Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ιστορίες

Και περνούσε που λες η ώρα και δώσ’ του προσευχή, και ξανά μανά προσευχή. Κι όποιος αντέξει. Αγρυπνία. Και πάλι και πάλι, και άντε πάλι προσευχή. Γυρνάει μια γύρω, ο μικρός, τι να δει; Οι πιο πολλοί τούς είχε πάρει ο ύπνος. Κι άλλοι κουτουλούσαν, έτοιμοι κι αυτοί. Μωρέ, σιγά την προσευχή! Γυρνάει και λέει του πατέρα του.

– Κοίτα τους υπναράδες! Κανείς τους δεν κρατάει τα μάτια του ανοιχτά. Λες κι είναι όλοι νεκροί!

Και του λέει ο πατέρας:

– Να ’σουν και συ κοιμισμένος σαν αυτούς θα το προτιμούσα. Παρά να κακολογείς.

Εντάξει. Η ιστορία, είναι κόπι πέιστ, ή περίπου. Ενός πέρση σοφού, του Σααντί Σιραζί, δηλαδή του Σααντί από την Σιράζ. Αμπού Μοχάμαντ Μοσλέχ αλ Ντιν μπεν Αμπντουλάχ Σιραζί. ابومحمّد مصلح‌الدین بن عبدالله شیرازی. Για τους φίλους Σααντί σκέτος (سعدی). Γεννήθηκε το 1210 και πέθανε το 1292. Μουσουλμάνος. Βαθύς φιλόσοφος, κι από τους σπουδαιότερους ποιητές, έβερ.

Όχι βέβαια. Δεν γνωρίζουμε φαρσί. Αλλά την ιστορία την αναπαράγει ο Άντονι ντε Μέλο. Ινδός αυτός. Και Ιησουίτης ιερέας. Και ψυχοθεραπευτής. Και στόρι τέλερ. Αυτός σκάλιζε τις μυστικές παραδόσεις Δύσης και Ανατολής και αλίευε από κει. Γεννήθηκε στη Βομβάη τον καιρό που οι Ινδίες ήταν Βρετανικές. Το 1931. Και πέθανε νωρίς. Το 1955, από την καρδιά του. Το περιστατικό το αναφέρει στο El canto del pájaro, ή Il canto degli uccelli. Frammenti di saggezza nelle grandi religioni. Το τραγούδι των πουλιών. Ψήγματα σοφίας στις μεγάλες θρησκείες. Εκδόσεις Paoline, 1986.

Εντάξει, ούτε ιταλικά γνωρίζουμε. Την ιστορία τη σταχυολογεί ωστόσο στο βιβλίο του ο πατέρας Rosario Scognamiglio. Καθηγητής στο Istituto di Teologia Ecumenica “San Nicola” στο Bari. Στοχασμοί και αποφθέγματα. Έτσι λέγεται το βιβλίο. Όχι. Το είπαμε: ιταλικά δεν γνωρίζουμε. Σαρπράιζ: το βιβλίο είναι στα ελληνικά. Έκδοση του Πνευματικού Κέντρου Πατέρων Ιησουιτών. Αθήνα 1994.

Και γράφτηκε κατά παρότρυνση —όπως αφηγείται ο συγγραφέας— τού Παντελή (κατά κόσμον Πασχάλη) Β. Πάσχου, γεννημένου το 1933 στη Λευκοπηγή, ομότιμου καθηγητή Υμνολογίας και Αγιολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγγραφέα. Μεγάλου γνώστη της βυζαντινής μετρικής και της υμνογραφίας.

Δύο βουδιστές μοναχοί, λέει, ετοιμάζονται να περάσουν το ποτάμι. Νερά βαθιά και δύσκολα. Και να ’σου ο πειρασμός. Μια πανέμορφη γυναίκα. Σαν τα κρύα τα νερά. Κούκλα.

– Αχ, θα με περάσετε κι εμένα απέναντι;

Χωρίς δισταγμό, ό ένας από τους δύο την παίρνει στους ώμους και μάνι μάνι την βγάζει απέναντι. Ο άλλος φρύαξε, φυσικά. Δεν τράπηκες, δεν έκαμες, δεν έσιαξες, αχρείε.

– Εγώ την άφησα απέναντι, απάντησε αυτός. Τι να ντραπώ; Εσύ είσαι που ακόμη την κουβαλάς.

Από το ίδιο βιβλίο. Όχι, αυτή δεν είναι ιστορία τού Σααντί. Είπαμε, αυτή είναι βουδιστικής προελεύσεως.

Του Αγίου Πνεύματος σήμερα.

–––––––––––––––––––––––––––––––

Οι ιστορίες σε συντομευμένη απόδοση από τον γράφοντα.





Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.