Οι παλιές θρησκείες τραβιούνται σαν την άμπωτη. Από φυσικά αίτια. Και οι επερχόμενες, σαν την παλίρροια, σπεύδουν και καταλαμβάνουν την ελεύθερη περιοχή. Επιθετικά. Ο παλαιός αμύνεται περί πάτρης. Κι ο νέος πρέπει να επικρατήσει. Στην πραγματικότητα βέβαια, και οι δύο τον ίδιο ρόλο παίζουν στη ζωή των ανθρώπων: απαντούν σε ζητήματα ζωής και θανάτου. Αλλά με διαφορετικό τρόπο.
Τον 16ο αιώνα η μεγάλη μάχη ανάμεσα στον παλιό και τον νέο κόσμο ήταν ήδη παρελθόν. Υποτίθεται ότι ο χώρος είχε ήδη κερδηθεί από την νέα θρησκεία, και τα ζητήματα είχαν ήδη τακτοποιηθεί. Είχαν όλα τελειώσει εδώ και πολύ πάνω από χίλια χρόνια. Κι όλα έδειχναν οριστικοποιημένα. Ήταν;
Γραδενίγος ή Δραγανίγος Σιγούρος. Του Μωκίου Σιγούρου και της Παυλίνας Βάλβη. Γεννηθείς τω 1547 εις Αιγιαλόν Ζακύνθου. Ο γενάρχης της οικογενείας, ο Νούτσος de Ségur, είχε εγκατασταθεί στη Ζάκυνθο το 1461. Νορμανδοί ιππότες από σπουδαία γενιά. Ο Μώκιος, ο πατέρας τού Γραδενίγου ήταν ήδη τέταρτος στη σειρά. Κι ο Γραδενίγος, πέμπτος.
Αριστοκράτες. Ένδοξοι πολεμιστές, που είχαν κερδίσει αναγνώριση στους αγώνες κατά των Τούρκων. Κτήματα και περιουσία στη Ζάκυνθο, χορηγία της Βενετικής Δημοκρατίας, της Serenissima Repubblica di Venezia. Εγγεγραμμένοι στο Libro d’Oro della Nobiltà Italiana. Τη Χρυσή Βίβλο της Γαληνοτάτης, τον κατάλογο δηλαδή εκείνων που είχαν πολιτικά δικαιώματα. Ιδιοκτήτες γης και ανθρώπων, καραβιών, όπλων και ζώων. Κάτοχοι πλούτου, υλικού και πνευματικού.
Ο Γραδενίγος ήταν ο πρωτότοκος. Τα είχε όλα: νταντάδες, παραμάνες, δασκάλους – όλα στα πόδια του. Ευνοημένος κι ευλογημένος. Άριστος στα Αρχαία, στα Λατινικά, εννοείται στα Ελληνικά, αλλά και στα Ιταλικά. Βαθιά μόρφωση και μυαλό ξυράφι. Οπότε στα εικοσιένα του το αποφάσισε.
– Θα γίνω μοναχός.
Ήταν σπουδαία οικογένεια. Κανείς δεν προσπάθησε να τον σταματήσει. Κανείς δεν του ’πε όχι παιδί μου, μη παιδί μου, τι θα πει ο κόσμος παιδί μου. Άλλα μυαλά. Καθείς ελεύθερος εφ’ ω ετάχθη. Έγραψε τα σπίτια και τα χτήματα στον Κωνσταντίνο, τον μικρότερο αδερφό, μ’ έναν όρο: θα φρόντιζε και θα προίκιζε το στερνοπούλι. Την αδελφή τους, τη Σιγούρα. Και πάει κι εγκαθίσταται στη Μονή Στροφάδων, στο ένα από τα δυο μικρά νησάκια στα νότια της Ζακύνθου. Δανιήλ τον ονομάζει ο Γέροντάς του, και σύντομα τον χειροτονεί και ιερέα. Δεν περνάει πολύς καιρός, ξεσηκώνεται ο Δανιήλ να πάει στους Αγίους Τόπους να προσκυνήσει. Περνάει από την Αθήνα, ο Αθηνών Νικάνωρ τον μυρίστηκε —σιγά μην του ξέφευγε— και τον τσίμπησε αμέσως.
