Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Καλή λευτεριά





Είναι η στάση 14 της γραμμής 1 του μετρό. Της πράσινης. Του παλιού Ηλεκτρικού. Μία μετά τα Κάτω Πατήσια και μία πριν τα Άνω Πατήσια, όπως πας για Κηφισιά. Και είναι και συνοικία Αθηνιώτικη, σημαντικό κέντρο στα παλιά τα χρόνια, μες τη μέση από τον Άγιο Νικόλαο, τα Άνω Πατήσια και τον Άγιο Λουκά. Κι ακόμη παλιότερα περνούσε από κει το Θηρίο και ήταν... παραθεριστικό κέντρο. Κι είχε κι εκκλησία —Άγιος Ελευθέριος με τ’ όνομα— που γκρεμίστηκε και στη θέση της ανηγέρθη ο ιερός ναός του Αγίου Ελευθερίου ο σημερινός.

Με τ’ όνομα του Άη Λευτέρη, του Liberalis ή Liberator των Λατίνων, του Ελεφτέριο των Ιταλών, του Elefterie των Ρουμάνων και του Λεφτέρ των Αλβανών. Του γιού τού Ευγενίου και της Ανθίας. Που γεννήθηκε στη Ρώμη. Που έχασε τον μπαμπά του, μόλις στα δεκαπέντε του, και που τον χειροτόνησε διάκονο ο Ανίκητος, ο Επίσκοπος Ρώμης. Που τον έκανε πρεσβύτερο όταν έγινε δεκαεφτά. Και που, σιμά κοντά, με το που πάτησε τα είκοσι, του ανέθεσε κατ οικονομίαν και την Επισκοπή, παρακαλώ, του Ιλλυρικού – σα να λέμε σήμερα της Αλβανίας δηλαδή.

Σπουδαία εφεύρεση αυτό το «κατ’ οικονομίαν». Μίμηση και συνέχιση —λέει— της Θείας Οικονομίας. Ο λογικότερος και πιο συνετός τρόπος να παρεκκλίνεις από τους δογματικούς κανόνες, όταν ο άνθρωπος μπορεί να κινδυνέψει από δαύτους. Παιδί ήταν ο Ελευθέριος. Σοφό παιδί, αλλά παιδί. Κι Επίσκοπος δε μπορείς να γίνεις πριν τα τριάντα σου. Όμως αν ο Ελευθέριος περίμενε να πάει τριάντα, ποιος ξέρει στο μεταξύ τι δρόμο θα ’παιρνε το μυαλό του. Κάν’ τον λοιπόν τώρα Επίσκοπο κι ας μην έχει πάει ούτε φαντάρος. Κατ’ οικονομίαν.

Κι εκεί που όλα πηγαίναν καλά κι είχαν παππούλη τζόβενο οι του Ιλλυρικού και πορεύονταν, μαθαίνει τα καθέκαστα ο Αδριανός. Ναι, ο δικός μας Αδριανός, ο φιλέλληνας, που —βέβαια— ήταν φιλέλληνας παλαιάς κοπής – δωδεκαθεϊστής και τα λοιπά. Εκνευρίζεται, αφήνει στη μέση την αποπεράτωσιν του ιερού ναού τού Ολυμπίου Διός στην Αθήνα, και πιάνει και του στέλνει τον στρατηγό του, τον Φηλίκα, να τον συλλάβει.

– Μαθαίνω ότι είστε χριστιανός.
– Ε, τι να ’μαι, κοτζάμ επίσκοπος ρε φίλε; Παναθηναϊκός;

Κουβέντα την κουβέντα, του τα εξήγησε ένα χεράκι τού Φηλίκα και τον έκανε κι εκείνον χριστιανό.

– Εντάξει. Πήγαινέ με τώρα στον Αυτοκράτορα γιατί αλλιώς θα σε φάει ζωντανό.

Τέτοιος ήταν ο Λεφτέρης. Για να μην κινδυνέψει ο στρατηγός, γύρισε μαζί του στη Ρώμη. Ο Αδριανός δεν αστειευόταν – μόλις είδε ότι ο μικρός δεν ήταν της συνεννοήσεως, τον ρίχνει στα μαρτύρια.

– Να φτιάξετε πυρακτωμένο χάλκινο κρεβάτι να τον ξαπλώσετε, να ψηθεί ζωντανός.

Έτσι κι έγινε. Φτιάχνουν το κρεβάτι, το πυρώνουν και τον ξαπλώνουν απάνω. Πλακώνει όμως ευθύς αμέσως κι έρχεται δροσιά και ψύξη άφθονη, όση χρειαζόταν, και την βγάζει καθαρή ο δικός μας.

– Καλά. Βάλτε τον στην πυρωμένη σκάρα κι από κάτω να καίνε κάρβουνα.

Τον βάλαν, τον δέσαν, παφ όμως, σβήνει η φωτιά και κρυώνει η σχάρα. Έξαλλος ο Αδριανός.

– Να τον βάλετε στο μεγάλο καζάνι με το λίπος και την πίσσα να βράσει!

Αμ δε. Κάνει μια και κρυώνει το καζάνι – λίγο ακόμη και θα φτιάχναν καζάντιπι δροσερό. Είδαν οι Ρωμαίοι, σου λέει εδώ είναι σημαδεμένη η τράπουλα. Επεμβαίνει ο Κορέμων, ο Έπαρχος της Ρώμης, που παρακολουθούσε το ματς.

– Άσε Μεγαλειότατε, εγώ θα σου τον σιάξω.

Φκιάνει ένα χάλκινο κλίβανο με σουβλιά στη μέσα μεριά, τόνε βάνει πάνω στη φωτιά, και τον κοκκίνισε καλά καλά, έτοιμον να βάλει μέσα τον Ελευθέριο να τελειώνουμε. Και κει που εργαζόταν, βαρύς και αποφασιστικός, ξαφνικά τον πιάνουν κάτι δάκρυα, ποταμός. Κοιτάζει ο Αδριανός, δεν ήξερε πώς να το πάρει.

– Τι έπαθες ρε; Μπήκε τίποτα στο μάτι σου;
– Βασιλέα μου, είδα το φως το αληθινό.

Του ’ρθε του Αδριανού ντουβρουτζάς.

– Ρίχτε τον αυτόν στον κλίβανο να μάθει ο σαχλαμάρας. Μην τον λυπάστε.

Τον ρίχνουν αυτοστιγμής, αλλά έλα που παρέμενε ο Κορέμων ανέπαφος. Τι καρφιά και τι σουβλιά, τίποτα δεν τον άγγιζε. Τα είδαν οι παρατρεχάμενοι κι αγριευτήκαν. Α να χαθείτε ρε, παπατζήδες. Ταχυδακτυλουργοί. Βγάνει ένας το σπαθί του, πάει ο Κορέμων. Αποκεφαλίστηκε.

– Ωραία. Ρίχτε τώρα τον άλλον στον κλίβανο – άντε κι αργήσαμε.

Ναι, αλλά άμα είναι χακεμένο το παιχνίδι λυγάν τα σουβλερά τα καρφιά και γίνονται σα σίγμα τελικό. Ανέπαφος και ο Λεφτέρ. Ο Αδριανός στα πρόθυρα του εγκεφαλικού.

– Να τον ρίξετε στο κελί και να πετάξετε το κλειδί στον υπόνομο να πεθάνει τελείως εκεί μέσα εντελώς ο σιχαμένος.

Χαζός είσαι ρε; Χακεμένο είναι λέμε το παιχνίδι. Κατέβαινε κι ερχόταν φαΐ μες το κελί και τον ετάιζε τον Λευτέρη. Πάνε να δουν τον πεθαμένο και τον βρίσκουν ολοζώντανο. Και καλοθρεμμένο. Ροδοκόκκινο. Τον ζυγίζουν – είχε πάρει κιλά.

Ο Αδριανός αλλόφρων. Διατάζει και τον πιάνουν και τον δένουν σε δύο άγρια άλογα ν’ αφηνιάσουν αυτά να τρέξουν το ’να από ’δώ και τ’ άλλο από ’κεί, και να σκιστεί ο Λευτέρης. Σιγά μη σκίσεις κάνα καλσόν. Το κατάλαβες τι θα γινόταν, έτσι δεν είναι; Ήρθαν και ημέρεψαν τα ζώα και γίναν αρνάκια και λύθηκε ο Λεφτέρ και παφ, βρέθηκε στο βουνό, στο όρος, να περνάει ζωή χαρισάμενη, με όλα τα κομφόρ. Κι όταν κι εκεί του την πέσαν άγρια θηρία, αυτός τα εξημέρωσε.

Εντάξει. Το ’παμε – ήταν φανερό ότι το παιχνίδι ήτανε σπασμένο. Ο δικός μας είχε άπειρες ζωές κι ήξερε και κάθε πίστα απ’ έξω κι ανακατωτά. Και μόλις ερχόνταν τα σκούρα, πατούσε κοντρόλ εφ τέσσερα, ξέρω ’γώ, και τη γλίτωνε.

Ο Αδριανός, όμως, κόλλημα. Εκεί. Αμέτι μουχαμέτι. Θα σε λιώσω ρε, που θα με κάνεις εμένα περίγελω. Στέλνει και τον συλλαμβάνουν στο βουνό και τον ματαφέρνουν μπροστά του. Άιντε. Τον πήγαν – αφού όμως πρώτα οι μισοί φαντάροι γινήκαν χριστιανοί – τα γνωστά.

– Στα θηρία, τον απατεώνα. Στην αρένα!

Τον ρίχνουνε που λες μάτια μου στην αρένα, πατάει πάλι τα σωστά πλήκτρα ο Ελευθέριος, έρχονται τα λιοντάρια και του γλύφαν τα πόδια. Πάει. Ο Αδριανός έβγαλε αφρούς. Έβγαλε και ξίφος.

– Μπαίνετε τώρα δα στην αρένα και τον σφάζετε ή σφάζομαι εγώ εδώ μπροστά σας.
– Όχι, Μεγαλειότατε. Σταθείτε, Μεγαλειότατε. Μη, Μεγαλειότατε.

Ορμάν αυτοί στην αρένα, βγάζουν τα σπαθιά, τρέχει και η μαμά, η Ανθία, γίνεται ένα μελέ στη μικρή περιοχή, χάνει για μια στιγμή τη συγκέντρωσή του ο Λεφτέρ, πατάει τα λάθος πλήκτρα – κόλλησε το μάους – ποιος ξέρει τι έγινε, κι αντί να τους κάνει όλους χριστιανούς, μαύρισε η οθόνη, και τέλος. Γκέιμ όβερ.

Παλιοηλεκτρονικά, παιδί μου. Βγάνεις άκρη; Δε βγάνεις.

Όλους μαζί την ίδια μέρα τους γιορτάζουμε, αυτόν, τη μαμά, τον Κορέμονα – τον έπαρχο, αλλά και τους άλλους δύο δημίους που γίνηκαν χριστιανοί. Μιλάμε για πολύν κόσμο. Άγρια πίστα. Επεισοδιακή. Σασπένς.

Και την ίδια μέρα τον θυμούνται και οι έγκυες κι ακουμπούν το εικονισματάκι στην κοιλίτσα τους οι καημένες, διότι Λεφτέρ κι Ελευθερία, ένα και το αυτόν.

Άντε, λοιπόν. Καλή λευτεριά, κορίτσια.

Κατ’ οικονομίαν.








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.