Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Απρίλιος, 2021

Γλυκύ μου Έαρ

Άν έχεις πίστη διάβαινε. Δε θα υπάρξει τίποτε να σε σταματήσει. Αν έχεις πίστη θα μπορέσεις να υπερβείς εαυτόν. Αυτός θα ήταν το μόνο ανίκητο εμπόδιο – μόνο εσύ θα μπορούσες να εμποδίσεις εσένα. Αν έχεις πίστη. Δηλαδή, αν είσαι μέρος μιας πίστης. Αν κάτι συμμερίζεσαι. Αν κοινωνείς. Και με κοινή γιορτή. Μια φορά τον χρόνο, ας πούμε, στις τόσες του μηνός τάδε, γίνεται το τάδε πράμα. Ευκολομνημόνευτο. Τι γίνεται ακριβώς κάθε τότε; Τίποτε. Τι να γίνεται μια φορά τον χρόνο στις τόσες του μηνός τάδε; Αέρας κοπανιστός. Πρόκειται για συντονιστικό μύθευμα. Συντελείται πουθενά. Εντός μόνο. Αλλά πιστεύουν οι πιστοί και εορτάζουν. Δεν αφήνονται στην αμφιβολία. Η αμφιβολία είναι ρωγμή. Το αμάρτημα που λέγαν οι παλιοί. Η ατέλεια. Η κερκόπορτα. Από κει που θα εισέλθει η διαβολή. Κι από εντός, να σε θέσει απέναντι στον κόσμο. Ενώ η πίστη στεγανοποιεί. Ασφαλίζει απέναντι στο σφάλμα. Επουλώνει τη ρωγμή. Εξομαλύνει τη συμμετοχή στο όλον. Και εξ αυτής τη λύτρωση, αν λύτρωση είναι και να γνωρίσεις ποιο μέρ...

Црвена Звезда

Δεν έπρεπε. Έπρεπε να προσέξουν. Αυτό το τρία μηδέν είναι αφύσικο. Δε γίνεται στο βελιγράδι να κερδάς τέσσερα ένα και στην αθήνα να χάνεις τρία μηδέν. Είναι τρομερό. Τ’ απάνω κάτω. Και τώρα τι θα γίνει; Τι θα τους κάνει το καθεστώς τους ποδοσφαιριστές; Ο τζάιτς φταίει που δεν έπαιξε. Γιατί σ’ αυτές τις χώρες στο παραπέτασμα, το καθεστώς είναι φοβερό. Σε τρώει το σκοτάδι. Βασανιστήρια. Αν πέσεις σε δυσμένεια. Αν πέσεις σε δυσμένεια, χάθηκες. Δεν πας το βράδυ σπίτι. Κι απομένουν να σε περιμένουν τα παιδιά σου. Ένα μαύρο αυτοκίνητο έρχεται κάτω από το σπίτι σου και σε παίρνει κι εξαφανίζεσαι, μετά κανείς δε μπορεί να σε βοηθήσει, ακόμη και μπαμπάς να είσαι. Τώρα θα τους ανακρίνουν. Τον μίλιανιτς. Γιατί και πώς έγινε ό,τι έγινε; Πώς φάγατε το πρώτο γκολ; Και πώς φάγατε το δεύτερο; Και καλά, αφού φάγατε και το πρώτο, και το δεύτερο, μετά δεν προσέχατε μη φάτε και τρίτο; Δε μπορούσατε να αντιμετωπίσετε το κρέας τον αντωνιάδη; Για πες μας ντουίκοβιτς. Και με τερματοφύλακα τον βλάκα τον κωνστα...

Η ώρα

Όσα φέρν' η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος...

Οι νεράιδες

Από την ησυχία τις καταλαβαίνεις τις νεράιδες. Κι απ’ την αναπνοή – σαν ύπνος παιδιού. Μη φοβηθείς. Να προσέχεις.

Χτες μού ταράχτηκες

Έβρεξε χτες και μου ταράχτηκες δεν ήταν τίποτα μάτια μου – στο ’λεγα άδικα σκιάχτηκες.

Άνοιξη είναι

Άνοιξη είναι... Μη σε ξεγελάει...

Τάσος

Ο φιλέρευνος Τάσος. Καθώς εξετάζει τον σοβά στην κάτω σκάλα, πίσω απ' το πλυντήριο.

Χούντα

Πω πω! Χούντα μού θυμίζει. Έτσι είπε τις προάλλες σιτεμένη φίλη επαναστατικού υποστρώματος, αντικυβερνητικής γενικώς αντιλήψεως, ότι της θυμίζει χούντα να ρίχνουν ροπαλιές οι μπάτσοι. Αχ, βρε Λένη μου. Αχ, κορίτσι μου. Εμείς και τα ασπαίροντα γηρατειά του μυαλού μας. Έπεσε μια ροπαλιά, ή και δύο και περισσότερες, κι εμάς χούντα μας θύμισε. Και βγήκαμε με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σα σημαία, σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράμα που μας έχει απομείνει: τα που θυμάμαι χαίρουμαι. Τι μας θύμισε χούντα βρε Λένη μου; Οι ροπαλιές; Ότι δηλαδή οι ροπαλιές είναι χαρακτηριστικό της χούντας; Όχι, καλή μου. Δεν είναι. Οι ροπαλιές είναι χαρακτηριστικό της αστυνομίας. Παίρνεις κάτι παλικάρια ως εκεί πάνω, ντουλάπες τρίφυλλες, και τους πληρώνεις, —τρεις κι εξήντα, μεταξύ μας— να ασκούν βία. Δηλαδή αν κάποιος ανώτερός τους τούς διατάξει, αυτοί συντεταγμένα πλακώνουν όποιον τους πουν να τον πλακώσουν, και τον μπουζουριάζουν. Αστυνομία. ΜΑΤ. Όπως θέλεις πες το. Αλλά δεν είναι χούντα. Χούν...

Ο Θανασάκης

– Γιατί δεν έγραψες πώς με λένε; Τον κοίταξα πάλι κάπως. Η σύνδεσή του με εκφάνσεις τής πραγματικότητας έχει αρχίσει να με κάνει να αισθάνομαι αβέβαιος. – Γιατί δε θεώρησα ότι ενδιέφερε κάποιον στο φέισμπουκ, ήταν το ειλικρινέστερο που σκέφθηκα να απαντήσω. – Τα ονόματα πάντα ενδιαφέρουν, σχολίασε. Ποτέ δεν ξέρεις ποιον. Γύρισα στις δουλειές μου, ελαφρά εκνευρισμένος. – Τα ονόματα είναι οι χειρολαβές για να πιάνουμε τους άλλους, είπε. Όταν, μετά από αρκετή ώρα, γύρισα να τον κοιτάξω αποφασισμένος για όλα, είχε γυρίσει από την άλλη και κοιμόταν. Είναι και μικρός. Αποκοιμιέται με τη μία. Θανασάκης λέγεται.

Στο μπαούλο

– Πόσα λάικ πήρα; – Πολλά. – Τι πολλά; Άρχισα να εκνευρίζομαι. Το κατάλαβε και το βούλωσε. Μετά από λίγη ώρα το επανέφερε το θέμα. – Μήπως ν’ ανέβαζες κι εκείνη τη φωτογραφία που είμαι στο μπαούλο, γι’ αυτό. Τον στραβοκοίταξα. Με κοίταξε κι εκείνος. Ήρεμα. Ύστερα κοίταξε μπροστά του. Σαν αφηρημένος. – Αυτός δεν είναι ο σκοπός; είπε μετά από λίγο. – Ποιος σκοπός, ρώτησα. – Τα λάικ. Να μας βάζουν λάικ. Δε μίλησα. Πρόσεξα τη χρήση του πρώτου πληθυντικού. Να «μας» βάζουν λάικ. Εκείνου κι εμένα, δηλαδή. Ότι είμαστε τακίμια τώρα. Δεν είμαι σίγουρος αν χάρηκα ή ενοχλήθηκα. Αυτήν τη φωτογραφία εννοεί. Πριν χωθεί στο κομπιούτερ είχε μπει στο μπαούλο. Και προσπαθούσε να βγει.

Τι; Να βγω;

Τι; Να βγω;

Ο φόβος

Ένας στους 100.000. Κι αν είμαι εγώ αυτός ο ένας; Αν δηλαδή το σύμπαν αγνοήσει 99.999 συνανθρώπους μου και ασχοληθεί μαζί μου; Τι γίνεται τότε; Αν προσπεράσει δύο ολυμπιακά στάδια  γεμάτα  κόσμο,  για να συνομιλήσει ειδικά με μένα; Αν αδιαφορήσει για χίλια πεντακόσια λεωφορεία πήχτρα, άντρες γυναίκες – πιο νέους από μένα, πιο γέρους, όμορφους, όμορφες, κακοσουλουπωμένες, χοντρούς, φτωχούς, πλούσιες! Αν δεν κοιτάξει κανέναν τους —εκατό μετρό γεμάτα ορθίους να μην πέφτει καρφίτσα— να τους γράψει όλους και να γυρίσει να καρφώσει τα μάτια του πάνω μου. Τι γίνεται τότε; Αμάν! Θα έχω γίνει το κέντρο του κόσμου! Το ον το μοναδικό που τόσο καλά ξέρω. Αλλά που μόνο εγώ το ξέρω. Κανείς άλλος. Ούτε οι φίλοι μου, ούτε οι εχθροί μου. Ούτε ο άντρας μου, ούτε η γυναίκα μου. Θα γελούσαν αν τους το έλεγα. Ούτε ο γιος μου κι η κόρη μου. Θα με παίρναν στο ψιλό. Θα ’πεφτε πολλή καρπαζιά. Πολύ γέλιο. Βλέπω τη χλεύη τους τη βαθιά. Τα γέλια της κόρης μου με τις φίλες της. Τα χάχανα του γιού μου...

Απλά πράματα...

Απλά πράματα...

Τι παίζει;

Με κοίταζε κάμποση ώρα έτσι και δεν μιλούσε. Τι παίζει ρε, του λέω. Δεν είπε τίποτα. Με κοίταξε ακόμη μια στιγμή, κι ύστερα γύρισε, κοίταξε αλλού κι έφυγε.

Τοίχος

Τοίχος. Wall. Стена.

Ο Εσπερινός της Αγάπης

Νέστωρ Ταίηλορ Ο Εσπερι νός της  A γ άπης Τρία υμνητικά χορικά τού I.S. Bach Σε έμμετρη απόδοση στα ελληνικά Das walt’ Gott Vater und Gott Sohn (Πρωίας φως ουράνιον) O Mensch, bewein’ dein Sünde groß (Ημών το άχθος λύτρωσον) Dir, dir Jehova, will ich singen (Υμνούμεν Σου την χάριν) «Η αναγνώριση της ανθρώπινης αρετής στην υψηλότερή της έκφανση, η γνώση του δρόμου που οδηγεί σε αυτήν, η ευλαβική προσήλωση στην απόδοση της ουσίας, όπου επειδή ακριβώς είναι τόσο τέλεια διατυπωμένη, αυτοκρύπτεται, τούτη η γνώση, είναι η πολυτιμότερη κληρονομιά που ο Bach μας χάρισε μέσα από την μουσική του». Paul Hindemith 1952:42 Εισαγωγικό σημείωμα: Παναγιώτης Αντ. Ανδριόπουλος Μουσικό σημείωμα: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος Επίμετρο για την ιστορία του κοράλ: Nέστωρ Tαίηλορ Στοιχειοθεσία, σελιδοποίηση, καλλιτεχνική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Παπαλέξης

Συνομιλία

Και τι να κάνω τώρα εγώ; Να σας ξανατηλεφωνήσω; Μα, μόλις τηλεφωνηθήκαμε. Τα ’παμε. Όλα καλά. Και τι καιρό κάνει εκεί; Συννεφιά; Αμάν! Μήπως κρυώνετε; Ζεστά να είστε. Θα πάτε καμιά βόλτα; Να προσέχετε. Να ντυθείτε. Καλά να περάσετε. Ας κλείσουμε τώρα. Ναι, ας κλείσουμε. Και ήδη μιλούσαμε ώρα πριν από αυτό. Επί παντός. Μέχρι να καταλήξουμε στις ευχές, χιλιόχρονη, μέχρι εκείνη την ώρα όλα τα πάντα είχαμε αναλύσει. Τα κοινωνιολογικά φαινόμενα, τη μοίρα του ανθρώπου, τα γλωσσολογικά ζητήματα, την καταγωγή των θρησκειών, τις σταθερές της αρχαιολογίας – και τι δεν είπαμε. Και μήπως είναι η πρώτη φορά που τα λέμε; Όχι. Ξέρετε και ξέρω. Στην πραγματικότητα για μας μιλάμε, έτσι δεν είναι; Το ’χουν πει και οι συγγραφείς. Ερωτήσεις κάνουμε. Ο ένας στον άλλον. Σαν τις γάτες που κοιτάζονται επισταμένως. Να βεβαιωθούμε. Μπορούμε να είμαστε ασφαλείς; Θες να γίνουμε φίλοι; Θα μ’ αγαπάς; Για πάντα; Αυτό ρωτάμε. Δια της εξετάσεως θεμάτων μεθοδολογίας της ιστορίας της τέχνης; Ναι. Προβληματιζόμενοι πά...

Τι τα θες...

Τι τα θες, τι τα γυρεύεις...

Γλύφοι

Άλλα αλλιώς ζωγράφιζα Κι αλλιώς τα κοίταζες εσύ

Σήμερον

Γενικό Επιτελείο Στρατού, 6 Απριλίου 1941. Νο 162: Από της 5:15 ώρας τής σήμερον ο εν Βουλγαρία Γερμανικός στρατός προσέβαλε απροκλήτως ημέτερα στρατεύματα Ελληνο-Βουλγαρικής μεθορίου. Αι δυνάμεις μας αμύνονται του πατρίου εδάφους. Νο 163: [...] Καθ’ όλην την ημέραν [...] αι δυνάμεις μας [...] διεξήγαγον σκληρότατον αγώνα [...]. Δέκα εχθρικά άρματα κατεστράφησαν υπό του πυροβολικού μας και [...] πέντε έως εξ εχθρικά αεροπλάνα κατερρίφθησαν υπό της αεροπορίας μας και των αντιαεροπορικών μας πολυβόλων. Συνελάβομεν αιχμαλώτους. [...] Τελικώς ο εχθρός σημειώσας πρόδόν τινα συνεκρατήθη εφ’ όλου του ενδιαφέροντος μετώπου.

Άστρα Ζένεκα

Ρώτησε κάποιος, εγώ θα πάω να κάνω το εμβόλιο της Άστρα Ζένεκα και μήπως έχει να σχολιάσει κανείς, είναι καλό, δεν είναι, να το κάνω, να μην το κάνω... Λοιπόν: Κι εγώ Άστρα Ζένεκα έκανα, παιδιά. Αφού πρώτα με τρελάναν στα μηνύματα. Μεθαύριο εμβολιάζεστε, αύριο εμβολιάζεστε, σήμερα εμβολιάζεστε, σε λίγο εμβολιάζεστε! Καλά ρε παιδιά. Πώς να το πάρω τώρα εγώ αυτό; Για κόβιντ εμβολιάζομαι, όχι για ένταμ! Πάω λοιπόν, μπαίνω στο δωμάτιο που γινόταν ο εμβολιασμός κι ήταν ένα κοριτσάκι με μπλούζα λευκή και μας εμβολίαζε, εσύ το ’χεις κάνει το εμβόλιο; τη ρωτώ ακαταμάχητα. Βεβαίως κύριε, υγειονομικός είμαι, μου έκοψε τον βήχα χαμογελαστή. Καλά, σκέφτηκα, μη στενοχωριέμαι, αυτή έτσι κι αλλιώς πολύ μικρή μου πέφτει, στον ενικό ρωτάω, πληθυντικό απαντάει, τι να την κάνω. Ας το ξεχάσουμε. Έρχεται μια μεγαλύτερη, κι αυτή με μπλούζα λευκή, και μου λέει να κάτσω έξω λέει να περιμένω. Αυτή είναι πιο στα κυβικά μου, αποφασίζω. Τι να περιμένω καλέ, μην πάθω τίποτα; μην ανησυχείς, δεν παθαίνω εγώ, της λέω...

Ο κόσμος κι εμείς

– Ο κόσμος δεν αντέχει άλλο... Έτσι έλεγε προχθές ένας νεαρός στην τηλεόραση. Στις ειδήσεις. Του παίρναν συνέντευξη. Εικοσικάτι, εικοσιπολλά, εκεί μέσα ο συνεντευξιαζόμενος. Γυαλάκια. Καλή κι ευγενική φάτσα. Τον είχαν πετύχει στον δρόμο. Έτσι. Τυχαίως. Ανωνύμως. Πώς τα βλέπετε τα πράματα; – Ο κόσμος δεν αντέχει άλλο. Τώρα από πού να το πιάσουμε; Πάμε από την έκφραση την ίδια: ο κόσμος δεν αντέχει άλλο. Μάλιστα. Και πώς και δε λέμε, εγώ δεν αντέχω άλλο; Δε μπορώ! Συγχωρέστε με – δεν έχω άλλη υπομονή! Πώς και δε μιλάμε σε πρώτο ενικό; Και πώς το εννοούμε το δεν πάει άλλο; Σωματικώς; Ψυχικώς; Και τα δύο; Και η εκτίμησή μας περί των ορίων αντοχής του κόσμου όλου, από πού πηγάζει; Πώς ο εκάστοτε ομιλών αντιλαμβάνεται πού είναι αυτά τα όρια όλων και γιατί πιστεύουμε ότι αυτά έχουν εξαντληθεί; Αλλά πάμε στο κυρίως πιάτο: σε ποιον απευθυνόμαστε βρε; Τι πάει να πει ο κόσμος δεν αντέχει άλλο; Σε ποιον τα λέμε αυτά; Στον δάσκαλο και στον αστυνόμο; Στους ανώτερους αξιωματικούς; Δηλαδή ό,τι τραβάμε...

Εγώ στον στρατό

Εγώ στον στρατό. Έφεδρος ανθυπολοχαγός.

Τα σχοινιά

Σήμερα κοπήκαν τα σκοινιά. Τι να ’κανες; Πώς να τα κρατούσες; Μ’ ευγένεια; Με καλόλογα; Μη βλέποντας; Αυτά τα πράματα δεν έχουν πολιτισμό. Τα σχοινιά, άμα είναι να κοπούν, πάει, κόβονται. Δεν ήθελες. Θε μου πόσο δεν ήθελες. Βλέπεις, η ψυχή αρνείται. Δεν έχει μυαλό. Καταλαβαίνει άλλ’ αντ’ άλλων. Ό,τι να ’ναι. Περιμένεις να ξεμυτίσει από την άκρη του δρόμου ο άλλος. Να γράψει. Τώρα δα να τηλεφωνήσει. Ν’ αφήσει μήνυμα. Και δε σκέφτεται η ψυχή: αφού λαχταράς τώρα να τηλεφωνήσει και τώρα να φανεί από τη γωνιά του δρόμου, κι αφού τόσο πολύ το θέλεις, τι περιμένεις και δεν τηλεφωνείς εσύ; Γιατί δε στέλνεις εσύ ένα μήνυμα, κάτι – εδώ είμαι, θα ’θελα – θα ’θελες; Γιατί δε θέλεις. Αλλιώς θα το ’κανες.  Τότε γιατί να πονάς που δεν έρχεται εκείνος; Γιατί να θες εκείνος να ζητήσει; Γιατί αυτός να κινηθεί; Γιατί, αφού εκείνος δε θα κινηθεί, είναι ασφαλές να το θέλεις. Δε θα κινηθεί και θα ’ναι πικρός ο πόνος σου. Θα είσαι έρημος. Τραυματισμένος που εκείνος δεν. Αλλά καλύτερα απ’ το να ήσουν εσύ ...