– Χηρεύει η επισκοπή Αιγίνης, παιδί μου.
– Δεν είμ’ εγώ άξιος, πάτερ. Άλλον να βρείτε.
– Καλά. Θα πας εσύ για την ώρα, και βλέπουμε.
Τον ονόμασε Διονύσιο, από τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη τον Αθηναίο, και τον έστειλε στην Αίγινα, καλά και σώνει. Κι η φήμη του ξαπλώθηκε αμέσως, κι ερχόσαντε πια ν’ ακούσουν τον καινούριο Επίσκοπο από παντού – απ’ τα γύρω νησιά, από την Αθήνα, τα Μέγαρα – παντού.
Αλλ’ αυτός δεν ήταν ευχαριστημένος. Δεν καθόταν καλά. Τ’ αξιώματα χρειάζονται και συνεννοήσεις και οι συνεννοήσεις συμβιβασμούς κι οι συμβιβασμοί νταραβέρι. Dare και avere. Δούναι και λαβείν. Αυτός δεν έπαιρνε από τέτοια. Με τα πολλά, αφού πέρασε από σαράντα κύματα, κι αφού ανακατεύτηκε μέχρι κι ο Πατριάρχης Ιερεμίας αυτοπροσώπως, ο Διονύσιος κατάφερε ν’ αποσυρθεί ηγούμενος στο μοναστήρι της Αναφωνήτριας. Επιτέλους πίσω ξανά στη Ζάκυνθο. Να ησυχάσει.
Κι εκεί, ένα βράδυ, βάρεσε η πόρτα. Ποιος είναι; Ανοίξαν, και του φέραν έναν άνθρωπο παλαβωμένο από φόβο.
– Έλεος. Με κυνηγούν να με σκοτώσουν.
– Γιατί, παιδί μου;
– Σκότωσα, πάτερ.
– Ποιον, παιδί μου;
– Αυτόν, το κάθαρμα, τον Κωνσταντίνο Σιγούρο.
Δε μίλησε ο παππούλης. Ο Κωνσταντίνος ήταν ο αδελφός του. Οι Σιγούροι και οι Μονδίνοι σκοτώνονταν εδώ και χρόνια. Είχε προσπαθήσει να τους ημερέψει, αλλά τίποτα. Το κακό συνεχιζόταν.
Δε μίλησε. Τι να ’λεγε; Είχε ν’ αποφασίσει. Με ποιον να πάει και ποιον ν’ αφήσει. Ποιον να φροντίσει. Ποιος τον χρειαζόταν. Ο πεθαμένος ή ο ζωντανός.
Δε μίλησε. Δεν του ’πε ποιος ήταν – τίποτα. Του έβαλε φαΐ να φάει. Τον ηρέμησε. Και τον κατέβασε στο γιαλό να φύγει. Του ’δωσε λεφτά και φαγιά και τον μπάρκαρε στο καράβι για Πελοπόννησο. Να τον γλιτώσει.
Η Τραγωδία ήταν η παλιά αντίληψη. Σαν την άμπωτη είχε τραβηχτεί. Πάνω από χίλια χρόνια τώρα. Το νέο ήταν η Συγχώρεση. Κι ο παππούλης έπρεπε να διαλέξει.
Κοιμήθηκε στα εβδομήντα πέντε του. Ειδοποίησε τα παιδιά του τα πνευματικά, τους προετοίμασε, κι έφυγε. Σαν σήμερα, 17 Δεκεμβρίου 1622. Δεν τον πήρε χαμπάρι κανείς. Μόνο μετά από χρόνια, κι αφού το πράμα έγινε βούκινο, το 1703, εξέδωσε το Πατριαρχείο τον συνοδικό τόμο.
Που τον ανεκήρυσσε Άγιο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου