Από τα Ελληνικά «συν» και «έδρα». Βάλε και το «χ» που χρωστάμε από τη δασεία, και ορίστε: Σανχεντρίν. Συνέδριο δηλαδή. Και τι θα πει; Συμβούλιο. Των γερόντων. Των Ραββί. Των Κυρίων. Των Διδασκάλων. Των ανωτάτων πνευματικών αρχηγών. Μετά την καταστροφή του Δευτέρου Ναού, που είχε αντικαταστήσει τον Πρώτο Ναό του Σολομώντα, το Σανχεντρίν, το Συνέδριον δηλαδή, ήταν το ανώτατο Εβραϊκό δικαιοδοτικό όργανο κάθε πόλης στη Χώρα του Ισραήλ. Ανώτατο Δικαστήριο. Επί παντός.
Με άλλα λόγια, ό,τι τρομερότερο μπορούσε να αντιμετωπίσει ένας νεαρός Εβραίος αν τον κατηγορούσαν για ασέβεια.
Γιατί Εβραίος φαίνεται να ήταν ο Στέφανος. Είχε βέβαια ελληνικό όνομα. Στέφανος, δηλαδή με στεφάνι, εστεμμένος, με φωτοστέφανο, με τιμή, τιμημένος. Αλλά μάλλον Εβραίος. Στέφανος ΧαΚάντος. Στέφανος ο Άγιος. סטפנוס הקדוש. Πρέπει να ήταν από τους Εβραίους των Ελληνιστικών χρόνων. Και φαίνεται πως οι Δώδεκα Απόστολοι, με τον διορισμό του σαν έναν από τους Επτά Διακόνους που φρόντιζαν τη διανομή φαγητού και προσφορών στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες, προσπάθησαν και να κρατήσουν τις ισορροπίες: οι Ελληνιστές (και ελληνόφωνοι) Εβραίοι ήταν στα κάγκελα γιατί, λέει, οι άλλοι Εβραίοι έπαιρναν τη μερίδα του λέοντος από τις ελεημοσύνες.
Και κάπου εκεί στράβωσε το παιχνίδι. Κάτι πήγε πολύ ανάποδα και ξεσηκώθηκαν οι ίδιοι οι Ελληνιστές Εβραίοι. Λιμπερτίνοι και Κυρηναίοι και Αλεξάνδρειοι. Του είπαν να τα κόψει τα κηρύγματα. Φαίνεται όμως ότι ο Στέφανος τους τα ’χε μαζεμένα, είχε παρακολουθήσει και τον Δάσκαλο να σταυρώνεται, δεν τους χαρίστηκε – άντε ρε από κει, υποκριτές. Κι εκείνοι του το φυλάξαν μανιάτικο. Τρέξαν στο Σανχεντρίν.
– Υβρίζει, ω άγιοι πατέρες.
– Τι λέτε, ρε; Ποιον υβρίζει;
– Τα θεία. τον Μωυσή. Τον Θεό τον ίδιο.
– Αποκλείεται!
– Μη σώσουμε. Ορίστε. Έχουμε και μάρτυρες.
Το είχαν κανονίσει, παρακαλώ, και μάρτυρες, και τεκμήρια αδιάσειστα, και δε συμμαζεύεται. Φρύαξαν οι άγιοι Ραββί, τον κάλεσαν σε απολογία. Έλα που ο Στέφανος δεν ήτο της συνεννοήσεως. Πήγε και τους τα είπε κι αυτονών ένα χεράκι.
– Δεν ξέρετε τι σας γίνεται. Εσείς τον βρίζετε τον Θεό, ραμολιμέντα. Όχι εγώ. Που τον κάνατε γιώτα χι και τον έχετε και κατοικεί σ’ αυτό εδώ το αχούρι, λες και οι άλλοι τόποι του κόσμου τούτου δεν είναι τόποι του Θεού. Κι εσείς είστε που τον έχετε γραμμένο, και που κάθεστε και προσκυνάτε είδωλα από ’δώ κι από ’κεί. Δεν τους κατάργησε ο Χριστός τους νόμους του Μωυσή! Αντίθετα! Τους εκπλήρωσε. Χοντροκέφαλοι. Που τον πήρατε το Θεό α λα καρτ και κάνετε προσωπικές συνεννοήσεις. Ορίστε μας! Καρεκλοκένταυροι! Φονιάδες!
Εκείνο τον καιρό δεν είχε εξύβριση, να σε κατηγορήσουν, να δικαστείς, δικηγόροι, να ’ρθούν μάρτυρες, να καταδικαστείς, να γίνει έφεση και μετά από χρόνια να πληρώσεις πρόστιμο. Όχι. Τότε σε παίρναν σηκωτό, σε βγάζαν έξω απ’ την πόλη να μη λερώσεις με το αίμα σου, και σε πλακώναν με τις πέτρες. Κι αν ήσουν και τίποτε άγιος, εσύ αντί να τους βρίζεις, προσευχόσουν για τη σωτηρία τους που σε λιθοβολούσαν. «Κύριε, μη στήσης αυτοίς ταύτην την αμαρτίαν». Θε μου, μην τους το χρεώσεις. Μέχρι να σου ερχόταν και καμιά στο δοξαπατρί, αν ήσουν και λίγο τυχερός, για να τελειώσει το μαρτύριο.
Στη βόρεια πύλη της Ιερουσαλήμ λένε ότι γίναν όλ’ αυτά. Άλλοι λένε στην ανατολική. Ήταν δεν ήταν τριαντάρης. Κι όλη η χριστιανοσύνη τον υπολογίζει και τον μελετά, που ήταν αψύς και καταγγελτικός και τους τα ’πε ένα χεράκι, όπως είχε κάνει κι ο Δάσκαλός του κάτι χρόνια πριν. Ο πρώτος μάρτυρας του κινήματος ήταν. Στέφανος ο Πρωτομάρτυς.
Η ιστορία μας θα τέλειωνε εδώ, αν δεν άξιζε τον κόπο να κάνουμε ιδιαιτέρα μνεία σε ένα —τότε ακόμη— ανώνυμο πρόσωπο. Καθώς είχαν βάλει στη μέση τον Στέφανο οι έξαλλοι θεοσεβείς και τον παίρναν με τις πέτρες, ένας νεαρός Ιουδαίος, συνομήλικός του, πολύ νέος για να σηκώσει κι αυτός πέτρα, πρόσεχε τα ρούχα των υπολοίπων. Για να ’ναι ελεύθεροι στις κινήσεις τους οι άνθρωποι, να μπορούν οι πέτρες τους να κάνουν πραγματική ζημιά. Είχε ενθουσιαστεί.
– Βαράτε τον τον ασεβή. Τέτοιο τέλος τούς πρέπει τα καθάρματα.
Ιουδαίος της φυλής Βενιαμίν. Με μπαμπά Ρωμαίο. Σαούλ ελέγετο. Ή, επί το Ρωμαϊκότερον, Πάουλους.
Δηλαδή, Παύλος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου