Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Црвена Звезда

Δεν έπρεπε. Έπρεπε να προσέξουν. Αυτό το τρία μηδέν είναι αφύσικο. Δε γίνεται στο βελιγράδι να κερδάς τέσσερα ένα και στην αθήνα να χάνεις τρία μηδέν.

Είναι τρομερό. Τ’ απάνω κάτω. Και τώρα τι θα γίνει; Τι θα τους κάνει το καθεστώς τους ποδοσφαιριστές; Ο τζάιτς φταίει που δεν έπαιξε. Γιατί σ’ αυτές τις χώρες στο παραπέτασμα, το καθεστώς είναι φοβερό. Σε τρώει το σκοτάδι. Βασανιστήρια. Αν πέσεις σε δυσμένεια. Αν πέσεις σε δυσμένεια, χάθηκες. Δεν πας το βράδυ σπίτι. Κι απομένουν να σε περιμένουν τα παιδιά σου. Ένα μαύρο αυτοκίνητο έρχεται κάτω από το σπίτι σου και σε παίρνει κι εξαφανίζεσαι, μετά κανείς δε μπορεί να σε βοηθήσει, ακόμη και μπαμπάς να είσαι.

Τώρα θα τους ανακρίνουν. Τον μίλιανιτς. Γιατί και πώς έγινε ό,τι έγινε; Πώς φάγατε το πρώτο γκολ; Και πώς φάγατε το δεύτερο; Και καλά, αφού φάγατε και το πρώτο, και το δεύτερο, μετά δεν προσέχατε μη φάτε και τρίτο; Δε μπορούσατε να αντιμετωπίσετε το κρέας τον αντωνιάδη; Για πες μας ντουίκοβιτς. Και με τερματοφύλακα τον βλάκα τον κωνσταντίνου, χωρίς να παίζει ο οικονομόπουλος, και δε μπορέσατε να το βάλετε, ένα γκολ;

Είναι τρομερό το καθεστώς στη γιουγκοσλαυία. Το λέει στον «ιστό της αράχνης». Το λέει η εκπομπή. Αλίμονό σου. Κι έχει πάντα χειμώνα. Είναι βορράς. Χιόνια και ανέμοι και κακό. Κάνει πάντα κρύο και πώς πονάει άμα σου σπάνε το χέρι κι έχει και κρύο, πονάει αφόρητα.

Είναι σκοτεινά σαν το πράσινο κάλυμα του ντιβανιού της γιαγιάς που είναι πράσινο σκούρο και καμιά φορά το στρώνουμε στο τραπέζι αντί για τραπεζομάντηλο – δεν τρώμε μ’ αυτό στρωμένο, αλλά παίζουμε μονόπολη με τον αδελφό μου.

Σκοτεινό μέρος και τώρα θα τους έχουν στα υπόγεια και θα τους ρωτούν πώς τα φάγαν τρία γκολ και δεν προσέξαν. Τώρα η ζωή τους θα γίνει μαύρη γιατί θα πέσουν σε δυσμένεια.

Αν βάλεις το δισκάκι, το μον σινεμά του ανταμό, αν το βάλεις στο πικάπ, υπάρχει ένα κόλπο: δεν βάζεις μπρος το πικάπ να γυρίζει από μόνο του, κρατάς το τρίγωνο μαύρο αστεράκι στο κέντρο στο δισκάκι, το κρατάς με το δάχτυλό σου, ακουμπάς προσεκτικά τον βραχίονα του πικάπ με τη βελόνα του στο τέλος του τραγουδιού, και με το δάχτυλό σου περιστρέφεις το δισκάκι αντίστροφα. Ανάποδα.

Πρέπει να πετύχεις τη σωστή ταχύτητα. Σαρανταπέντε στροφές, αλλά αντίστροφες. Όχι πολύ γρήγορα, να μη γίνει η φωνή σαν χατζιαβάτης, ούτε πολύ αργά, μη γίνει σαν χοντρός που πάει να τον πάρει ο ύπνος, αν πετύχεις τη σωστή ταχύτητα, ακούς γιουγκοσλαύικα. Έτσι είναι η γλώσσα εκεί. Καθόλου δεν καταλαβαίνεις, είναι στριφνά και δε βγάζουν νόημα, όλο σύμφωνα, κι αρχίζουν με μεγάλα φωνήεντα κι ύστερα ανάσες που κόβονται στη μέση, σα λυγμοί, το τραγούδι είναι θρήνος

Άμενις νόμέρεφτ νέιβζ. Έτσι είναι αυτή η γλώσσα, αυτός τώρα είναι ο ύμνος του ερυθρού αστέρα, τσρβενα σβέζντα, το λέει και η λέξη, έτσι είναι τα γιουγκοσλαύικα, καμιά φορά στο αυτοκίνητο τις νύχτες ψάχνει ο μπαμπάς να βρει σταθμό κι ακούμε κάτι μακρινούς σταθμούς από το παραπέτασμα που μιλούν τέτοιες γλώσσσες που δε μοιάζουν με τίποτα και παίζουν ακορντεόν, μακρινά, πάρα πολύ γρήγορα κι είναι όλο παράσιτα

Και όλες αυτές οι χαρές και τα πανηγύρια γύρω μου – ανησυχώ για τους γιουγκοσλαύους ακόμα πιο πολύ, δε φθάνει που χάσανε, τώρα με τις χαρές και τα πανηγύρια επιβαρύνεται η θέση τους, καλά λύπηση δεν έχουμε καθόλου; Εντάξει κερδίσαμε αλλά λίγη ησυχία να κάνουμε...

Τώρα θα τους έχουνε συλλάβει και τα πράγματα θα είναι τόσο άσχημα, το λέει και το δισκάκι που παίζει γιουγκοσλαύικα, ατέλειωτα, ξανά και ξανά, το δωμάτιο είναι σκοτεινό, ούτε το φως δεν τολμώ ν’ ανάψω – τι μπορεί να πάθουν τώρα που χάσανε με τρία μηδέν, τόσο μεγάλη η χαρά που κερδίσαμε και τόσο μεγάλη η λύπη τι θα συμβεί τώρα στους παίχτες, στον ατσίμοβιτς - δεν έπρεπε

Άμενις νόμέρεφτ νέιβζ. Έεεε. Εμέτεζ.


------------------------------------

28 Απριλίου 1971. Πριν πενήντα χρόνια. Παναθηναϊκός - Ερυθρός Αστέρας Βελιγραδίου 3-0. Νίκη και πρόκριση.



Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.