Πω πω! Χούντα μού θυμίζει. Έτσι είπε τις προάλλες σιτεμένη φίλη επαναστατικού υποστρώματος, αντικυβερνητικής γενικώς αντιλήψεως, ότι της θυμίζει χούντα να ρίχνουν ροπαλιές οι μπάτσοι.
Αχ, βρε Λένη μου. Αχ, κορίτσι μου. Εμείς και τα ασπαίροντα γηρατειά του μυαλού μας. Έπεσε μια ροπαλιά, ή και δύο και περισσότερες, κι εμάς χούντα μας θύμισε. Και βγήκαμε με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σα σημαία, σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράμα που μας έχει απομείνει: τα που θυμάμαι χαίρουμαι.
Τι μας θύμισε χούντα βρε Λένη μου; Οι ροπαλιές; Ότι δηλαδή οι ροπαλιές είναι χαρακτηριστικό της χούντας; Όχι, καλή μου. Δεν είναι. Οι ροπαλιές είναι χαρακτηριστικό της αστυνομίας. Παίρνεις κάτι παλικάρια ως εκεί πάνω, ντουλάπες τρίφυλλες, και τους πληρώνεις, —τρεις κι εξήντα, μεταξύ μας— να ασκούν βία. Δηλαδή αν κάποιος ανώτερός τους τούς διατάξει, αυτοί συντεταγμένα πλακώνουν όποιον τους πουν να τον πλακώσουν, και τον μπουζουριάζουν. Αστυνομία. ΜΑΤ. Όπως θέλεις πες το. Αλλά δεν είναι χούντα.
Χούντα είναι ποιος τις δίνει αυτές τις διαταγές και γιατί, κοπέλα μου. Δεν την πιάνεις τη διαφορά; Χούντα είναι junta. Ομάδα. Φίλοι. Μια παρέα που έγραψε στ’ αρχίδια της το σύστημα ολόκληρο και κατέλυσε το πολίτευμα. Είναι όχι η ροπαλιά, αλλά για ποιον λόγο πέφτει η ροπαλιά. Δεν είναι άλλος ο μπάτσος της χούντας από τον μπάτσο της δημοκρατίας. Τα ίδια άτομα είναι. Έχουν όμως άλλου τύπου διαταγές, Λενάκι μου. Οι μπάτσοι της χούντας δέρνουν γιατί δεν είσαι φίλος μ’ αυτούς που τους διατάζουν να δείρουν. Δέρνουν γιατί είσαι αντιφρονών. Γιατί ο γείτονας κατήγγειλε ότι ακούς Θεοδωράκη στο γραμμόφωνο. Γιατί το παιδί σου διαβάζει ανατρεπτικά έντυπα. Αυτό είναι χούντα, Λενάκι μου.
Και δεν τελειώνει με μια ροπαλιά, άντε και μια σύλληψη στην πλατεία και άντε συστάσεις, και άντε σπίτι σου, και να πλακώνουν τα κανάλια και τα Λενάκια και να λένε μαλακίες και πώς νιώσατε όταν σας συνέλαβαν. Όχι. Χούντα είναι μπουζούριασμα στα μουγκά. Δι’ υπόθεσίν σας. Έτσι. Θα σου πούμε εμείς για ποιο λόγο είσαι φυλακή. Και θα σου το πούμε όταν και αν αδειάσουμε. Και στο μεταξύ θα περνάει και το παλικάρι να σε τσακίζει στις ροπαλιές, έτσι για μπρέκφαστ. Και το ρόπαλο που σου ’σπασε τα δόντια θα στο χώσει εκεί που ξέρεις όλη νύχτα ώστε το πρωί να έχεις κατανοήσει πλήρως ποιος είναι το αφεντικό και να έχει καταλαγιάσει η αυθάδειά σου. Δικηγόρο; Τι δικηγόρο και βάσει ποιου νόμου; Συνοπτικές διαδικασίες. Ιδιώνυμο. Το λέει και το κατηγορητήριο: αντιστάθηκες κατά την προσαγωγή σου και προκάλεσες σοβαρές σωματικές βλάβες στο όργανον. Ορίστε. Το λέει, δεν το λέει; Ξεκινάμε με φυλάκιση, Λενάκι μου. Και δημοσιογράφοι; Θα τα μάθουν όταν βγεις. Αν βγεις. Λενάκι μου.
Κι όλ’ αυτά γιατί έτσι το καθόρισε η παρέα που κάνει το σωστό. Η παρέα που έχει κάτι στον νου της που δεν έχουμε οι υπόλοιποι. Που ξέρουν εκείνοι καλύτερα από μας. Η παρέα που θα μας σώσει από τον κατήφορο στον οποίο κατρακυλάμε. Συνοπτικά. Χωρίς νόμους. Χωρίς διαδικασίες. Ξέρουν αυτοί. Μόνοι τους ξέρουν, μόνοι τους πήραν τη δύναμη να τα κάνουν, και μόνοι τους τα κάνουν. Και το πράμα είναι επείγον. Για καλό μας.
Χούντα Λενάκι μου δεν είναι οι ροπαλιές. Είναι από ποιον πέφτουν οι ροπαλιές και με τι σκεπτικό.
Έλα, αγάπη μου. Πάμε να φύγουμε. Έλα να πάρουμε τη γηραλέα επανάστασή μας ν’ αδειάσουμε τη γωνιά στη χώρα να δει θεού πρόσωπο. Έλα σε παρακαλώ. Δε μας χρειάζονται. Ας πάρουμε το φάντασμα να χαθούμε. Χούντα, λέει. Χούντα να σε πει το πρώτο σου παιδί, επαναστατημένη γριά. Που μου θυμήθηκες σ’ αυτήν την ηλικία, τώρα που είναι απολύτως ασφαλές, που μου θυμήθηκες τις χούντες. Που όταν είχαμε χούντα χουντένια, λουφάζαμε. Τον θυμάσαι τον τρόμο, μωρή; Τον θυμάσαι τον πανικό; Θυμάσαι που δε μας έπαιρνε; Που κάναμε τουμπεκί; Τώρα που μας παίρνει, θυμηθήκαμε να ουρλιάζουμε χούντα. Σε δρόμους και σε πλατείες. Με τις γεροντικές μας τρίχες και την άνοια και το σταυρουδάκι του ήλιου.
Άει μωρή παλιόγρια πάμε σπίτι, μη διασπείρουμε νοσήματα και δεν έχουνε πώς να μας μαζέψουνε μετά. Άιντε χριστιανή μου. Δε μας παίρνει. Χάλια τα κάνουμε. Δε γυρίζει η νιότη με την αντίσταση, όλο και πιο γέροι δείχνουμε, δεν το βλέπεις; Όλο και πιο ραμολιά. Και πιο γελοίοι.
Ποτέ δεν ήταν πιο γριά η πουτάνα η επανάσταση. Ποτέ.
Υπέροχα συνταιριαζεις την αλήθεια με το γέλιο και την πίκρα!
ΑπάντησηΔιαγραφή