Ένας στους 100.000. Κι αν είμαι εγώ αυτός ο ένας;
Αν δηλαδή το σύμπαν αγνοήσει 99.999 συνανθρώπους μου και ασχοληθεί μαζί μου; Τι γίνεται τότε; Αν προσπεράσει δύο ολυμπιακά στάδια γεμάτα κόσμο, για να συνομιλήσει ειδικά με μένα; Αν αδιαφορήσει για χίλια πεντακόσια λεωφορεία πήχτρα, άντρες γυναίκες – πιο νέους από μένα, πιο γέρους, όμορφους, όμορφες, κακοσουλουπωμένες, χοντρούς, φτωχούς, πλούσιες! Αν δεν κοιτάξει κανέναν τους —εκατό μετρό γεμάτα ορθίους να μην πέφτει καρφίτσα— να τους γράψει όλους και να γυρίσει να καρφώσει τα μάτια του πάνω μου. Τι γίνεται τότε;
Αμάν! Θα έχω γίνει το κέντρο του κόσμου! Το ον το μοναδικό που τόσο καλά ξέρω. Αλλά που μόνο εγώ το ξέρω. Κανείς άλλος. Ούτε οι φίλοι μου, ούτε οι εχθροί μου. Ούτε ο άντρας μου, ούτε η γυναίκα μου. Θα γελούσαν αν τους το έλεγα. Ούτε ο γιος μου κι η κόρη μου. Θα με παίρναν στο ψιλό. Θα ’πεφτε πολλή καρπαζιά. Πολύ γέλιο.
Βλέπω τη χλεύη τους τη βαθιά. Τα γέλια της κόρης μου με τις φίλες της. Τα χάχανα του γιού μου και της παρέας του. Και γιατί ν’ ασχοληθεί το σύμπαν μαζί σου; Πώς φαντάστηκες ότι θα διαλέξει εσένα για ν’ ασχοληθεί; Έχεις κανένα παράδειγμα από το παρελθόν; Κάποιο προηγούμενο; Έχει ξανασχοληθεί ποτέ τίποτε μαζί σου; Έτσι θα μου λέγαν. Και δως του χάχανα.
Αλήθεια, έχει; Τι ασχολήθηκε ποτέ μαζί μου με τόσο ενδιαφέρον που θα παραμελούσε είκοσι Ηρώδεια γεμάτα πέντε χιλιάδες ανθρώπους το καθένα; Πότε είχα ανάλογα δείγματα από τη μοίρα κι από τους θεούς; Πότε στο παρελθόν επελέγην, μεταξύ εκατό ή πενήντα ή μόλις δέκα ανθρώπων! Πότε; Εμένα μόνο οι γονείς μου μού λέγαν τι μοναδικό παιδί που είμαι, γιατί δε θέλαν να μου πουν ότι αγαπούσαν και τον αδελφό μου. Με εξαίρεση εκείνη την ωραία περίοδο της ζωής μου, δεν είχα έκτοτε τίποτε σημάδια, κάποιος να με ξεχωρίζει. Πώς τώρα η μοίρα θα με διαλέξει μεταξύ 100.000 συνανθρώπων μου για να πάθω το τραγικό αυτό μεγαλείο, να είμαι το θύμα των παρενεργειών του εμβολιασμού;
Η μοίρα; Η τύχη; Πότε με διάλεξε η τύχη; Πέντε άτομα παίζουμε πόκα, όλοι από κάτι κρατούν, τα λιμά στα δικά μου τα χέρια βρίσκονται. Δύο είμαστε στο τάβλι, τα ασόδυα εγώ τα φέρνω, όχι ο άλλος. Λαχείο; Προπό; Σοβαρά ρε; Ένας στους δύο κερδάνε, εγώ είμαι πάντα ο δύο. Αυτός που δεν. Τι λέμε τώρα.
Είπα οι γονείς μου και θυμήθηκα στην τηλεόραση, πρωί μεσημέρι βράδυ για τους κινδύνους, και μη μου τύχει λέει, και να με φροντίσουν μην πάθω – τι να φροντίσεις ρε παλιόπαιδο; Α, ρε γαμώ το. Σύννεφο το δούλεμα. Ο κόσμος μας εσύ. Τι να πάθω μωρέ; Εμένα από τους 100.000; Ότι σε μένα θα μου τύχει κι εσύ το φροντίζεις; Γιατί ρε απατεώνα; Και τίποτα δεν είμαι και θες και να με τρελάνεις από πάνω, να με ψήσεις ότι όχι, είμαι κάτι; Γιατί ρε;
Κουράστηκα ρε πούστη μου. Κουράστηκα. Καμία ελπίδα. Γαμώ την τύχη μου μέσα, γαμώ. Με δουλέψανε. Έλπισα! Νόμισα ότι επιτέλους τα πράματα ίσως ήταν αλλιώς! Γι’ αυτό φοβόμουν. Επειδή έλπιζα επιτέλους! Να μου τύχει ρε γαμώ το. Να γυρίσει – μια φορά να κάτσει η στραβή, να δω κι εγώ τον κόσμο αλλιώς. Επιτέλους να γυρίσει να με κοιτάξει. Κάποιος. Κάτι. Ν’ ασχοληθεί μαζί μου. Να δω κι εγώ θεού πρόσωπο. Τόσος φόβος πια του θεού το πρόσωπο; Τόσος!
Αλλά τίποτα, ρε πούστη μου. Τίποτα. Ούτε θεός, ούτε φόβος. Τίποτα δεν υπάρχει.
Ούτε ελπίδα. Τίποτα, γαμώ το.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου