Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τα σχοινιά

Σήμερα κοπήκαν τα σκοινιά.

Τι να ’κανες; Πώς να τα κρατούσες; Μ’ ευγένεια; Με καλόλογα; Μη βλέποντας; Αυτά τα πράματα δεν έχουν πολιτισμό. Τα σχοινιά, άμα είναι να κοπούν, πάει, κόβονται.

Δεν ήθελες. Θε μου πόσο δεν ήθελες. Βλέπεις, η ψυχή αρνείται. Δεν έχει μυαλό. Καταλαβαίνει άλλ’ αντ’ άλλων. Ό,τι να ’ναι. Περιμένεις να ξεμυτίσει από την άκρη του δρόμου ο άλλος. Να γράψει. Τώρα δα να τηλεφωνήσει. Ν’ αφήσει μήνυμα.

Και δε σκέφτεται η ψυχή: αφού λαχταράς τώρα να τηλεφωνήσει και τώρα να φανεί από τη γωνιά του δρόμου, κι αφού τόσο πολύ το θέλεις, τι περιμένεις και δεν τηλεφωνείς εσύ; Γιατί δε στέλνεις εσύ ένα μήνυμα, κάτι – εδώ είμαι, θα ’θελα – θα ’θελες;

Γιατί δε θέλεις. Αλλιώς θα το ’κανες. 

Τότε γιατί να πονάς που δεν έρχεται εκείνος; Γιατί να θες εκείνος να ζητήσει; Γιατί αυτός να κινηθεί;

Γιατί, αφού εκείνος δε θα κινηθεί, είναι ασφαλές να το θέλεις. Δε θα κινηθεί και θα ’ναι πικρός ο πόνος σου. Θα είσαι έρημος. Τραυματισμένος που εκείνος δεν. Αλλά καλύτερα απ’ το να ήσουν εσύ που δεν.

Κι εκείνος τα ίδια σκέφτεται, το ξέρεις.

Και καλά κάνετε που δεν κινείστε. Αφού πια δεν έχετε πού να βρεθείτε. Δεν έχετε ούτε δρόμο, ούτε πού να πάτε. Ο τόπος που βρισκόσασταν, πάει, δεν υπάρχει πια.

Γιατί όποιος απ’ τους δύο έρθει τώρα κι εμφανιστεί και ζητήσει, θα ’ναι ψεύτης. Θα ’ναι από συνήθεια. Κι από δειλία. Είπαμε: άντε κι έρχεται. Πού θα πάτε, που δεν έχει πια πού να πάτε; Δε θες απλώς να ’ρθεί. Θες και να ’ναι όπως πρώτα. Αυτό είναι που θες. Να ’ναι όπως πρώτα. Αλλά αυτό δε γίνεται.

Σήμερα κοπήκαν τα σκοινιά. Καλά κάνατε. Τι σε πόνεσε τόσο; Που κοπήκαν; Μα αφού είχαν κοπεί. Καλέ μου.

Τώρα έχει να φροντίσει τον εαυτό του. Κι εσύ τον δικό σου. Το σύμπαν σου άδειο, και το δικό του επίσης. Κι αν διαλέξετε να κρατήσετε στα σύμπαντά σας μια θέση και να βάλετε ο καθένας σας ό,τι νομίζει από τον άλλον, θα συνεχίσετε τους τοκισμούς του έρωτά σας.

Αλλ’ αυτός ήταν το ψέμα που ίσως σας συγκολλούσε. Τώρα γιατί να γίνει το ψέμα που θα σας κάνει τόσο κακό;

Κι εκείνος τα ίδια σκέφτεται.

Καλέ μου.


Σχόλια

  1. !!!!!!!!!! Ψυχή ανοιχτή, μυαλό φωτεινό. Ναι μπορεί να'ναι ποίηση ο πεζός λόγος όταν ο άνθρωπος που πάσχει είναι δημιουργός.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.