Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ξανά μεταλαβιά




Κοίταξε, το κουράσαμε το θέμα: εξακολουθείς να τα μπερδεύεις. Άλλα λέμε, άλλα καταλαβαινόμαστε. Κι επιμένεις: είναι το σώμα του και το αίμα του – άρα δεν είναι δυνατόν να μολυνθείς.

Λοιπόν, φίλε. Και το καλό και το κακό, και η υγεία και η μόλυνση, και το κρασί και τα σκουπίδια, κι εσύ κι ο γιατρός και η αρρώστεια, όλα μαζί αυτός τα ’φτιαξε, έτσι δεν είναι; Δικά του δεν είναι τα δημιουργήματα, όλα τα πάντα, πάντα και παντού και εις τον αιώνα;

Γιατί λοιπόν ρε μεγάλε πιστεύεις ότι έχεις κάποια σύμβαση μαζί του; Κάποια κολληγιά, να πούμε. Ένα κολλητιλίκι. Μια συνεννόηση. Κάτι σαν αδερφοποιτοί. Γιατί πιστεύεις ότι τα δημιουργήματά του, όσα μπορούν εσένα να σε βλάψουν, όσα σου φαίνονται εσένα εχθρικά, γιατί πιστεύεις ότι θα σε προστατέψει απ’ αυτά; Γιατί δεν προστατεύεσαι από μόνος σου;

Γιατί νομίζεις ότι εκείνος έχει τον δικό σου τον καημό; Τι σου λέει ότι δεν κάθεται απλώς να παρακολουθεί τι θα γινει κι αν θα επικρατήσεις εσύ ή αυτό που εσύ θεωρείς αντίπαλό σου; Τι σε βεβαιώνει ότι στην αναμέτρησή σου με τον ιό, εκείνος είναι μαζί σου; Το ίδιο πιστεύει και ο ιός, το ξέρεις; Τι σου λέει ότι τον ιό δεν τον έχει φτιάξει —λέω ’γώ τώρα— για να ξεφορτώνεται και μερικούς; Καλούς – κακούς, κανείς δεν ξέρει. Ποιος είναι καλός, ποιος κακός, αυτά είναι δικές σου κρίσεις, έτσι δεν είναι; Έχετε συνεννοηθεί εσύ και κείνος και τα συμφωνήσατε, ποιος είναι καλός και ποιος κακός;

Κάτσε σπίτι καλύτερα. Μην παίζεις με πράματα που δεν ξέρεις. Μη δίνεις δικές σου ερμηνείες στα μυστήρια. Πράγματι κινδυνεύεις. Και απ’ τον ιό, κι απ’ ό,τι βάζει ο νους σου. Και κανείς και τίποτε δε θα σε φυλάξει. Πάρε τα μέτρα σου. Γι’ αυτό σ’ το ’δωσε το μυαλό. Για να φυλαχτείς. Γι’ αυτό σ’ έβαλε να το φας το ρημάδι το μήλο. Κι εσύ σου ’κατσε το μήλο στο λαιμό κι έχεις φάει όλη σου τη ζωή να νομίζεις ότι φταις που το ’φαγες και να καταριέσαι το ταίρι σου που στο ’δωσε να το φας. Άιντε, κατάπιε το επιτέλους το ρημάδι, να δεις θεού πρόσωπο! Αλλιώς γιατί δεν της έλεγες α να χαθείς μωρή για ποιον με πέρασες; Το ’πες; Δεν το ’πες! Το πήρες και το ’φαγες.

Και καλά έκανες.

Κάτσε λοιπόν σπίτι και προφυλάξου. Κι αγάπα το το ταίρι σου. Αλλιώς δεν αστειεύεται. Δεν πρόκειται να σε λυπηθεί.

Όχι, ρε, το ταίρι σου. Χαζέ. Ξέρεις ποιος.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...