Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η κόρη μου η Γιώτα


Δεν έχω κόρη. Δε μου χάρισε ο Θεός. Αν όμως είχα; Πώς θα ’ταν αλήθεια να είχα ένα κορίτσι;

Θα την ελέγαν Γιώτα. Από Παναγιώτα. Έτσι θα τη βαφτίζαμε γιατί έτσι. Η μάνα της κι εγώ θα παίρναμε την απόφαση να μην της δώσουμε το όνομα καμιάς από τις δικές μας μανάδες. Γιατί; Έτσι. Γιατί θα θέλαμε να την πούμε Παναγιώτα.

Θα γεννιόταν, λοιπόν η Γιώτα. Ε, ρε, χαρές. Μαιευτήριον τάδε, θάλαμος τάδε, κρεβάτι δείνα. Μην τυχόν και μου μπλέξετε τη Γιώτα μου με καμμιάν άλλη, χαζές νοσοκόμες, αλίμονό σας. Βάρδιες θα ’κανα. Θα μάρκαρα το κρεβατάκι να ’μαι σίγουρος ότι αυτό είναι το μωρό – μην και γίνει κάνα λάθος. Θα πρόσεχα, μη με πάρουν για παλαβό, αλλά θα είχα και το νου μου. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να ισορροπείς. Μεταξύ αυτού που γνωρίζεις ότι πρέπει να κάνεις, κι αυτού που οι άλλοι θεωρούν παραφροσύνη. Πρέπει να το κάνεις χωρίς να σε πιάσουν.

Και θα ’ρχόταν η Γιώτα σπίτι. Μωρό, μιλάμε. Στην κούνια. Κλάμα η Γιώτα. Δως της την πιπίλα. Κλαίει. Μην της δώσεις την πιπίλα. Κακομαθαίνει. Πάρ’ την αγκαλιά. Εύκολο. Τραγούδα της. Εύκολο κι αυτό. Να της τραγουδάω. Όλην ώρα. Μαρία λεν την Παναγιά, Μαρία λεν κι εσένα. Και δως της ταχτάρισμα, και δως της χάιδεμα της Γιώτας. Την κακομαθαίνεις. Άει μωρή που το κακομαθαίνω το μωρό. Μωρό είναι. Να μην το πάρω αγκαλιά; Ναι, αλλά όχι όλη την ώρα. Άσε μας ρε γυναίκα. Γιατί, μην κατσιάσει το μωρό από την πολλή αγκαλιά; Άσε μας!

Δεν ξέρουν αυτές, μωρέ. Μπορούν να σου πουν την πιο άσχετη κουβέντα την πιο άσχετη στιγμή. Χαζές γυναίκες!

Και το μωρό θα μεγάλωνε. Και θα μεγάλωνε. Και θ’ αρχίζαν οι κρέμες, και να ’σου και η τροφή η νιανιά, και σιγά σιγά και η πιό ξενιανιά – μην της δίνεις μήλο, θα πνιγεί. Γελάει. Κοίτα το! Γελάει το φαφούτικο! Ψυχή μου! Πώς γελάν έτσι ρε γαμώτο! Λες και μπαίνει μπρος μηχάνημα. Κελαρυστά. Τρανταχτά. Απροφύλαχτα. Σα να μην υπάρχει αύριο. Γελάει και σε κοιτάει στα μάτια, και δως του πιο πολύ γελάει. Κατρακυλάει τραντάζεται. Και λες – Θε μου τώρα να πέθαινα, μέσ’ την ευτυχία. Να ’την η καλή στιγμή. Κι ύστερα λες – όχι μωρέ, τι χαζά είναι αυτά, μπροστά στο μωρό να πεθάνω; Άντε ρε μεγάλωσ’ το πρώτα, γεροβλάκα.

Και δως του ξεσκάτισμα και δως του πλύσιμο τη Γιώτα – πρέπει και να προσέξεις. Δεν είναι σαν τ’ αγοράκια. Αυτά εδώ είναι ειδικές κατασκευές – πρέπει να προσέξεις πώς το ξεσκατίζεις γιατί έχει σημασία. Μην του μεταφέρεις μολύνσεις από δω εκεί κι από κει εδώ. Θέλει προσοχή. Αλλά εγώ θα πρόσεχα. Κι ας λέει η γυναίκα μου. Δεν ξέρεις εσύ – άσε με να την αλλάξω εγώ. Γιατί μωρή, εσύ από πού τα ξέρεις; Τα ’μαθες στο Πάντειο; Άειντε από κει. Χαζές. Ό,τι τους κατέβει στο μυαλό. Αμ τα ξέρω εγώ. Άσκηση εξουσίας είναι. Άσε, σου λέει. Δεν ξέρεις εσύ. Όσα ξέρεις ξέρω μωρή. Και θα μάθω, όπως θα μάθεις και συ. Γιατί να μην το ξεσκατίσω εγώ το μωρό; Ε;

Και θα μεγάλωνε, που λες, η Γιώτα. Κοριτσάκι πια. Καιρός ν’ αρχίσουμε να κοιτάμε για Νηπιαγωγείο. Και πού να το πας; Σε ποιο Νηπιαγωγείο; Να ’χει μετά Δημοτικό ή άλλο να ’ναι το ένα κι άλλο το άλλο σχολείο; Να τσεκάρουμε. Να πάμε να ρωτήσουμε. Να γνωρίσουμε τις δασκάλες. Όλο δασκάλες, ρε παιδί μου. Δεν έχει δασκάλους το Νηπιαγωγείο και το Δημοτικό; Τι πράμα είναι αυτό; Λειψανδρία! Δεν κάνουν αυτή τη δουλειά τ’ αγόρια; Δεν πάνε να γίνουν νηπιαγωγοί; Τι έχει η δουλειά αυτή; Σαν τις χορωδίες και τους θιάσους. Σαράντα οι γυναίκες, δυόμιση τα σερνικά. Γιατί ρε παιδιά;

Θα με πείραζε αυτό. Γιατί δηλαδή να μην την αναλάβει τη Γιώτα μου ένα παλικάρι ωραίο και καλό, δάσκαλος, ένα γλυκό παιδί ναν τη μάθει αριθμητική με τις χαντρούλες – πόσες χάντρες εδώ; Πέντε. Και πόσες χάντρες εκεί; Τρεις. Μπράβο το πουλάκι μου. Και πόσες όλες μαζί οι χάντρες; Οχτώ! Κι ένα το κυβάκι; Δεκαοχτώ! Μπράβο την η μαθηματικός μου. Ξέρει τώρα μια γυναίκα να μάθει τη δική μου εμένα την κόρη μαθηματικά;

Και θα μεγάλωνε κι άλλο η Γιώτα. Και δως του μαθήματα και δως του ασχολίες και ξιφασκίες και κολύμβηση και αγγλικά και γιαπωνέζικα και δεν ξέρω και τι άλλο. Αυτά μωρέ τα μικρά – ξέρω εγώ: σε δύο κατηγορίες χωρίζονται. Στα κανονικά και στ’ αγόρια. Τα κανονικά, δηλαδή τα κοριτσάκια, μπορείς να συνεννοηθείς. Αυτό είπαμε, εκείνο κανονίσαμε, τα συμφωνήσαμε, πάμε παρακάτω. Έχουν λογική. Τ’ αγόρια είναι αλλού παπά ευαγγέλιο. Μια φόρα και μια αμάχη, κι ένας καυγάς, θόρυβος, φασαρία και μη μου άπτου. Στην κοσμάρα τους. Παιδιά, τελείως. Ενώ αυτές είναι κανονικές, από πάντα. Έρχονται στον κόσμο κανονικές, πάει και τελείωσε.

Και πώς θα με κοίταζε η Γιώτα, αυτό είναι που έχει σημασία. Όταν θα σήκωνε τα ματάκια της να με κοιτάξει, θα το ’βλεπα εγώ. Πώς και τι θα με είχε. Ο ήρωάς της. Ναι, ξέρω. Οι έρωτες και τα οιδιπόδεια, και οι μάνες με τους γιους και οι πατεράδες με τα κορίτσια τους. Άντε ρε που μου γίνατε όλοι ψυχίατροι.

Εντάξει, ξέρω είπαμε. Ε και; Τι έγινε; Πού είναι το παράλογο; Παιδί είναι. Κοριτσάκι. Γιατί να μην είσαι και λίγο ο ήρωάς της; Κακό είναι; Ποιανής άλλης είσαι ήρωας; Σήκω κάτσε σ’ έχουν όλες. Στο φτύσιμο. Δεν καταλαβαίνουν. Ενώ αυτό το χρυσό μου θα καταλάβαινε. Την ψυχή μου θα διάβαζε και θα το ’βλεπα στα μάτια της ότι ξέρει. Απλά κι όμορφα. Φωτιά να γίνω να καώ, άμα είναι να με κοιτάζει έτσι το πουλάκι μου. Τώρα να πέθαινα! Να μια καλή στιγμή. Εντάξει. Όχι μπροστά της. Άσε. Τρόπος του λέγειν. Μεγάλωσ’ την πρώτα. Αλλά, θέλω να πω.

Κοριτσάκι μου! Και μια μέρα που λέτε, θα ’ρχόταν σπίτι αφηρημένη. Δε θέλει να φάει. Τι έχεις Γιώτα μ’; Τίποτα η Γιώτα. Τι έγινε Γιώτα μ’; Τίποτα η Γιώτα. Ποιος σε πείραξε να τον πεθάνω! Και να μου κάνει νοήματα η μάνα της – πάψε δεν ξέρεις εσύ. Τι νοήματα μου κάνεις χριστιανή μου. Να πάψω; Τι να πάψω; Τρελές είστε κι οι δύο; Και πού ξέρεις εσύ, δηλαδή; Στο Πάντειο τα ’μαθες;

Και θα ’παιρνε η μάνα της την άλλη μάνα, της φιλενάδας της Γιώτας – αυτές τηλεφωνιούνται και τα συνεννοούνται. Μασονία. Ο Βαγγέλης. Ποιος Βαγγέλης. Τι Βαγγέλης; την πείραξε ο Βαγγέλης; Να πάρω τον πατέρα του να τον πάρει να τον σηκώσει τον σκατο Βαγγέλη και μαζί και τον πατέρα του. Όχι, χριστιανέ μου, είναι ο Βαγγέλης, ο όμορφος. Από το Γυμνάσιο.

Ώπα.

Τι έγινε, ρε παιδιά; Τι Βαγγέλης και τι Γυμνάσιο; Κι εμένα που με κοιτάζει το κοριτσάκι μου στα μάτια και λιώνει; Τι Βαγγέλης; Τον κοιτάζει κι αυτόν στα μάτια και λιώνει; Άσε, δεν ξέρεις εσύ. Τι δεν ξέρω εγώ βρε – μη σας πω καμιά κουβέντα! Κοίτα να δεις! Εκει το μυαλό της! Στον Βαγγέλη! 

Ίσως πρέπει να το ξανασκεφτώ. Ψύχραιμα. Εντάξει. Παιδί είναι. Βρήκε έναν λιμοκοντόρο και τον ερωτεύτηκε. Ε, δε χάλασε κι ο κόσμος! Και τον λένε και Βαγγέλη! Πιο ηλίθιο όνομα δεν έχω ξανακούσει. Βλακώδες όνομα! Κακόηχο! Σα μπαρμπούτσαλο. Να τον γνωρίσω αυτόν τον Βαγγέλη. Να δω τι του βρήκε. Τι θα του βρηκε; Τίποτα. Τι να βρεις σ’ ένα παιδί στα δεκαπέντε του. Ναι, αλλά τότε τι την επιασε με τον Βαγγέλη με το ηλίθιο όνομα;

Θα πρέπει να δω πώς είναι αυτόν τον Γκαβέλη. Καλός; Κακός; Όμορφος; Καλός μαθητής; Κακός μαθητής; Μην τα ’χει με όλες και γι’ αυτό το ζάλισε το κοριτσάκι μου ο καργιόλης; Σιγά μην τον αγάπησε δηλαδή. Στα δώδεκά σου σιγά μην αγαπήσεις. Παροδικό είναι. Μια χαζομάρα. Ένα καπρίτσιο. Παιδί είναι και το πιάσαν τα ερωτικά του. Ε, κάποτε θα το πιάναν. Έτσι κάνουν όλες. Και τι θέλω εγώ κι ανακατεύομαι; Στάσου να το δούμε ψύχραιμα. Δηλαδή τι αναστατώνομαι; Εμένα θα παντρευτεί το κορίτσι; Να βρει ένα καλό παιδί να το παντρευτεί. Και να ’ναι ευτυχισμένη. Κι άμα δεν αγαπήσει, πώς θα βρει ένα καλό παιδί;

Ναι, αλλά όχι και Βαγγέλη! Και τι ’ναι αυτός ο Βαγγέλης! Ένας σαχλαμάρας, πάω στοίχημα. Ρε γαμώ το. Τι μπλέξιμο είναι αυτό τώρα!

Και το χειρότερο είναι ότι δεν τα λέει σε μένα. Τα λέει της μάνας της. Θα το χαζέψει ολότελα το κοριτσάκι μου η μάνα της, τέτοια χαζή που είναι. Τίποτα. Βαγγέληδες και Ξεβαγγέληδες, ούτε ν’ ακούσω δε θέλω. Σκασμός! Να πηγαίνει καλά στα μαθήματά του, αυτό θέλω, το κοριτσάκι μου. Πολλά ζητάω; Ώρα είναι τώρα για γκομενιλίκα; Δε με πειράζει που γουστάρει το Βαγγέλη – ειλικρινά. Χέστηκα! Μα την Παναγία. Έχω κάνει αρκετή δουλειά με τον εαυτό μου και τα προσέχω αυτά. Αυτό που με πειράζει που δεν έχει το μυαλό της στα μαθήματα. Το κοριτσάκι μου! Εκεί πρέπει να ’χει το μυαλό της!

Και θα περνούσε ο καιρός. Όμορφη. Θα ’ταν τόσο όμορφη! Τι ωραία που θα τα μιλούσε τα Αγγλικά της! Και πιάνο! Θα ’παιζε και πιάνο, αυτό ξέχασα να σας το πω. Ναι, από μένα το πήρε. Όχι να το παινευτώ – τέλος πάντων δεν ήθελα να περιαυτολογήσω αλλά μην το κρύψω κι όλας. Εγώ ξέρετε από λάθος δεν έγινα μουσικός. Κατά τύχη. Τη μουσική την έχω στο αίμα μου. Έχω στο σκληρό δίσκο όλες τις συμφωνίες του Μπετόβεν από τις καλύτερες εκτελέσεις. Και τη σπουδαία ανθολογία από όλες τις άριες με τους καλύτερους σοπράνο! Από μένα πήρε το κοριτσάκι μου. Τι κοριτσάκι πια! Έφηβη είναι. Να δείτε τα δαχτυλάκια της πώς πάνε πάνω κάτω στα πλήκτρα! Πώς τρέχουν! Καταλαβαίνει, μιλάμε! Διαβάζει παρτιτούρα και τα χεράκια της τρέχουν. Πώς εμείς διαβάζουμε άγνωστο κείμενο εφημερίδα, έτσι εκείνη διαβάζει μουσική! Τόσο καλά! Χριστέ μου! Τι όμορφα που είναι τα δαχτυλάκια της!

Αυτό με τ’ αγόρια πρέπει να προσέξει. Εντάξει. Δε με πολυπειράζει. Το έχω διαχειριστεί. Το συζήτησα και με πολύ κόσμο – μου είπε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του. Αλλά, να σας πω τι κατάλαβα; Κορίτσι είναι. Δε θ’ αγαπήσει; Δε θα τα φτιάξει με κάνα παιδί; Τι να κάνουμε τώρα. Θα τα φτιάξει. Έτσι κάνουν όλες. Δεν είναι ότι θ’ αλλάξει πατέρα. Δε θα πάψει ν’ αγαπάει εμένα. Άλλο γκόμενος, άλλο πατέρας. Και κάναν δυο τελευταίους γκόμενούς της τους έχω φροντίσει να τους γνωρίσω. Δε λέω. Κακά παιδιά δεν ήταν. Αλλά, να – μωρά ρε παιδί μου. Άπηχτα. Τι να τα κάνεις; Δε σου φτουράνε. Και πάνω που τα ’κανα φίλους μου στο φέισμπουκ, αυτή τους σχόλαζε. Μυστήριο και τούτο.

Αχ, έχει μεγαλώσει η Γιώτα μου. Γυναίκα. Ψηφίζει. Γυναίκα ήταν πάντα, δηλαδή. Αυτό ειδικά το παιδί, πάντα μια μικρή γυναίκα ήταν. Από τόση δα. Μια κυρία. Και νια κι όμορφη. Πανέμορφη. Όλος ο κόσμος αυτή. Τα μαλλάκια της. Τα μάτια της. Λαφίνα. Σα λαφίνα νεαρή που τρέχει, παίζει και πηδά από δω κι από κει. Το γέλιο της το λαγαρό και τα χείλη της τα κόκκινα.

Ένα καλό παιδί να βρει. Να την αγαπάει. Να ’ναι το μυαλό του πηγμένο. Να καταλαβαίνει πόσο έξυπνη είναι αυτή που έχει δίπλα του. Να καταλάβει πόσο ταλέντο έχει. Και τι μπορεί να κάνει. Να τη θαυμάζει. Να ’χει τα κότσια να τη θαυμάζει. Και τότε θα το καταλάβει ότι είναι η ομορφότερη. Αυτός είναι που θα ωφεληθεί μόλις το καταλάβει. Να τη στηρίξει. Να κάνει ό,τι θέλει το κορίτσι μου. Να τη βαστήξει να βγει στον κόσμο και να πει «αυτή είμαι». Άνετη και σίγουρη κι αγαπημένη. Και να μην τη θεωρεί ηλίθια. Ξέρουν αυτές, ρε βλακα! Τι της αντιμιλάς στη γυναίκα σου; Τι πάει να πει πού τα ξέρει; Ξέρουν από μόνες τους. Τις δικές σου τις οδηγίες νομίζεις ότι περίμενε; Άλλο θέλει από σένα! Βλάκα! Να κάνεις αυτό που σου λέει. Να τη στηρίζεις. Μάλιστα, να λες. Ό,τι πει το κορίτσι μου, έτσι να της λες. Και σαράντα και πενήντα χρονώ που θα πάει, εσύ έτσι να την λες. Το κορίτσι μου. Και να κουβαλάς τα πράματα. Δεν είναι κακό. Τιμή σου και καμάρι σου. Να την πηγαίνεις στις συναυλίες της και να τη θαυμάζεις. Και να της κουβαλάς τις παρτιτούρες να μην κουράζεται. Το ξέρω ρε βλάκα ότι δεν κουράζονται αυτές! Άλλο εννοούσα. Αχ δεν καταλαβαίνεις. 

Να βλέπεις που τη χειροκροτάνε και να καμαρώνεις. Ούτε αυτό είναι κακό. Δεν είναι χαζές. Ξέρουν αυτές ποιος τις αγαπάει και ποιος όχι. Ποτίζονται όταν τις θαυμάζεις. Ανθίζουν. Όχι, να μην τη φοβάσαι. Να τη θαυμάζεις και να την αγαπάς. Και να μην της δίνεις οδηγίες. Άμα θέλει εκείνη θα σε ρωτήσει. Ξέρει αυτή να ρωτήσει. Άμα δε σε ρωτάει, άστηνε. Και να κάνετε και παιδί, και να κάνεις ό,τι σου λέει. Ξέρουν αυτές, είπαμε. Μην είσαι χαζός. Τι πάει να πει πού ξέρουν; Ξέρουν και παραξέρουν. Γεννιούνται ξέροντας. Βλάκα.

Να τι μ’ ανησυχεί. Ο κόσμος γεμάτος χαζούς είναι. Πού ξέρουν αυτοί; Μ’ αυτόν τον καημό θα πάω. Μ’ αυτήν την αγωνία. Το γλυκό μου το κοριτσάκι. Τη λαφίνα μου. Τη γυναίκα μου την όμορφη. Την κόρη μου. Τη μουσικό. Τη μαθηματικό. Τη δασκάλα. Τη μάνα τη γλυκειά.

Αλλά έτσι είναι! Ο κόσμος είναι γεμάτος άχρηστους. Ούφο. Μαρία λεν την Παναγιά. Πού μάθαν αυτοί από Παναγιές; Στο Πάντειο;


----------------------------

Νίκος Τσιφόρος και Ράλλης Κοψίδης είναι σήμερα στον νου μου.

Το γραφικό είναι αντιγραμμένο από τα Ελληνικά Παραμύθια, Α΄ και Β΄ τόμος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1956.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.