Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Εχίνωψ

Πόα. Έτσι λέγεται η κατηγορία. Μυστήρια λέξη. Που συνδέεται με την ποίη και τη δωρική ποία. Φυτό που ο βλαστός του είναι μαλακός και πράσινος. Που δηλαδή δεν είναι ξυλένιος, όπως στα ξυλώδη. Δε μπορείς από την πόα να φτιάξεις έπιπλο ή καράβι, ρε παιδί μου. Μόνο ζώα να ταΐσεις.

Αγκαθωτή όμως. Βέβαια. Σ’ αυτόν τον κόσμο δεν είναι όλων οι σκοποί καλοί για όλους. Κάνα αγκαθάκι πού και πού, έχει κι αυτό τον λόγο του. Οπότε τα φυλλαράκια τα πτεροσχιδή που πετάγονται απ’ τον βλαστό, που έχουν σχισίματα σαν φτερού, απολήγουν σε αγκάθια. Να γιατί τα καημένα τα ζώα που τρώνε πόες έχουν κάτι γλώσσες σαν τσαρούχια. Γιατί οι πιο πολλές πόες είναι αγκαθωτές. Πω πω! Είδες; Όλα τα ’χει σκεφτεί.

Πολυετής πόα. Δηλαδή ζει πάνω από δύο χρόνια. Εντάξει, υπάρχουν πολυετή με προσδόκιμο ζωής πάνω από χιλιετία. Σε γενικές γραμμές όμως, καμιά εκατοστή χρόνια είναι ψιλοκανονικά για ένα πολυετές. Αλλά και πάλι: η δικιά μας η πόα δε θα πάει από γεράματα. Κάποιος θα την πατήσει, κάποιος θα την κόψει, κάποιος θα την φάει. Και τίποτε από αυτά να μη γίνει, κανείς δε θα την φροντίσει. Οπότε λογικά καλύτερα να την σκέφτεται κανείς σαν μονοετές. Που θα φυτρώσει, θα αναπτυχθεί, θ’ ανθίσει, θα κάνει σπόρο και θα κλείσει τον βιολογικό της κύκλο μέσα σε μια περίοδο.

Πολυετής λοιπόν πόα με μπαλίτσα στην κορυφή. Αυτή η μπαλίτσα είναι το κεφάλιο. Κι αυτά τα μικρούλια μικρούλια που όλα μαζί κάνουν το κεφάλιο, είναι τα βράκτια. Μάλιστα. Βράκτιον. Δηλαδή η bractea ή brattea, που είναι το λατινικό λεπτό πέταλο μετάλλου. Εδώ, το χρωματιστό φυλλαράκι απ’ όπου θα ξεπηδήσει το άνθος. Αυτή η μπαλίτσα σε λίγο θα είναι λουλουδάτη. Με μικρούλια μικρούλια μπλε ανθάκια. Κεφάλιο. Η σφαιρική ταξιανθία του φυτού.

Έντομα έρχονται και το επικονιάζουν το φυτούλι μας. Μελισσούλες, σφηκούλες και πεταλουδίτσες. Φυτόν εντομογαμές. Που κάνει δηλαδή τη δουλειά του μέσω εντόμων. Αυτογονιμοποιείται. Autogamy, που λεν και στα ξένα. Διότι είναι ερμαφρόδιτο. Και θα βγάλει καρπούς, μικρά τριχωτά κυλινδρικά αχαίνια. Απλούς αδιάρρηκτους μονόσπερμους ξηρούς καρπούς. Ναι, α και χαίνω, δηλαδή χωρίς κενά, χωρίς χάσματα. Μέγεθος 7-8 χιλιοστά. Θα τους πάρει ο αέρας και θα παν από δω κι από κει να κάνουν κι αυτοί τη δουλειά τους. Πω πω! Όλα τα σκέφτεται, λέμε.

Εχίνωψ. Με όψη αχινού, δηλαδή. Ο συγκεκριμένος έχει και κεφάλιον που λέγαμε, σα μπάλα. Echinops sphaerocephalus λοιπόν. Εντάξει, καλέ. Μην κάνεις έτσι. Κεφαλαγκάθι. Ορίστε. Καλύτερα τώρα; Είδος της Ανατολικής Μεσογείου, και πάγκοινο στην Ελλάδα. Όπου βράχος και λοφάκι, να και το κεφαλαγκάθι. Πλαγιές ολόκληρες. Το βασίλειον του κεφαλαγκαθιού.

Γιατί να παν οι μελισσούλες κι οι σφηκούλες κι οι πεταλουδίτσες, θα μου πεις. Διότι το φυτούλι γεμίζει τον κόσμο αρώματα και χρώματα. Κι άλλα από δαύτα παριστάνουν τα θηλυκά, να τα βλέπουν τα έντομα να τρέχουν αλαφιασμένα. Έρχεται ο επικονιαστής να πέσει πάνω στον παράδεισο να πάρει το νέκταρ ή την γύρη. Και, καθώς τσαλαβουτάει, ωχ, τυχαία βρε παιδί μου, η γύρη πέφτει στο στίγμα. Και γίνεται η δουλειά μας.

Όλα σου λέω τα σκέφτεται. Μετ’ επιμονής και επιτάσεως.

Με σχέδιο.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.