Αυτός δεν ήταν μάρτυρας. Ούτε τον πιάσαν, ούτε βασανιστήρια, ούτε τίποτα. Μυαλό, καρδιά και ψυχή ήταν. Τα σκέφθηκε, σκέτα, και τα ’κανε, όλα κανονισμένα. Μετά γνώσεως. Ίδρυε λαύρες.
Λαύρα. Σχετικό με το *λάF(α)ρα και το λᾶας. Από το *leh₁u-. Πέτρα. Λίθος. Βράχος. Απ’ όπου ο λατόμος. Από κει και η λαύρα, αλλιώς άμφοδος. Κατά το άνοδος, κάθοδος, δίοδος, κ.λπ. Αμφί και οδός. Δηλαδή πέρασμα. Λιθόστρωτο. Και άμφοδον. Οδός περιάγουσα περί συνοικίαν. Λαύρα και λαύρη, στενωπός και διάδρομος. Και σειρά μοναστηριακών κελλιών. Ιδιόρρυθμων. Ο κάθε μοναχός και το κελλί του. Πολλά τέτοια μαζί; Η Μεγάλη Λαύρα.
Γεννήθηκε το 439. Στην καθ’ ημάς Ασία. Καταμεσής. Χετταίοι ζούσαν εκεί πρώτα, κι ύστερα Πέρσες και τήνε λέγαν Κατπατούκα. Κι οι Έλληνες Καππαδοκία. Έρχονται οι Μεγαλέξαντροι. Ἀριαράθης Ε΄ Εὐσεβής Φιλοπάτωρ. Φθάνουν οι Ρωμαίοι. Γεννιέται ο Απολλώνιος ο Τυανεύς. Περνάν τα χρόνια. Παίρνεις ελληνισμό, τον παντρεύεις με Πέρσες, προσθέτεις Ρωμαίους να δέσει, σπέρνεις χριστιανισμό, διάφορες δόσεις, και βγάνεις Βυζάντιο. Άη Γιώργης, Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, οι αυτοκράτορες Νικηφόρος Β΄ Φωκάς και Ιωάννης Α΄ Τζιμισκής. Και λίγους είπαμε. Εύφορο μέρος.
Γεννήθηκε στη Μουταλάσκη. Σήμερα Talas. Πόλη αυτή δίπλα στην Καισάρεια, σήμερα Kayseri. Και Δάλασσα λεγόταν. Από κει αργότερα οι Ταλασσηνοί ή Δαλασσηνοί – η Άννα, ας πούμε, η μάνα του Αλέξιου Α΄ του Κομνηνού. Τέτοια σόγια μιλάμε.
Αυτός, τελοσπάντων, ήταν γιος του Ιωάννη και της Σοφίας. Ευσεβών γονέων, που βαστιόνταν κι όλας. Παιδί από σπίτι. Στρατιωτικός ο μπαμπάς. Τα προς το ζην δεν ήταν θέμα. Παλιοεπάγγελμα όμως. Μια ’δώ μια ’κεί τον στέλναν η υπηρεσία – εμ δεν κάνεις έτσι προκοπή – τη Σοφία την έσερνε όπου τον πηγαίναν, το παιδί όμως; Πήγε και βρήκε τον αδελφό του, τον Ερμεία.
– Το παιδί, Ερμεία μου. Με στέλνουν στην Αλεξάνδρεια. Το παιδί θέλω να κρατήσεις.
– Και το κουβεντιάζεις; Δικόν μου θα τον έχω. Άσ’ τον εσύ και μη σε νοιάζει.
Την ένοιαζε όμως τη σκύλα τη γυναίκα τού Ερμεία. Φαγώθηκε. Τι τιμωρίες το έβαζε το παιδί, τι καψόνια, τι φωνές τι κακό. Είδε κι απόειδε ο φουκαράς ο θείος, πάει και βρίσκει τον άλλον αδελφό, τον Γρηγόριο.
– Πάρ’ τον τον μικρό. Παρ’ τον, σε παρακαλώ, θα τον φάει ζωντανό αυτή.
Το πήρε το ψυχούλι ο καημένος ο Γρηγόριος και το μεγάλωνε με αγάπη. Και σχολείο το ’στειλε, κι ό,τι χρειαζόταν, όλες τις φροντίδες. Κι αρχίνισε ο μικρός να πηγαινοέρχεται στο σπίτι τού παπά του χωριού. Γίνηκε και φίλος με τα παιδιά του παπά, κι όλο εκεί τον έβρισκες, πρωί μεσημέρι βράδυ. Αφού ο παπάς και ψευτοδουλειές στην εκκλησία του είχε αναθέσει να κάνει. Καινούριο πράμα η νέα θρησκεία, νέα πνοή, καινούρια ελπίδα, φως παράξενο. Κι ήταν πνευματικός άνθρωπος ο μικρός. Τον συναρπάζαν αυτά. Κόλλησε και δεν ξεκολλούσε. Μέχρι που ακολούθαγε τον παπά που συχνά πυκνά πήγαινε επίσκεψη στη Μονή των Φλαβιανών, στο κοντινό μοναστήρι.
– Κάτσε ρε να παίξεις με τους φίλους σου.
– Όχι, θέλω να ’ρθω μαζί σου παππούλη.
– Τι να ’ρθείς να κάνεις, αυτές είναι δουλειές για μεγάλους, κάτσε ’δώ που σου λένε – να, έχει φκιάσ’ η παπαδιά γλυκό.
– Όχι θέλω να ’ρθω.
– Μπα σε καλό σου, ευλογημένο.
Αμ δε σταμάτησε εκεί το ευλογημένο. Πάει και πιάνει τον ηγούμενο του μοναστηριού.
– Να με κάνετε μοναχό.
– Πόσω χρονώ είσαι πουλάκι μου;
– Οκτώ, πάτερ.
Τα ’χασε ο γούμενος. Τι οκτώ. Ηλικία ήταν αυτό το οκτώ; Δεν ήξερε πώς να το χειριστεί. Αλλά το ξανασκέφθηκε. Σου λέει, γιατί όχι. Άμα είναι να σε χτυπήσει, έτσι θα σε χτυπήσει. Από μωρό. Μότσαρτ. Πού ξέρω ’γώ ποιον διαλέγει και σε ποιον εκδηλώνει ό,τι είναι να εκδηλωθεί; Σεμνός και ταπεινός, πήρε τηλέφωνο τους θειούς. Το και το. Να τον κρατήσω; Κράτα τον, είπαν εκείνοι. Κι έτσι, άρχισε η νέα ζωή του μικρού.
Τι μικρός; Γέροντας αποδείχτηκε. Σάββας. סָבָא (sāḇā) Αραμαϊκά. Γέρος. Παππούλης. Και שָׂבָא (śāḇā). Σοφός από κούνια. Πνευματικός άνθρωπος. Δεν καταλάβαινε από υλικά και αγαθά, από φαγιά κι από πιοτά. Η σκέψη του δούλευε κι οι αισθήσεις του, κι η αντίληψή του. Τα άυλα κυνηγούσε να κατανοήσει και να λύσει. Παιδιόθεν ἐπόθησε Σοφίαν τὴν ἐνυπόστατον.
Πέρασε καιρός. Μια μέρα, εκεί που καθόταν στην αυλή και συλλογιζόταν, νεαρός πια, ακούει φωνές. Πάει κοντά, τι να δει. Ο φούρναρης του μοναστηριού είχε ξεχάσει στον φούρνο μέσα τα ρούχα του και πού να τα βγάλει να τα σώσει, που έκαιγε ο φούρνος καμίνι, κάρβουνο να σε κάνει. Δε σκέφτηκε ο Σάββας, κάνει μία, μπαίνει, κύριος, πιάνει τα ρούχα και τα βγάνει έξω. Φρέσκος και δροσερός. Τον κοιτάγαν, καλόγεροι και φούρναρης, σαν εξωγήινο.
– Τι με κοιτάτε; Τα ρούχα δε φωνάζατε; Ορίστε.
Τα ’μαθε τα καθέκαστα ο γούμενος κι εννόησε. Προσευχήθηκε γονατιστός. Σ’ ευχαριστώ που μ’ αξίωσες να το δω κι αυτό. Τώρα; Τι να κάνω τώρα; Να τον αφήσω να πάει στα Ιεροσόλυμα που έχει φαγωθεί να πάει το παλιόπαιδο; Κάτι θα ξέρεις κι εσύ κι η χάρη σου κι εκείνος για να επιμένει.
Τον αγκάλιασε και τον ευλόγησε και του ’δωσε την άδειά του. Το παλιόπαιδο ήταν πια δεκαοχτάρης. Άλλοι πάνε φαντάροι στην ηλικία του. Πήγε λοιπόν. Στην Ιερά Μονή Πασαρίωνος. Όπου ζούσε κι ένας συντοπίτης του, ένας γέροντας Καππαδόκης. Αλλά πριν να φτάσει αυτός, είχε φτάσει στο μοναστήρι η φήμη του – δεκαοχτώ χρονώ παιδί, κι ερχόνταν από άλλα μοναστήρια να τον συναντήσουν! Ο ίδιος είχε μάθει για τον Άγιο Ευθύμιο, και του ζήτησε να τον δεχθεί στη Λαύρα. Εκείνος τον έβαλε στην αναμονή – κάτσε, σου λέει, να ψηθείς πρώτα λιγουλάκι, να ’μαστε σίγουροι τι κάνουμε – βαρειά η καλογερική.
Μην τα πολυλογούμε, αφού τριαντάρησε ο μικρός, τότε πια τον δέχθηκε και ο Ευθύμιος. Μετά βαΐων και κλάδων. Αφού προηγουμένως ο ξαποδώ είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του να του αλλάξει τη ρότα τού παιδιού. Πότε σκορπιοί και φίδια μεταμφιεζόταν, πότε λιοντάρι γινόταν και τον φοβέριζε, μέχρι τους ίδιους τους γονιούς του παράσταινε πως τον παρακαλούσαν.
– Αμάν παιδάκι μου! Γι’ αυτό σε αναστήσαμε; Για να τ’ απαρνηθείς όλα και να μας αφήσεις μονάχους και να τριγυρνάς στις ερημιές; Εμάς ποιος θα μας κοιτάξει;
Αλλά δεν τσιμπούσε ο Σάββας. Ήταν σκέψη μοναχή. Σκέτη. Δε μάσαγε. Δεν άφηνε την ψυχή του να ψήνεται απ’ τα κόλπα της. Το σπούδασε το παιχνίδι και το ’μαθε καλά. Κι ύστερα το δίδαξε. Ίδρυσε κοινόβια και λαύρες που λέγαμε, και μοναστήρια και άσυλα. Τα ’χει γράψει καταλεπτώς ο Κύριλλος Σκυθοπολίτης, ο βιογράφος του. Όλες τις δοκιμασίες κι όλες τις λεπτομέρειες. Παιδί ήταν όταν είχε γνωρίσει τον Σάββα, κι ο Σάββας τον είχε αναγνωρίσει και τον είχε ευλογήσει. Ούτος από γε του νυν μαθητής εμός εστι διδασκέσθω τοιγαρούν το ψαλτήριον, επεί και χρήζω αυτόν, είχε πει για τον επτάχρονο τότε Κύριλλο.
Κι ανάστησε και καθοδήγησε κόσμο και κοσμάκη. Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας, λέει. Και πέρασε κι από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο να πολεμήσει για ζητήματα εκκλησιαστικά. Μεγάλα ζητήματα τότε – έβγαινε ο καθένας κι έλεγε ό,τι ήθελε, φράξιες από δω, αποσχίσεις από ’κει, του κόσμου τις παλαβομάρες. Αλλά θρησκεία, βλέπεις, τότε δεν ήταν ό,τι να ’ναι. Ήταν κρατικό ζήτημα. Θέμα υποστάσεως της Αυτοκρατορίας. Και τον συμβουλεύτηκαν οι αυτοκράτορες. Ο Αναστάσιος. Κι ο Ιουστινιανός. Ήταν άνθρωπος μεγάλης πνευματικής λάμψης και εμπιστοσύνης ο Σάββας. Κι αυτόν ρωτούσαν για τα πιο δύσκολα ζητήματα. Και τη δική του ευλογία ζητούσαν. Σοφός. Ερημίτης. Ἐχρημάτισας Ὁσίων ἐγκαλλώπισμα, πολιστής τε τῆς ἐρήμου ἀξιέπαινος.
Πέντε Δεκεμβρίου τού 532 κοιμήθηκε. Επί Ιουστινιανού. Ετών ενενήντα τεσσάρων. Πλήρης.
Οπότε τον παρέλαβε το παρέτυμον και του άλλαξε τα φώτα. Ο Άη Σάββας που σαβανώνει, από κει βγαίνει, σου λέει. Σαβανώνει, δηλαδή χιονίζει. Αλλά κι ότι σαβανώνει και τους νεκρούς για να παν στον Κάτω Κόσμο φροντισμένοι, λέει ο άλλος. Ό,τι να ’ναι. Δεν πειράζει. Καλή καρδιά. Στις πέντε τον γιορτάζουμε. Ανάμεσα Βαρβάρα και Νικόλα. Τα Νικολοβάρβαρα, που τα λένε. Αγιά Βαρβάρα μίλησε και Σάββας απεκρίθη κι Αγιονικόλας έτρεξε να πάει να λειτουργήσει. Που πιάνει ο καιρός κι αγριεύει. Και Ay Savva deresinde, τραγουδάν Καραμανλήδικα. Στην κοιλάδα του Άη Σάββα. Mumlar yanar ğocah ğocah. Αγκαλιές ανάβουν τα κεριά του. Καππαδόκικος δίπατος χορός. Που ανεβαίνουν η μια ομάδα αντρών και πατάν πάνω στους ώμους τών αποκάτω.
Των ανθρώπων τα βάσανα.
πολυ ομορφα γραμμενο κι ορθα ψαγμενο οπως παντα
ΑπάντησηΔιαγραφή