Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Γλυκύ μου Έαρ

Άν έχεις πίστη διάβαινε.

Δε θα υπάρξει τίποτε να σε σταματήσει. Αν έχεις πίστη θα μπορέσεις να υπερβείς εαυτόν. Αυτός θα ήταν το μόνο ανίκητο εμπόδιο – μόνο εσύ θα μπορούσες να εμποδίσεις εσένα.

Αν έχεις πίστη. Δηλαδή, αν είσαι μέρος μιας πίστης. Αν κάτι συμμερίζεσαι. Αν κοινωνείς. Και με κοινή γιορτή. Μια φορά τον χρόνο, ας πούμε, στις τόσες του μηνός τάδε, γίνεται το τάδε πράμα. Ευκολομνημόνευτο. Τι γίνεται ακριβώς κάθε τότε; Τίποτε. Τι να γίνεται μια φορά τον χρόνο στις τόσες του μηνός τάδε; Αέρας κοπανιστός. Πρόκειται για συντονιστικό μύθευμα. Συντελείται πουθενά. Εντός μόνο.

Αλλά πιστεύουν οι πιστοί και εορτάζουν. Δεν αφήνονται στην αμφιβολία. Η αμφιβολία είναι ρωγμή. Το αμάρτημα που λέγαν οι παλιοί. Η ατέλεια. Η κερκόπορτα. Από κει που θα εισέλθει η διαβολή. Κι από εντός, να σε θέσει απέναντι στον κόσμο.

Ενώ η πίστη στεγανοποιεί. Ασφαλίζει απέναντι στο σφάλμα. Επουλώνει τη ρωγμή. Εξομαλύνει τη συμμετοχή στο όλον. Και εξ αυτής τη λύτρωση, αν λύτρωση είναι και να γνωρίσεις ποιο μέρος του όντος είσαι.

Είναι μια επιλογή η πίστη. Μια άσκηση. Βέβαια, ποιος πιστεύει στ’ αλήθεια; Είναι τρελό. Τι να πιστέψεις; Ιστορίες με βοσκούς και με κρασιά; Ποιος πιστεύει. Η απλή καρδία πιστεύει. Ενώ στην ευφυΐα προσιδιάζει η πολλαπλότητα. Και η αμφιβολία. Έτσι πάει. Χαζός είσαι να πιστέψεις; Αδύνατον. Μακάρι, αλλά δε μπορείς.

Εκτός αν ευφυΐα είναι να μπορείς. Παρ’ όλ’ αυτά. Εις πείσμα. Μήπως απλή καρδία είναι η μονή σκέψη. Και μήπως ευφυΐα ο συντονισμός μ’ αυτήν και η παραίτηση από την οχλοβοή εντός. Ποιος ξέρει.

Αν έχεις πίστη, διάβαινε.

Γλυκύ μου Έαρ.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...