– Πόσα λάικ πήρα;
– Πολλά.
– Τι πολλά;
Άρχισα να εκνευρίζομαι. Το κατάλαβε και το βούλωσε. Μετά από λίγη ώρα το επανέφερε το θέμα.
– Μήπως ν’ ανέβαζες κι εκείνη τη φωτογραφία που είμαι στο μπαούλο, γι’ αυτό.
Τον στραβοκοίταξα. Με κοίταξε κι εκείνος. Ήρεμα. Ύστερα κοίταξε μπροστά του. Σαν αφηρημένος.
– Αυτός δεν είναι ο σκοπός; είπε μετά από λίγο.
– Ποιος σκοπός, ρώτησα.
– Τα λάικ. Να μας βάζουν λάικ.
Δε μίλησα. Πρόσεξα τη χρήση του πρώτου πληθυντικού. Να «μας» βάζουν λάικ. Εκείνου κι εμένα, δηλαδή. Ότι είμαστε τακίμια τώρα. Δεν είμαι σίγουρος αν χάρηκα ή ενοχλήθηκα.
Αυτήν τη φωτογραφία εννοεί. Πριν χωθεί στο κομπιούτερ είχε μπει στο μπαούλο. Και προσπαθούσε να βγει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου