Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο κόσμος κι εμείς

– Ο κόσμος δεν αντέχει άλλο...

Έτσι έλεγε προχθές ένας νεαρός στην τηλεόραση. Στις ειδήσεις. Του παίρναν συνέντευξη. Εικοσικάτι, εικοσιπολλά, εκεί μέσα ο συνεντευξιαζόμενος. Γυαλάκια. Καλή κι ευγενική φάτσα. Τον είχαν πετύχει στον δρόμο. Έτσι. Τυχαίως. Ανωνύμως. Πώς τα βλέπετε τα πράματα;

– Ο κόσμος δεν αντέχει άλλο.

Τώρα από πού να το πιάσουμε; Πάμε από την έκφραση την ίδια: ο κόσμος δεν αντέχει άλλο. Μάλιστα. Και πώς και δε λέμε, εγώ δεν αντέχω άλλο; Δε μπορώ! Συγχωρέστε με – δεν έχω άλλη υπομονή! Πώς και δε μιλάμε σε πρώτο ενικό; Και πώς το εννοούμε το δεν πάει άλλο; Σωματικώς; Ψυχικώς; Και τα δύο; Και η εκτίμησή μας περί των ορίων αντοχής του κόσμου όλου, από πού πηγάζει; Πώς ο εκάστοτε ομιλών αντιλαμβάνεται πού είναι αυτά τα όρια όλων και γιατί πιστεύουμε ότι αυτά έχουν εξαντληθεί;

Αλλά πάμε στο κυρίως πιάτο: σε ποιον απευθυνόμαστε βρε; Τι πάει να πει ο κόσμος δεν αντέχει άλλο; Σε ποιον τα λέμε αυτά; Στον δάσκαλο και στον αστυνόμο; Στους ανώτερους αξιωματικούς; Δηλαδή ό,τι τραβάμε, το τραβάμε γιατί είναι κακός ο μπαμπάς που δε μας παίρνει μια Πόρσε. Κι ο λιμενάρχης που έβγαλε απαγορευτικό. Κακιά η καθηγήτρια που μας σήκωσε στο μάθημα, και κακός ο λοχαγός που μας έβαλε σκοπιά.

Γιατί ρε γαμώτο δεν πάμε σπίτια μας – τα πράγματα είναι πράγματι ζόρικα – τι καθόμαστε μπροστά στα ματσούκια που μας χώνει στα μούτρα ο κάθε δημοσιογράφος και απαντάμε παπαριές; Θέμα βεβαίως και υπάρχει. Κι επειδή δεν είμαστε οι τύποι που τα λύνουν αυτά τα θέματα, είτε γιατί δεν έχουμε τις γνώσεις, είτε γιατί δεν έχουμε το τσαγανό, είτε και τα δύο, γι’ αυτό το έχουμε εκχωρήσει σε άλλους, σωστά; Να τους ελέγξουμε αυτούς τους άλλους; Φυσικά! Να ’χουμε τον νου μας; Αλίμονο! Έχουμε μηχανισμούς γι’ αυτή τη δουλειά. Αλλά τι σκατά καθόμαστε και κοιτάμε το ματς και πετάμε πετρούλες – εγώ νομίζω έτσι κι ο κόσμος δεν αντέχει άλλο!

Δεν είμαστε θεατές σ’ αυτό το ματς, βρε. Στον χλοοτάπητα βρισκόμαστε και τη μπάλα εμείς την έχουμε. Και θα παίξουμε θέλουμε δε θέλουμε. Και ή θα κερδίσουμε ή θα χάσουμε. Θέλουμε δε θέλουμε. Ή διαλέγουμε πώς καλύτερα να συντονιστούμε με την ομάδα και πώς καλύτερα θα βοηθήσουμε, ή φοράμε τα πάμπερς μας και την πιπίλα μας κι αρχίζουμε το κλάμα. Δεν αντέχει άλλο ο κόσμος, κάντε κάτι! Ποιος βρε να κάνει κάτι; Σε ποιους απευθυνόμαστε; Και να κάνει τι, βρε;

Μας έχω έκπληξη μεγάλη και δύσκολη μάγκες: κανείς δεν είναι ο υπεύθυνος. Ο κόσμος είναι χάος. Μακάρι κάποιος να τα κανόνιζε – τραπεζίτες, εβραίοι, μασόνοι, τριανταδύο τζι. Θα πηγαίναμε με το μέρος τους και θα ’μασταν κερδισμένοι. Αμ δε! Ο κόσμος είναι το απόλυτο χάος. Κόλαση. Κανείς δεν τον κυβερνά. Πηγαίνει κατά πού τον πηγαίνουμε όλοι μαζί, ισχυροί, ανίσχυροι, διοικούντες και διοικούμενοι, περιλαμβανομένων ημών που έχουμε επιλέξει να εκφέρουμε γνώμες στα φουμπού και στα ματσούκια των τηλεοράσεων.

Ο κόσμος είναι χάος. Κι ας μην πάρουμε στα σοβαρά κάτι επιτήδειους που ποντάρουν ότι είμαστε ψωνάρες και έχουμε αποψάρες και μας υπόσχονται φροντίδα και καλυτέρευση και εκδημοκρατισμό. Και στοργή και προδέρμ. Κι ότι αυτοί θα τα σκίσουν τα παλιόχαρτα τις απαγορεύσεις κι ο κόσμος θα είναι καλύτερος. Μη. Παρακαλώ. Η ιστορία είναι γεμάτη αγγέλους εξαγγέλους. Που έχουν γλώσσα μόνο για να γλείφουν. Είναι κι αυτοί μέρος του χάους. Και είναι ληγμένοι. Πιο μπανάλ πεθαίνεις. Μην πάμε τώρα να ξανανακαλύψουμε τον τροχό. Το ’χουμε δει το έργο.

Ας βοηθήσουμε όπως καταλαβαίνουμε. Αλλά ας το βουλώσουμε. Πώς μιλάμε στον άντρα μας και στη γυναίκα μας, ναι, να το κοιτάξουμε. Αυτό το χρειάζεται ο κόσμος. Τις δηλώσεις και τις διαδηλώσεις μας, όχι. Μπορεί και χωρίς αυτές.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.