Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αμπάς








– Και πώς σε λένε; τον ρωτώ.
– Αμπάς.

Πιάνω να πληκτρολογήσω «Αμπάς». Να αποθηκεύσω το όνομά του στο σμάρτφόουν να το έχω. Και το τηλέφωνό του. Είναι ο κουρέας της γειτονιάς. Μέχρι σήμερα έμπαινα και κουρευόμουνα, αν τον έβρισκα ανοικτά, αλλά τώρα χρειάζεσαι κόβιντ τηλεφώνημα, εσεμές, ξέρω’ γώ – πάντως θες ραντεβού.

Αμπάς. Εντάξει. Πακιστάν; Μάλλον. Δεν τον είχα ρωτήσει ποτέ μέχρι σήμερα. Μαυριδερός είναι, μάτια κάρβουνο, μαλλί πίσσα – ναι, Πακιστάν υποθέτω. Ευγενέστατος. Ούτε τώρα ρωτάω – μη σκεφτεί κι όλας ότι έχει και καμιά ειδική σημασία από πού είναι – ποτέ δεν ξέρεις τι θα σκεφτεί ο άλλος – περίεργα πράματα αυτά. Ας είναι απ’ όπου θέλει το παλικάρι.

– «Α», λέω το γράμμα, καθώς πληκτρολογώ.
– «Α», επαναλαμβάνει, επιβεβαιώνοντας.
– «Μπ», λέω.
– «Μπ» «μπ», λέει.
– Τι; δύο «μπ» θέλει;
– Ναι.

Μάλιστα. Πληκτρολογώ «α», «μπ», «μπ».

– «Α», «μπ», «μπ», «ς», συμπληρώνει.
– «Α», «μπ», «μπ», «ς»; ρωτάω απορημένος.
– Ναι.
– Μα είπες «Αμπάς».
– Ναι. «Α», «μπ», «μπ», «ς».
– Και πού είναι ρε το δεύτερο «α»;
– Ποιο;

Να πάρ’ η ευχή να πάρει. Άντε να συνεννοηθείς τώρα. «Α», «μπ», «μπ» και «ς» δε γίνεται. Λείπει ένα «α» πριν το τελικό «ς». Του το εξηγώ. Κάτι δεν πάει καλά. Τίποτ’ αυτός.

– Όχι. Είναι «Α», «μπ», «μπ», «ς».
– Ρε συ, αυτό που μου λες είναι «Αμπς», αλλά εσύ λέγεσαι «Αμπάς». Λείπει ένα «α».
– Όχι. Είναι «Α», «μπ», «μπ», «ς».

Ρε την καταδίκη μου. Αρχίζει να μου τη δίνει. Δεν είναι και πολύ εγγράμματος ο φίλος, έτσι; Μάλιστα. Ξαναπροσπαθώ. Να του εξηγήσω όσο καλύτερα γίνεται.

– Φίλε, «Αμπάς» μου λες: «Α», «μπ», «μπ», «α» και «ς». Σωστά;
– Όχι. «Α», «μπ», «μπ» και «ς».
– Ρε συ, «Αμπς» μου λες τώρα, δεν ακούς τι λες;
– Όχι. «Αμπάς». «Α», «μπ», «μπ» και «ς».

Ένιωσα να μου ανεβαίνει το αίμα. Δε φτάνει που είσαι αγράμματος και καραγκιόζης, είσαι και πεισματάρης. Μουλάρι. «Α», «μπ», «μπ» και «ς», κι επιμένεις. Πόσο σαχλαμάρας – τι στην ευχή έχεις μέσα στο κεφάλι σου; Άχυρα; Εδώ μου λες ένα «α» λιγότερο. Τι δεν καταλαβαίνεις;

Για κάποιο λόγο δεν του είπα τίποτε απ’ όλ’ αυτά. Δεν έβαλα τις φωνές. Σαν κάτι να με φρενάρισε. Μια νέα σκέψη. Μια πόρτα – κάτι άνοιξε. Πακιστανός. Δηλαδή ινδοράτσα – γύρευε τώρα. Πάντως ινδοάρια γλώσσα. Που όμως ξηγιέστε μουσουλμάνοι. Σωστά; Αραβικό αλφάβητο λοιπόν. Έτσι δεν είναι; Δηλαδή σημιτικό. Για στάσου! Το ξέρω εγώ αυτό το σημιτικό! Φοίνικες!

Πού πήγε ρε το μυαλό μου! Φοίνικες! Έμποροι. Πλοία. Τρέχαν όλη τη Μεσόγειο. Και κρατούσαν λογαριασμό, τόσα μου χρωστάς, τόσα σου χρωστάω. Τα γράφαν μ’ εκείνα τα κολυβογράμματά τους. Από δεξιά στ’ αριστερά. Φοινικικό αλφάβητο.

Που τα πήραν οι Έλληνες. Φέρτα ’δώ. Τα κολυβογράμματα. Μεγάλο κόλπο εκείνη την εποχή. Σπουδαία εφεύρεση. Βλέπεις, μέχρι τότε, αν είχες γραφή —όχι πως ήταν και σίγουρο πως είχες— αλλά μέχρι τότε για να γράψεις μια λέξη έπρεπε να ξέρεις την εικονίτσα της, ή να παίξεις με εικονίτσες που αντιπροσώπευαν συλλαβές. Ρέμπους. Ζωγραφικές έκανες, δεν έγραφες. Ή έπαιζες με συμβολάκια που παίζαν με εικονίτσες που παίζαν με ζωγραφιές. Και ξαφνικά, με το αλφάβητο όλα αυτά τα πετούσες στα σκουπίδια. Ανεπιστρεπτί. Νέος κόσμος. Τώρα για κάθε ήχο είχες κι ένα γράμμα.

Τεράστια διαφορά. Κι επειδή το φοινικικό αλφάβητο είχε μόνο σύμφωνα, το συμπλήρωσαν οι Έλληνες. Πρόσθεσαν και τα φωνήεντα. Έτοιμο. Με το κλειδί στο χέρι. Πια, αντί —όπως γινόταν— να πρέπει να μάθεις για όλες τις λέξεις της γλώσσας σου τι ζωγραφιά χρειάζεσαι για την καθεμιά, τώρα αρκούσε να μάθεις ένα συμβολάκι για κάθε ήχο σου. Ε, πόσους ήχους έχει η γλώσσα σου η ρημάδα; Τόσους. Συγκεκριμένους. Είκοσι. Εικοσιπέντε, ξέρω ’γώ. Ωραία. Μαθαίνεις ένα συμβολάκι —ένα γράμμα— για κάθε ήχο, και καθάρισες. Έγινες γραμματιζούμενος. Κι ύστερα μπορείς να γράψεις ό,τι γουστάρεις. Ιλιγγιώδες.

Φαντάσου, για κάθε αριθμό —για όλους τους αριθμούς που υπάρχουν— να έπρεπε να ξέρεις μια εικονίτσα για να τον γράψεις. Μία για τον καθένα. Τρέλα δε σου ’ρχεται; Πόσοι είναι όλοι οι αριθμοί; Ξέρω ’γώ; Άπειροι. Κι αν δεν ξέρω την εικονίτσα τού 13.427, τότε ο αριθμός αυτός δεν υπάρχει στο κεφάλι μου. Έλα όμως που μπορώ με μόλις δέκα ψηφία να περιγράψω κάθε πιθανό αριθμό, μαζί και τον 13.427!

Εντάξει, με τα γράμματα του αλφαβήτου δεν πάει έτσι – δεν είναι δηλαδή όπως με τα αριθμητικά ψηφία, που είναι σύμβολα ποσοτήτων. Δουλεύει διαφορετικά. Και λέξεις δεν υπάρχουν άπειρες, σαν τους αριθμούς. Αλλά και πάλι: η αναλογία παραμένει. Αν ακούσω μια λέξη και δεν ξέρω το συμβολάκι της να τη ζωγραφίσω, τέλος. Δεν τη ζωγραφίζω. Πάει. Και ζωγραφισμένη που θα τη δω, αν δεν την ξέρω, και πάλι άντε γεια. Μια εικονίτσα βλέπω – τι κατάλαβα;

Ενώ άμα έχω αλφάβητο, θα τη γράψω τη ρημάδα – ό,τι ακούω. Ή θα την διαβάσω, αφού θα ξέρω πώς προφέρεται το κάθε γράμμα. Κι αν δεν ξέρω τι θα πει όλο μαζί, θα ρωτήσω. Αλλά, μεγάλη διαφορά. Τώρα η λέξη είναι εκεί. Να τη δούμε κι εγώ και όλοι. Τώρα, ξέρουμε – δεν ξέρουμε, η λέξη εκεί είναι! Για όποιον θέλει!

Ύστερα, άμα δεν έχω αλφάβητο, χρειάζομαι ένα τυπογραφικό στοιχείο για κάθε λέξη της γλώσσας μου. Βάλε πόσες λέξεις, να βρεις πόσα στοιχεία χρειάζομαι. Ενώ άμα έχω αλφάβητο, με είκοσι τόσα στοιχεία —εντάξει – χρειάζομαι και σημεία στίξης και τέτοια— αλλά και πάλι. Τι λες τώρα!

Αρκεί το αλφάβητο να είναι πλήρες. Να περιέχει όλους τους ήχους της γλώσσας μου. Γιατί είναι κι αυτό ένα θέμα – να τώρα, καθώς κοιτούσα τον Πακιστανό, κατάλαβες; Που ήταν ινδοτέτοιος αλλά που γράφει αραβικά. Δηλαδή σημιτικά. Δηλαδή φοινικικά, ας πούμε. Τον Αμπάς που ήταν όχι «Αμπάς» αλλά «Αμπς». Αυτοί ρε είναι άλλος πλανήτης. Γράφουν από δεξιά στ’ αριστερά και δε βάζουν φωνήεντα!

Άλλος κόσμος ρε. Μιλάμε δεν έχουν αλφάβητα, ρε φίλε. Έχουν αμπτζάντ. Συμφωνογραφικά. Χωρίς φωνήεντα! Ούτε το εβραϊκό έχει, ούτε το αραβικό. Στα εβραίικα δε γράφεις «καλημέρα». Δεν έχει τέτοια. Γράφεις «κλμρ». Εντάξει, έχει και τελίτσες και κουκιδίτσες, όπως και στ’ αραβικά, και κάποια γράμματα που συμπληρώνουν και βοηθούν για να διαβάσεις σωστά. Αλλά τα σημαδάκια δεν είναι υποχρεωτικά. Σε κείνες τις γλώσσες έτσι δουλεύουν οι λέξεις. Τα σύμφωνα μαζεμένα είναι ρίζες, κι όλες οι λέξεις που βγαίνουν από την ίδια ρίζα είναι σχετικές. Έχεις «σλμ» και βγάζεις «σαλάαμ», «σαλόμ», «ισλάμ», «σαλέμ» – όλα σχετικές έννοιες. Αλλά εμείς, δε γίνεται. Άμα γράψουμε «κλμρ», ό,τι θες μπορούμε να εννοούμε: «καλαμάρι», «καλημέρα», «καλομοίρα» – «κωλομέρι», που να με πάρ’ η ευχή να με πάρει! Αλλιώς ο δικός μς ο κόσμος.

Ναι, ρε φίλε. Γι’ αυτό τα λένε αμπτζάντ, κι όχι αλφάβητα που τα λέμε εμείς  έτσι τα είπαν από το άλεφ, μπεθ, τζίμελ και ντάλετ. Από τα πρώτα σύμφωνα, μαζί με το «α», αυτό σα σταμάτημα που είναι, «α», «μπ», «τζ»  και «ντ». Αλλά στάσου! Και πάλι  αυτός εδώ ο Πακιστανός ο δικός μου, γιατί θέλει «μπ» διπλό, κι ύστερα «ς». Άιν και μετά ένα μόνο «μπ» δε γράφεται ο Αμπάς; Και μετά θέλει και το άλιφ, που λέγαμε, δε θέλει; Θέλει και παραθέλει. Ρε, τι γλώσσα μιλάει αυτός εδώ;

Τον κοίταξα. Τώρα; Τι να ρωτούσα; Εις ποίαν ομογλωσσίαν ανήκετε και ποίαν γραφήν χρησιμοποιείτε; Αυτό να τον ρωτούσα; Χαμογέλασα. Ένα μόνο κλάσμα δευτερολέπτου. Στιγμιαία αμηχανία. Όσο χρειάζεται ένα όνειρο. Που έχει ευτυχή κατάληξη: δεν ξέρω ούτε τι μιλάει, ούτε τι γράφει. Ούτε γίνεται να συνεννοηθούμε. Τέλειο. Αλλά ξέρω ότι δεν έχει εγκατεστημένο λογισμικό που τα θέλει γραμμένα ένα ένα όλα που μιλάει. Αυτό είναι το σίγουρο. Είπαμε, «α», «μπ»«μπ» και «ς» – τι δεν καταλάβαινα ο ασπρουλιάρης τόσην ώρα – είναι κι αυτοί οι ευρωπαίοι κάτι βλήματα καμιά φορά ρε παιδάκι μου – τρώνε κάτι κολλήματα απίθανα.

Έγραψα «Αμπάς» όπως καταλάβαινα εγώ, τον διαβεβαίωσα ότι είχα γράψει «Αμπμπς» όπως καταλάβαινε αυτός, αποθήκευσα την επαφή κι έκλεισα το σμάρτφόουν. Χαμογέλασε κι εκείνος κι ένευσε. Μάλιστα. Συνεννοηθήκαμε.

– Καλά Χριστούγεννα, είπε.

Τώρα μάλιστα. Μου ευχόταν και Καλά Χριστούγεννα.

– Καλά Χριστούγεννα, του ’πα κι εγώ.

Μπορεί και ν’ αγκαλιαζόμασταν κιόλας – θερμές φυλές αυτού του πλανήτη και οι δυο μας. Φυλές τού αγγίγματος. Του ακουμπήγματος. Άλλωστε μόλις είχαμε περιπλεύσει το ακρωτήρι με τα μύρια κύματα. Με επιτυχία. Μόλις είχαμε διασωθεί. Ι τι φόουν χόουμ. Θρίαμβος. Μια αγκαλιά μπορεί και να ’ταν αυτόματη σε άλλες εποχές. Ε, εντάξει. Τώρα, με τον κόβιντ, μπορούσε να περιμένει. Άσ’ το για άλλη φορά – αγκαλιές και σαχλαμάρες.

Ξαναχαμογελάσαμε θερμά κι άνοιξα την πόρτα να ’βγώ απ’ το κουρείο.

Πολύ μεγάλο ταξίδι. Αιώνες αιώνων και χιλιομέτρων χιλιόμετρα. Βρεθήκαμε συγγενήδες. Εξ αίματος. Και οι δυο μας απ’ τον ίδιο πλανήτη – λίγο το ’χεις αυτό; Κοντοχωριανοί ένα πράμα. Δικοί. Αδέρφια.

Καλά Χριστούγεννα ρε Αμπάς που γράφεσαι Αμπς και μάλιστα με δύο «μπ» σ’ εκείνες τις γραφές που τώρα είναι αλλιώς και πρέπει να ξέρεις τα κόλπα – άσε – τι να λέμε ρε φίλε – είναι μπερδεμένο – έχεις κι εσύ τα δίκια σου.

Καλά Χριστούγεννα!







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.