– Γιατί δεν έγραψες πώς με λένε;
Τον κοίταξα πάλι κάπως. Η σύνδεσή του με εκφάνσεις τής πραγματικότητας έχει αρχίσει να με κάνει να αισθάνομαι αβέβαιος.
– Γιατί δε θεώρησα ότι ενδιέφερε κάποιον στο φέισμπουκ, ήταν το ειλικρινέστερο που σκέφθηκα να απαντήσω.
– Τα ονόματα πάντα ενδιαφέρουν, σχολίασε. Ποτέ δεν ξέρεις ποιον.
Γύρισα στις δουλειές μου, ελαφρά εκνευρισμένος.
– Τα ονόματα είναι οι χειρολαβές για να πιάνουμε τους άλλους, είπε.
Όταν, μετά από αρκετή ώρα, γύρισα να τον κοιτάξω αποφασισμένος για όλα, είχε γυρίσει από την άλλη και κοιμόταν. Είναι και μικρός. Αποκοιμιέται με τη μία.
Θανασάκης λέγεται.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου