Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οι μήνες μας







Αχώριστοι κι αγαπημένοι. Ούτε η μάνα τους —που λέει ο λόγος— πώς να τους ξεχωρίσει και πώς να ξέρει ποιος είναι ποιος; Κι όμως. Ξεχωρίζουν και παραξεχωρίζουν. Εύκολο.

Τα μισά παλικάρια είναι ψηλοί. Ως εκειαπάνω. Ο Γενάρης και ο Μάρτης δεν αστειεύονται. Αδέρφια και μαζί ξαδέρφια, σοβαροί και σίγουροι. Με τα βαριά καφτάνια τους και την κρύα τους πνοή. Κάνουνε ξεχωριστές δουλειές. Ο ένας σέρνει το χορό, κι ο άλλος σιγουρεύει τα βήματα – πάνω που νομίζεις ότι εξέπνευσεν ο ρυθμός, όχι, σου λέει. Εδώ. Να εμπεδώσεις.

Περνούν λοιπόν αυτοί και φεύγουν, κι ώς ν’ αποσώσει η αύρα τους έρχεται ο Μάης ο γλυκύς. Ο αιφνίδιος. Ο απρόσμενος. Συνεννοημένος με τον Μάρτη αυτός. Πάνω που δεν το περιμένεις πια, πιάνει το τραγούδι αλλιώς και σκάει το χείλι σου και γελάς, κι αναστατώνεσαι – όχι, μωρέ, καλά θυμόμουν, λες από μέσα σου. Καλά θυμόμουν. Θανάτω θάνατον.

Αργότερα θα ’ρθούν τ’ αδέρφια, οι πιο Ρωμαίοι της ζωής μας, ο Ιούλιος κι ο Αύγουστος, οι θερινοί. Οι καλοκαιρίτες. Που ψήνεται ο τόπος και παραδίνεις. Εντάξει. Χωράφια, στάχυα και τζιτζίκια. Και καβούρια εκεί που τραβιέται το νερό στις πέτρες τις γλυμμένες και μετά ξανάρχεται και τις ξανασκεπάζει. Κι η Παναγιά να κάνει βόλτες με τα σανδάλια λυτά.

Ο Οκτώβριος σοβαρεύεται. Μήνας για δουλειές, με το τρίχινο ριχτάρι το ζεστό, να γλυκαίνει τον κρύο αέρα. Αναλογίζεσαι και προγραμματίζεις. Τα θωρείς με γνώμονα και με ουσία – είναι η ώρα που πήζουν τα πράματα κι αρχίζουν οι σκέψεις – τι να κάνω και πώς.

Και τέλος ο Δεκέμβριος, ο μήνας του Χριστού – όλοι οι θεοί Δεκέμβρη διαλέγουν και γεννιώνται. Η πιο σκοτεινή στιγμή, και μαζί κι η πιο φευγάτη – πότε άλλοτε υπόσχεται κανείς περισσότερα παρά στην τελευταία, την πιο νυχτερινή του ώρα;

Είναι φίλοι, Δεκέμβρης και Γενάρης. Αδέρφια κι αδελφοποιτοί. Ένα μπόι οι δυο τους. Ο ένας φεύγει, ο άλλος έρχεται. Ο ένας υπόσχεται, ο άλλος είναι σκούρος και σαφής. Ο ένας τελειώνει κι ο άλλος αρχίζει. Παιδιά της ίδιας ώρας, αλλά με άλλη αποστολή. Κι έτσι καμιά φορά μάς ξεγελούν – τους νομίζουμε αλλιώτικους. Μπα, δεν είναι.

Αυτοί λοιπόν είναι οι πρώτοι. Είναι και οι πρώτοι οι αριθμοί. Οι μέγιστοι. Το πάνω πάνω. Έχει όμως η ζωή και τους άλλους. Που ακολουθούν, που προηγούνται – όπως θες το παίρνεις, εξαρτάται πού στέκεσαι. Που προϊδεάζουν ή συμπεραίνουν. Η ύλη που βαστά το σύμπαν μαζί και το κάνει ένα. Αυτοί που κρατάν τα μαντήλια να σταθεί ο χορός.

Ο Απρίλης, ο πρώτος και καλύτερος. Που από Μάρτη υφαίνει Μάη. Κυανού χρώματος. Που δε φυλά τίποτε για τον εαυτό του. Αλτρουιστής και γενναιόδωρος. Τα χέρια του ν' αφήνουν τα νερά να κυλούν, χωρίς αντίσταση. Ο μήνας που δε στέκεται καταμεσής.

Μετά ο Ιούνιος. Λεπτός κι ωραίος αυτός. Ευγενικός κι αρχοντικός, στρωμένο το τραπέζι και τα φρούτα μπόλικα. Μεγάλοι οι δρόμοι, ο πρώτος σίγουρος του θέρους, αλλά εσύ δεν έχεις ακόμη βεβαιωθεί και γι’ αυτό σου φέρεται απαλά. Υπομονετικά.

Μετά ο Σεπτέμβρης. Ο μέγας. Για όλα προειδοποιεί και τίποτα δεν αρνείται. Όπως θες τον φαντάζεσαι – χατίρια θα χαλάσει; Μάζεψ’ εσύ τα σταφύλια σου και μην ανησυχείς – εδώ είμαστε. Ό,τι χρειαστείς θα το ’χεις. Προς όλες τις μεριές κοιτάς, κι ας ξέρεις πού πηγαίνεις.

Κι ύστερα ο ενδέκατος. Ο Νοέμβριος. Με το ζηλευτό παράστημα και τ’ όνομα το γλυκό. Που δύουν οι Πλειάδες. Κι ώρα να αναλογιστείς τα ερχόμενα. Άλλος διαβάτης αυτός – φέρνει κι από δω, φέρνει κι από κει. Φτιαγμένος από το πολύτιμο υλικό που θα σε βγάλει στο κατώφλι του δωδέκατου.

Και ποιον αφήσαμε τελευταίο; Είπαμε για τα παλικάρια τα ψηλά, είπαμε και για τους τεχνίτες – ποιος έμεινε;

Ο Φεβρουάριος, ο Άγιος. Που γύρω του χορεύουν όλοι. Ο χλωμός. Το πουλί με το ακριβό πέταγμα. Σύντομος και με λεπτά δάκτυλα, κρατά το σκεύος με την ουσία. Με τα μάτια τα μεγάλα. Τα παιδικά. Τα ενήλικα. Κι εκείνη τη μύτη που νομίζεις πως φτιάχτηκε μόνο για ν’ αναπνέει. Αρχιτέκτων. Μυστήριος και πανέμορφος. Των αδελφών του ο μονάκριβος.

Μπροστά είναι όλοι τους. Άιντε, λοιπόν. Με το καλό τα γεννητούρια του θεού. Με το καλό οι υποσχέσεις. Κι η κάπα η βαριά που θα ’ρθει. Με το καλό ο ερχομός του κάθε πολυαγαπημένου.

Άιντε. Καλό μήνα να ’χουμε.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.