεννοούμεθα, όχι όπως γουστάρει ο καθείς. Αλλά ο Αυτοκράτωρ το 293 το έλεγε το ένατον έτος Μου. Ήταν η χρονιά που είχε διαιρέσει το κατάστημα στα τέσσερα κι είχε πάει να εγκατασταθεί Νικομήδεια, κι από κει μεριά, εκτός των άλλων, να τους κυνηγήσει και τους τρελιάρηδες που κοντεύαν να του το κάνουν καλοκαιρινό. Αμ δε που θα μου το διαλύσετε εσείς. Εγώ θα σας διαλύσω, παλιοκουμμούνια.
Ρονγκ τάιμινγκ, κατάλαβες; Εκείνον ακριβώς τον καιρό αν εσύ σ’ έπιανε να δηλώσεις χριστιανός, ε, αυτό ήταν ρονγκ τάιμινγκ. Τι δεν καταλαβαίνεις φίλε; Είναι η στιγμή του κακού χαμού – 303 με 311 ειδικά, γίνεται της κακομοίρας. Τώρα βρήκες να σε πιάσει το θρησκευτικό σου; Το κράτος έχει φάει τα λυσσακά του. Βέβαια από την άλλη δεν ήταν και τίποτις περιστερές οι άλλοι, οργανωμένοι ήταν και παραήταν, ιεραρχία που φυσούσε, και αρχεία κρατούσαν, και δίκες κατέγραφαν και καταλεπτώς τα μαρτύρια ξερωγώ και τις εκτελέσεις, και συναξάρια γράφαν. Και τι γίνεται όταν συμβεί αυτό; έλα που κάνεις πως δεν ξέρεις. Ο κυνηγημένος παίρνει το πάνω χέρι, αυτό γίνεται. Γίνεται αφήγημα, πονεμένο και αγαπητικό. Θελκτικό. Γίνεται το σωστό. Το αυτονόητο. Το όνειρο του κάθε εφήβου. Εσύ τον κυνήγησες γιατί την είδες πως κινδύνευες, και τώρα κινδύνεψες στ’ αλήθεια μεγάλε, και μάλιστα ανεπιστρεπτί. Αλίμονό σου τώρα. Τον έκανες κυρίαρχο. Την έκατσες τη βάρκα, κατάλαβες;
Γιατί πια ο άλλος γίνεται θρύλος. Δε χρειάζεται έγγραφα και αποδείξεις. Πιάνει κι αφηγείται μια ιστορία στον αέρα, τα πέντε πρώτα λογάκια ξεκινάει, σαν τον παρτή στα ηπειρώτικα τα τραγούδια, τραβάει την αρχή, και πάει το υπόλοιπο γαϊτάνι, βγαίνει έτοιμο από το συλλογικό. Κόρη του Πραιτέξτατου και της Φαύστας, λέει, κι ήτον ειδωλολάτρης ο μπαμπάς και χριστιανή η μαμά, και την παρέλαβε τη μικρή ο Χρυσόγονος ο δάσκαλος και την εδίδαξε τον Χριστό, κι ήτον πατρικία αυτή, δεν ήταν κάνα ψώνιο, σου λέω: παντού χτυπούσε το κακό, από κρατικούς υπαλλήλους μέχρι χιλίαρχους του στρατού, κι από λεφτάδες ως αξιωματούχους κι εμπόρους και λεγεωνάριους, κανείς δε γλίτωνε, και μη ρωτάς περισσότερα για δαύτηνε, κανείς δεν ξέρει, αλλά κόσμο και κοσμάκη φύλαξε λέει η μικρά, και τους εφρόντιζε, κι επήγαινε στις φυλακές που τους ετοίμαζαν να τους εκτελέσουν κι αυτή τους άλειφε με μύρον να τους εύρει ο Χριστός τους περιποιημένους και μοσχομυρισμένους, άκου τώρα τρέλα, καντάρια μιλάμε, και τους ετοίμαζε, τι ωραία και καλά που θα μαρτυρήσουν και θα πεθάνουν, φίλε σκέψου να ’σαι ρωμαίος φαντάρος ξερωγώ και να τους βλέπεις αυτούς χαρωπούς να βγαίνουν στην αρένα με τα θηρία – άστο, δεν είχε και ψυχιατρεία τότε, άστο σου λέω, άστο.
Τέλος πάντων και την αποκεφαλίσασι την μικρά και ήτον και εικοσιπέντε Δεκεμβρίου, άνο Ντόμινι 304, έτσι έγραφε η ημερομηνία, και αργότερα που εφευρέθηκαν και τα Χριστούγεννα και χώθηκαν στις εικοσπέντε του μηνός, γίνηκε ένας μικρός συνωστισμός, αλλά το λύσαν οι Δυτικοί, σου λέει από το μεσονύχτι θα λειτουργούμε τη Γέννηση, την αυγή την Αναστασία μας, αυτή ήτο η πατρικία που λέγαμε, η Αγία Αναστασία, και τη μέρα θα την αφιερώνουμε στην Ενσάρκωση, που είναι και το θέμα μας σήμερα, ο Ενανθρωπίσας Κύριος.
Και οι από δω, οι Ανατολικοί, τη γιορτάζουμε στις εικοσιδυό, και την εκάμαμε και Φαρμακολύτρα γιατί τα λύνει τις κόμποι και τα μάγια, κι είναι και μεγάλη ξορκίστρα και τη βλέπουν τα δεσίματα και τα κακά και παίρνουν δρόμο, να, αφού ξεμάγεψε τη μνηστευμένη – της την πήγε η Οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου τη μαγεμένη την κόρη, την πεδικλωμένη από τον μάγο τον Καππαδόκη και τους καταδέσμους του, και κλάμα η Ειρήνη και οι μοναχές, θρηνούσαν και ολόλυζαν, και την επήγαν λέμε εις τας Βλαχέρνας την πάσχουσα, και προσεύχονταν κι εδάκρυζαν, κι έβγαινεν ο λαός στους δρόμους, χρυσοφορεμένοι κι ολόφωτοι κι εθυμίαζαν, κι έφτασε και η Παντάνασσα, ασχολήθηκε κι ο Μέγας Βασίλειος προσωπικώς και εμεσίτευσε, κι εκάλεσαν την Αγία Αναστασία, κι ηκούσθη η φωνή, πήγαινε εις το μοναστήρι σου, κι ύστερα από ώρα προσευχής με δάκρυα, μη μας ονειδίζεις άδικα, τρεις λίτρες εζύγιζεν το δέμα, λειτούργησεν ο προσμονάριος, κι απέ τα πήραν τα μαγικά, τα ρίξαν στη φωτιά κι αυτά καιγόσαντε κι εβγάζανε κραυγούλες και βογγητά, τόσον ήτον φοβερά, κι ήρθε η μαγεμένη στα μυαλά της κι εδόξαζε τον Θεόν που την απάλλαξε, κι όσοι εβλέπαν και τ’ ακούγανε αυτά, εφεύγαν έντρομοι κι εδόξαζαν και διηγόνταν στους άλλους τα συμβάντα.
Πέντε μήνες αργότερα, Διοκλητιανός και Μαξιμιανός παραιτούνταν. Πρωτομαγιά, άνο Ντόμινι 305. Αύγουστοι γινόσαντε ο Γαλέριος και ο Κωνστάντιος ο Χλωρός. Ο μπαμπάς του ημετέρου. Εκείνου που κατάλαβε με τι επήγαινε να τα βάλει, και προτίμησε να την αλλάξει τη ρότα. Σου λέει, κράτος ρε δεν είναι αυτοί; ε, κράτος θέλω και ’γώ – πού διαφωνούμε; στάσου να τους βάλουμε σε σειρά.
Όλα μια σκέψη είναι. Αρκεί να την κάνεις.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου