Τω καιρώ εκείνω, λοιπόν, ο θρυλικός Ιακώβ έσπερνε τις Δώδεκα Φυλές τού Ισραήλ. Εκτός από τη γυναίκα του, τη Λεία, που την εγκατέλειψε, έκανε παιδιά και με την αδελφή της, τη Ραχήλ. Κι εκτός από αυτά τα παιδιά, συμπληρωματικώς σκάρωσε και μερικά ακόμη με τις ετεροθαλείς αδελφές τους —που ήταν και υπηρέτριές τους— τη Βαλά και τη Ζελφά. Να βρίσκονται. Κι έτσι προέκυψαν εν τω συνόλω δώδεκα πούλοι παρακαλώ, ο Ρουβίν, ο Συμεών, ο Λευί, ο Ιούδας, ο Ισάχαρ και ο Ζαβουλών από τη Λεία, ο Νταν και ο Νεφθαλί από τη Βαλά, ο Γαδ και ο Ασήρ από τη Ζελφά, κι από τη Ραχήλ ο Ιωσήφ κι ο Βενιαμίν. Μάλιστα. Και προέκυψαν και κόρες —δεν έκανε μόνο αγόρια ο Ιακώβ— αλλά σιγά που θα μαθαίναμε τα ονόματά τους. Εκείνον τον καιρό το όνομα του σκυλιού του σπιτιού μπορεί και να καταγραφόταν. Της κόρης του αφέντη, δύσκολο. Μόνο για την όμορφη Ντείνα φτάσαν ως εμάς μαρτυρίες, και για τα μπλεξίματά της με τον άρχοντα Σέχεμ. Αλλ’ ας το αφήσουμε – αυτό είναι άλλη κουβέντα.
Αυτές που λες οι φυλές, οι απόγονοι δηλαδή του Ιακώβ, ήσαν στην πραγματικότητα δώδεκα μεγάλες οικογένειες. Δώδεκα σόγια. Φάρες. Μαζί η κάθε μια με τους βοσκούς της, τους δούλους της, τα κοπάδια, τα σκυλιά, τα πουλιά – ό,τι τέλος πάντων μπορούσε να προσκολληθεί και να προσμετρηθεί.
Και ήταν και ιεραρχημένα τα πράματα: από τις δώδεκα αυτές φυλές, οι δύο ήταν πιο ίσες από τις υπόλοιπες – η φυλή του Ιούδα και η φυλή του Λευί. Η πρώτη ήταν η πρωτεύουσα του περιούσιου λαού. Διότι προτού πεθάνει ο Ιακώβ, έπιασε και περιέγραψε τα μελλούμενα: η φυλή τού Ιούδα θα κρατούσε, λέει, τα πρωτεία, κι οι άλλες φυλές θα την υμνούσαν και θα την εγκωμίαζαν. Κι από τους απογόνους της θα προερχόταν ο Μεσσίας! Για τον Λευί βέβαια, λιγάκι χάλια τα είπε – δεινά, κακό και καταστροφές. Όμως αργότερα ο Μωυσής έσωσε την κατάσταση με τη δική του προφητεία: εντάξει, η φυλή του Λευί, λέει, θα φύλαττε τον Λόγο και τη Διαθήκη του Κυρίου και θα δίδασκε στους Ισραηλίτες τον Νόμο. Και τα μέλη της θα φρόντιζαν στο εξής στο θυσιαστήριο να βρίσκεται πάντα το ιερό θυμίαμα. Για πάντα.
Αυτό θα πει πατριαρχία. Ορίζεις μια οικογένεια για τους βασιλείς, μιαν άλλη για τους ιερείς, κι αφήνεις το κράτος σε χέρια σίγουρα. Όχι, παίζουμε.
Πέρασαν τα χρόνια. Τον χαλκό ακολουθεί ο σίδηρος. Και οι Χετταίοι. Οι Μυκήνες παρακμάζουν. Το σημιτικό φοινικικό αλφάβητο φθάνει στους Έλληνες. Οι Πέρσες φθάνουν στη Σαλαμίνα. Ο Αλέξανδρος φθάνει στις Ινδίες. Οι Ρωμαίοι φθάνουν παντού. Αλλά ο διακανονισμός που είχε κάνει ο Ιακώβ παραμένει διακανονισμός: βασιλείς οι Ιουδαίοι και ιεράρχες οι Λευίτες.
Τον καιρό, λοιπόν, που η Ελληνίδα Κλεοπάτρα είναι βασίλισσα στην Αίγυπτο κι ο Ρωμαίος Μάρκος Αντώνιος είναι τρελός και παλαβός μαζί της, στην Ιερουσαλήμ ζει κάποιος Ματθάν τής φυλής του Λευί. Ιερέας φυσικά – τι άλλο. Και κάνει που λες τρεις θυγατέρες αυτός. Με ποια γυναίκα τις έκανε, ούτε αυτό έφθασε ώς εμάς. Ξέρουμε όμως τα ονόματα των κοριτσιών: ήταν η Μαρία, η Σοβή και η Άννα.
Παντρεύεται λοιπόν η Μαρία στη Βηθλεέμ και κάνει μια κόρη, τη Σαλώμη. Το ίδιο και η Σοβή. Κι αυτή στη Βηθλεέμ παντρεύεται, και κάνει την Ελισάβετ. Και τι μας νοιάζει εμάς, θα μου πεις. Μας νοιάζει και μας κόφτει, βρε. Γιατί αυτή η Ελισάβετ, αργότερα θα γεννούσε, παρακαλώ, τον Ιωάννη τον Βαπτιστή! Οπότε, ποια μένει τώρα από τις τρεις αδερφάδες; Η Άννα. Που ζει με το μπαμπά της στην Ιερουσαλήμ. Άννα. Εξελληνισμένη Χάννα. חַנָּה. Χάρις. Ομορφιά.
Και τον ίδιο καιρό, είχε μέγαρο βασιλικό και κήπο μεγάλο στην πόλη ένα καλό παλικάρι, ο Ιωακείμ, γιος του Ελιακείμ, από την άλλη τη σπουδαία φυλή, του Ιούδα. Ιωακείμ. Κι αυτός εξελληνισμένος Γιεχόακιμ. יְהוֹיָקִים. Ο θεός σταθεροποιεί.
Χάρις η μία της ιεροσύνης και καλό βασιλικό παλικάρι με κήπο ο άλλος. Κι επιπλέον αυτές οι δυο φυλές, η βασιλική και η ιερατική, μπορούσαν να συγγενέψουν. Μόνο μεταξύ τους, βέβαια. Δεν έδιναν, ούτε έπαιρναν γιούς και θυγατέρες από τις άλλες δέκα φυλές που θεωρούνταν κατώτερες. Αλλά μεταξύ τους, όλα καλά. Δεν περνάτε για κάνα γλυκάκι, πήγαν για γλυκάκι, ε, γλυκάκι το γλυκάκι, γίνηκεν ο γάμος κι οι χαρές, και κράτησαν τα γλέντια μέρες πολλές.
Έλα όμως που δε μπορούσαν να κάνουν παιδιά. Βρε αμάν. Τι προσπαθούσαν, τι προσευχές, τι μαντζούνια, τι ξανά μανά - τίποτα. Είδαν κι απόειδαν, περάσαν και τα χρόνια στο μεταξύ, στο τέλος τα παρατήσαν. Θέλημα Θεού, σου λέει. Ας ασχοληθούμε με τίποτ’ άλλο. Κάναν καλά και δίκαια πράματα, υπηρεσίες, αγαθοεργίες, ξερωγώ, και ζούσαν έτσι τα στερνά τους. Ο Ιωακείμ είχε ογδονταρίσει, κι η Άννα ήταν πια εβδομηντάρα.
Θέλημα Θεού είπες; Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Ένα πρωί και μιαν αυγή, μια πίσημον ημέρα, καταφθάνει Άγγελος Κυρίου, ο Γαβριήλ αυτοπροσώπως, και παρουσιάζεται στον γέρο.
– Γεια σας.
Κάτι πήγε να ψελλίσει ο φουκαράς αυτός, αλλά είχε χάσει τη λαλιά του.
– Να συνευρεθείτε μετά της γυναικός σας, κύριε.
Εντάξει. Το ’ξερε ο καημένος ότι τα γεράματα δεν είναι και το πιο καλό πράμα, αλλά αυτό, να ’ρχεται κι ο Άγγελος να σου ψιθυρίζει ιστορίες του κρεβατιού, αυτό τώρα έπρεπε να το κοιτάξει. Γέλασε πικρά και τον πήρε το παράπονο. Ξεφτίλα, σκέφτηκε. Γιατί μου το κάνεις αυτό; Εγώ ευσεβής δεν ήμουνα, όλη μου τη ζωή; Τι να κάνω τώρα; Ν’ ανοίξω διάλογο με την οπτασία για το σεξ;
Στο τέλος, δε βαριέσαι, σκέφτηκε. Εδώ που φτάσαν τα πράματα, ό,τι και να πω, χαμένος είμαι.
– Δε θα παραλείψω, μεγάλε. Μη σ’ ανησυχεί. Θα το τακτοποιήσω.
– Αυτό που σας λέω, αγαπητέ. Είναι βούλησις Κυρίου.
Και κάνει παφ η οπτασία και εξαφανίζεται.
Να πάρ’ η ευχή να πάρει. Τώρα; Να πάει στον ψυχολόγο; Δεν είχε ακόμη ψυχολόγους. Να κάνει καμιά βόλτα μπας και συνέλθει; Τι τρέλα ήταν τώρα αυτό; Και καλά η οπτασία. Αλλά, θες ο φόβος, θες η στενοχώρια, θες η αδρεναλίνη, το κορμί του είχε πάρει φωτιά. Είχαν ξυπνήσει παλιά πράματα μέσα του. Ξεχασμένα. Ζωή και διάθεση. Και αποκοτιά. Ένα νεύρο περίεργο. Ύπαγε οπίσω μου, είπε μέσα του.
Μπήκε πόδια τρεμάμενα στο καθιστικό. Εκεί ήταν η Άννα με την παρακόρη, τη δούλα, κι έπλεκε κάτι δαντελωτά σεμεδάκια με το βελόνι της. Ένιωσε το κορμί του να σκιρτάει. Πανέμορφη του φάνηκε. Όχι, ποια μικρή! Η Άννα τού φάνηκε πανέμορφη! Την ομορφιά του ανθρώπου σου, που είναι σάρκα σου. Του δικού σου ανθρώπου – του πιο όμορφου τού κόσμου όλου. Τρέλα του ’ρθε. Ένιωσε το γνώριμο ελαφρό μούδιασμα να τον κυριεύει. Είχε να το νιώσει... από τότε. Την αγαπούσε. Εντάξει. Και λοιπόν; Μπα σε καλό σου. Την κοίταγε σαν αποσβολωμένος. Πω πω, όμορφη που ήταν! Πυροδοτήθηκε κι εκείνη. Σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε. Τα χάσαν οι καημένοι, και οι δύο. Καταντράπηκαν και κοιτάξαν αλλού. Η δούλα – ίσα που πρόλαβε να εξαφανιστεί.
– Απαπα – το φαΐ στη φωτιά! Πώς ξεχάστηκα έτσι.
Ποιο σεμεδάκι και ποιο βελόνι. Ούτε που θυμήθηκαν να τα βάλουν στην άκρη. Έμεινε το σχέδιο στη μέση. Ατέλειωτο. Υπήρχε βλέπεις άλλο σχέδιο τώρα. Άλλη δουλειά να γίνει. Άλλο πλάνο. Άλλο θέλημα.
Εκείνη τη χρονιά δεν είχαν ακόμη εφευρεθεί τα Χριστούγεννα – δεν είχε γεννηθεί ακόμη ο Χριστός. Η γιαγιά του όμως, η Άννα η ευσεβής, εκείνη τη μέρα —9 Δεκεμβρίου— θα συνελάμβανε τη μαμά του. Την Θεοτόκο. Το κορίτσι που αργότερα θα διάλεγε ο Άγγελος Κυρίου να του προτείνει τη μεγαλύτερη αοριστία από καταβολής κόσμου. Και κείνο θα δεχόταν.
Ο Ιωακείμ πέθανε δώδεκα χρόνια μετά – οκτώ χρόνια από τα Εισόδια της κόρης του. Ήταν πια 92 χρονών. Και μόλις έντεκα μήνες αργότερα, θα τον ακολουθούσε η πολυαγαπημένη του, η Άννα, στα 83 της.
«Ἰωακεὶμ τέρφθητι σὺν τῇ Συζύγῳ, τεκόντες ἄμφω ψυχικὴν τέρψιν κτίσει. Ἡ δ᾿ ἑνάτη τοκέων Θεομήτορος εὗρε σύναξιν.» Κι εμείς εύρομεν γιορτή μεγάλην, κι έκτοτε τη εορτάζουμε ανελλιπώς. Της Αγίας Άννης. Η ημέρα της Συλλήψεως. Η Ευδοξία, η Αυτοκράτειρα, της ανήγειρε και ναό τής Άννας στα Ιεροσόλυμα, κι αργότερα ο Ιουστινιανός, ναό κι αυτός, στην Κωνσταντινούπολη. Και το Κοράνι το έγραψε, φαρδιά πλατιά: Άννα, η σεβάσμια πνευματική γυναίκα, η μάνα της Παναγιάς.
Έχουμε τους λόγους μας που χαιρόμαστε διότι η Άννα μας συνομιλεί μετά των δυνάμεων της συλλήψεως και της εγκυμοσύνης και παντός θέματος σχετικού, κι έχει στον νου της και τ’ άτεκνα ζευγάρια μας και τα προσέχει.
Ποτέ δεν ξέρεις τι σχέδιο έχει ποιος θεός για ποιο άτεκνο ζευγάρι που αγαπιούνται.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου