Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2023

Διάχωρα

Διάχωρα, λεν στην εκκλησιά τα κομμάτια της εικόνας με ιστορίες από μια ιστορία. Εδώ που γεννήθηκε, εδώ που μεγάλωσε, εκεί το θαύμα με τους επτά πένητες, εκεί με τις τέσσερεις ιπποφορβάδες, τα δώδεκα μυστήρια, τα εννέα τέρμινα, τα τρία μέγιστα μεγίστων μυστικά. Πετάς από το ένα διάχωρο στο άλλο και μαθαίνεις όλες τις λεπτομέρειες της φανερώσεως – ή μάλλον όλες τις φανερώσεις εκάστης λεπτομερείας, όλες που με θαυμαστόν τρόπο φτερακίζουν μιαν ενότητα, στέρεη, σημαντική, ακαταμάχητη, ορίστε, τι δεν βλέπεις; όλα μπροστά σου, εδώ ανεδύθησαν – τι χρείαν έχομεν μαρτύρων, και το μαρτύριο να το, και η θέωση μπροστά σου είναι – φως φανάρι και φως γλυκύτατο. Να την η αποκάλυψη. Χωρίς διαπιστώσεις, χωρίς έρευνες, χωρίς ληξιαρχικές πράξεις. Αχρείαστα να ’ναι. Όταν γίνεται καταγραφή, η υπόθεση χάνεται. Τα μυστικά τα φανερά του κόσμου τούτου, γίνονται οι λεπτομέρειες που δεν σημαίνουν τίποτα. Και τα σημαντικά, είναι φανερό: είναι αυτά που πίστεψες. Αυτά τ’ αβέβαια αν υπήρξαν. Τα όντως όντα. Για τ’ άλλ...

Γέννηση

Δεν ξέρεις από πού να το πιάσεις. Αφού γεννάται, πεθαίνει κι όλας – δεν είναι; Τι ταράζεσαι; Αν δεν είναι να πεθάνει, τότε γιατί να γεννηθεί; Καλά δεν καθόταν; Από πάντα. Δίχως χρόνο. Δίχως ύλη. Κι όμως. Ποια χαρά να μας χαρίσω Ποια χαρά να μας χαρώ Ποιον σκοπό να μας γεννήσω Ποιον σκοπό να γεννηθώ Μια γιορτή γεννήσεως – μια γιορτή σκοπού. Μια γιορτή υλοποιήσεως. Από το τίποτα να γίνει κάτι, οπότε ύστερα αυτό να τελειώσει – ό,τι γίνεται τελειώνει κι όλας, αλλιώς γιατί να γίνει – το ’παμε. Αυτός είναι ο σκοπός. Σκοπέω, σκοπώ. Και σκέπτομαι – ίδια ρίζα. Έχει ένα πολύ αρχαίο πίσω του, ένα *sḱep- που είναι *speḱ- που έπαθε μετάθεση, έτσι το λένε αυτό που έπαθε. Σκεπ- και σπεκ-. Βλέπω. Παρατηρώ. Σπέκτρουμ. Φάσμα. Περιοχή. Βλέπω με προσοχή. Ενεργητικά. Και όχι μόνο. Κατευθύνω. Δεν ορώ. Επιδρώ. Κάνω σκέψεις – αυτός είναι ο σκοπός. Σκοπώ. Μια επίσκεψη είναι ο σκοπός – εκείνη τής θελήσεως. Η απώλεια της αγνοίας. Της ασκεψίας. Της αθωότητας. Η απώλεια του παραδείσου. Απώλεια; Είναι βέβαιο; Ποιος...

Μαμ, κακά και νάνι

Σα γιαπωνέζικα δεν ακούγονται; Αμ δεν είναι, κι ας μοιάζουν. Είναι ελληνικότατα. Διάλεκτος. Έχουν οι γλώσσες τέτοιες διαλέκτους μυστήριες που δεν τις βρίσκεις στο λεξικό. Απόκρυφες. Τις εφευρίσκουμε οι μεγάλοι και τις λέμε στα παιδιά. Πιάνουμε λεξούλες, τις συντομεύουμε, τις ανακατεύουμε, τραβάμε κι έναν αναδιπλασιασμό και τσουπ! Παιδικά, σου λέει. Και ψηνόμαστε ότι αυτή είναι η γλώσσα τους. Των παιδιών. Ότι έτσι μιλάν αυτά, κι ότι σ’ αυτή τη δική τους γλώσσα, έτσι πρέπει να τους μιλάμε και ’μείς. Ε, εκεί λοιπόν, το φαΐ είναι μαμ. Ε, ρε, τι είναι ο άνθρωπος. Πού να πάει η τρέλα, στα βουνά; Λες κι έχουν ανακαλυφθεί, ας πούμε, τίποτε παιδικές επιγραφές στη Μεσοποταμία και την Βαβυλώνα, επιγραφές που τις σκαλίσαν μωρά μιλάμε τώρα, και στις επιγραφές εκεί έχει μια ζωγραφιά κοκορέτσι και γράφει μαμ, άρα μαμ είναι το φαΐ στα παιδικά, έτσι κατέληξαν οι γλωσσολόγοι. Επιστημονικά πράματα. Ή μην είναι ειδικώς το κοκορέτσι; Έχουν διατυπωθεί αμφιβολίες σε δάφορα πέιπερς. Διότι παρεμπιπτόντως το κο...

Μάρε γιε

Μάρε γιε, μάρε γιε Μάρε γιε μου κανακάρη Μάρε γιε Σαν Βουλγάρες – αυτές με τις φωνές τις μυστήριες, τα λαρύγγια τα ανοικτά, τα δυνατά, που κρατάνε πολλές νότες ένα φωνήεν, ίδια συλλαβή, που δεν αλλάζει, που αλλάζει όμως η νότα, που πάει και πάει, ε μακρύ, ατέλειωτο, σαν να πρέπει ν’ ακουστεί από ράχη σε ράχη, ώς απέναντι. Αυτό να ’ναι κι αυτό που τις συνδέει, Βουλγάρες και Συριανές. Γυναίκες, πολλές μαζί, μακριά, κι ανάμεσα ο άνεμος. Χάνεται το τραγούδι – ξανάρχεται. Κι ο άνεμος που το πηγαίνει. Πού η νηνεμία και πού η ηρεμία. Nights in White Satin. Ο άνεμος αλλιώς. Πέπλο που είναι κι αναρριπίζεται. Τι σκέψεις, τι ριξιές, πάνε κι έρχονται, ακανόνιστα, πότε ησυχία, πότε μια και δυο μαζί, θροΐσματα, φύλλα φθινοπωρινά, όποτε τα θυμάσαι τότε μόνο πετάγονται, τον άλλον καιρό μένουν εκεί, ίδιο σημείο – τα κοίταξες; λες κι ακούνε, η σκέψη ριγεί, το μετάξι αναδιπλώνεται. Μικρά μυστήρια, απαλή επιδερμίδα – εκεί απευθύνεται το μετάξι το λευκό, στην επιδερμίδα – γιατί να ’ναι στενόχωρα όλα αυτά κ...

Μάμες

Got hot nit gekent zayn umetum, hot er beshafn mames. Τι να ’ναι τώρα αυτά; Σα να γερμανοφέρνουν. Got – να ’ναι ο θεός; Ξέρω ’γώ; Ίσως. Ας διαβάσουμε παρακάτω. Τι είναι zayn; Το σημιτικό γράμμα; Το έβδομο στα αμπτζάντ; Που θα πει και επτά; Αλλά γκεκέντ και μπεσάφν σα ρήματα ακούγονται – όπα! ρήματα αναδιπλασιασμένα ρε φίλε, γκε-κέντ και μπε-σάφν. Δηλαδή στη γλώσσα όπου γκοτ είναι σίγουρα θεός. Πιο γερμανικά δε γίνεται! Μα φυσικά. Στραβοί είμαστε τόσην ώρα; Γερμανική γλωσσική οικογένεια! Γερμανοεβραίικα. Γίντις. Γκοτ – ο θεός! χοτ νιτ γκεκέντ – δηλαδή χατ νιχτ γκεκάντ, δεν έχει μπορέσει! ζάιν – δηλαδή sein, να είναι! ουμετούμ – um και unde και um, παντού! Ο θεός δεν έχει μπορέσει να είναι παντού – χοτ ερ μπεσάφν μάμες. Έχει αυτός φτιάξει μαμάδες. Σου πιάνεται η ανάσα. Εκείνο το αίσθημα σαν του αρχαιολόγου που ανακαλύπτει τάφο και επιγραφή, εκεί, στο σημείο ακριβώς που θα ’πρεπε, κι επιτέλους ολοκληρώνεται το νόημα. Στο κεφάλι του μέσα, και στον κόσμο, απ’ έξω του. Παροιμία είναι: ο θεός...

Ανήρ

Στο λεξικό πρώτα βρίσκεις το άνηθον – τον άνηθο δηλαδή. Άνηθον το βαρύοσμον, Anethum graveolens. Αυτό. Ιθαγενές, μονοετές των Μεσογειακών χωρών και της νότιας Ρωσίας. Και καμιά ογδονταριά πόντους θα φθάνει σε ύψος. Και το βάζεις στις σούπες και στις σαλάτες, λιγάκι ανηθούλι, να ’ρθεί να μυρίσει – και το ξέραν κι οι αρχαίοι. Βέβαια. Ἄννηθον και ἄνητον. Ευεργετικόν κατά κολικών και εξαιρετικό διουρητικό. Και χαλαρωτικόν τών μυών το αιθέριο έλαιο των καρπών του. Άνηθο. Αγνώστου ετύμου. Τρέχα γύρευε. Δανεικό θα είναι, λένε – ποιος ξέρει. Και μετά βρίσκεις το άνθος. Το λουλούδι. Δηλαδή το βλαστάρι. Απ’ όπου και τα Ανθεστήρια, η γιορτή των λουλουδιών. Και ο Ανθεστηριών, ο μήνας ο όγδοος, αυτός του Διονύσου, που μεθάει η μάνα και του παιδιού δε δίνει, ανάμεσα νέα Σελήνη Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου, όργιο, ανθοκόμος, ανθοβολή, ανθοφόρος, ανθοφυής – όλα τα καλά. Και ανθολογία, πας και βάνεις τα καλύτερα ποιήματα, τα καλύτερα διηγήματα – τα πιο όμορφα και μυρωδάτα, και πάει και διαβάζει ο κοσμάκη...

Πυρφόρος

Σιγῶν θ᾽ ὅπου δεῖ καὶ λέγων τὰ καίρια. Σιωπηλός όποτε πρέπει και μιλώντας όποτε είναι καιρός. Όποτε είναι ώρα. Στίχος του Αισχύλου είναι. Από τον Προμηθέα του. Όχι τον Δεσμώτη. Τον άλλον τον Προμηθέα. Τον Πυρφόρο. Τα γράφει ο Αύλος Γέλιος αυτά, ο Ρωμαίος. Συγγραφέας και γραμματικός. Που γεννήθηκε και έζησε στη Ρώμη – ο Γέλιος. Ρήτορας, και καλοσπουδαγμένος – εντάξει, δεν ξέρουμε και τις φοβερές λεπτομέρειες για δαύτον, αλλά έζησε κάπου μεταξύ 125 και 180, μετά Χριστόν φυσικά. Καλό σπίτι, φράγκα, άνεση, ρητορικές, φιλοσοφίες, και είχε και διασυνδέσεις ο κύριος, όχι παίξε γέλασε, τα λέγανε με τον Φαβρόνιο, τον σοφιστή και σκεπτικό, και με τον Ηρώδη τον Αττικό – μάλιστα, τον δικό μας τον Ηρώδη, αυτόν τού Ωδείου, που πάμε τα καλοκαίρια, πάνω διάζωμα, κάτω διάζωμα, τον Αθηναίο μεγιστάνα και πολυτάλαντο πολιτικό μηχανικό. Λούκιος Βιμπούλιος Ίππαρχος Τιβέριος Κλαύδιος Αττικός Ηρώδης, έτσι λεγόταν ο πώς τον λεν. Αλλά φύγαμε από το θέμα μας – για τον Αύλο Γέλιο λέγαμε. Αυτόν λοιπόν τον μάθαμε α...

Ατζαμοσύνη

Ατζαμής, λέει, είναι αυτός. Ατζαμής. Δηλαδή αδέξιος. Που δεν ξέρει την τέχνη. Που κάνει λάθη. Χοντράδες. Πρωτόπειρος. Εξ ου και το ελληνικότατο ατζαμοσύνη – καλά, μιλάμε, μην πάρει λέξη η γλώσσα, από ’δώ θα τη φέρει, από ’κεί θα την πάει, ό,τι θέλει θα την κάνει. Άκου ατζαμοσύνη. Κατά το καλοσύνη και μετριοφροσύνη ένα πράμα. Ναυτοσύνη, ξέρω γω. Μάλιστα. Ατζαμής. Αραβικά. عَجَمِيّ, από το أَعْجَم. Ατζάμ. Τι θα πει; Έλα μου ντε. Ξένος θα πει. Από τη σημιτική ρίζα τζμ, που σχετίζεται με τη βουβαμάρα – μουγγός, βλέπεις, ο ξένος. Ατζάμ. Ατζάμ λένε οι Άραβες τους Πέρσες, ας πούμε. Και αλχαμιάδο, ατζαμίδικα δηλαδή στα ισπανικά, ξες τι θα πει; Πού να ξες. Είναι κείμενα τα αλχαμιάδο. Κείμενα σε ρομανικές γλώσσες, συνήθως ισπανικά, πορτογαλικά, αραγονέζικα – τέτοια κείμενα. Γιατί αλχαμιάδο; Γιατί είναι γραμμένα με αραβικά γράμματα. Γιατί όταν οι Άραβες έκαναν κουμάντο στην Ισπανία, στην Αλ Ανταλούς, δηλαδή στην Ανδαλουσία, όταν η Σεγκόβια είχε μουφτή, τότε τα αραβικά ήταν η γλώσσα της επιστήμης....

Ταντμόρ

Κι έχτισε την Ταντμόρ, λένε τα χαρτιά και τα βιβλία. תַּדְמֹר. Τα λέει η Τανάκ αυτά, η Εβραϊκή Βίβλος. Στα Κετουβείμ, στα Αγιόγραφα, τα τελευταία βιβλία, εκεί, στο Β΄ Χρονικών. Κι έχτισε την Ταντμόρ στην άγρια ερημιά, έτσι λέει. Για τον Βασιλέα Σολομώντα ο λόγος. Ταντμόρ. Σε πινακίδες από τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Φαντάσου. Ύστερα, τον 18ο αιώνα τη βρίσκουμε σε γραπτά, σε σφηνοειδή γραφή. Και τον 11ο αιώνα, πάντα π.Χ., πλέον στα αραμαϊκά, Τααντμάρ. Τι θα πει; Ποιος ξέρει. Μπορεί να σχετίζεται με το σημιτικό τριγράμματο τμρ (תמר), τη χουρμαδιά. Μπορεί. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, ο Σεκούντους, αυτός που τώρα είναι κρατήρας στη Σελήνη, δίπλα στη Μάρε Τρανκβιλιτάτις και τη Μάρε Σερενιτάτις – κι αυτός την αναφέρει. Και ο Φλάβιος Ιώσηππος, Ρωμαίος πολίτης μεν, Εβραίος δε, από τον 1ον αιώνα. Κι αυτός. Τη γράφουν με το άλλο της όνομα αυτοί, το ελληνικό. Παλμύρα. Που πάλι λατινικά, πάλμα, είναι ελληνικά παλάμη, και είναι και φοινικιά. Είχε φοινικιές κι αγρούς και σπαρτά, μες τη μέση τ...

Αντίρρηση

– Ντου γιου γουόντ σουβλάκι; – Νόου. – Ντου γιου γουόντ μουσάκα; – Νόου. – Ακρόπολη γιου λάικ; – Νόου. Σιχτίρ. Έχουνε ξεφύγει. Ξες πόσα νόου λένε; Λες και το ’χει στην αυλή της και ό,τι ώρα θέλει θα πάει. Αν δεν πάει σήμερα, δεν πειράζει. Θα πάει αύριο. Τι νόου, μωρή, αύριο πετάς – πότε θα πας; Έτσι λεν αυτές. Νόου. Αλλά γράφουνε Νο – το ξες αυτό; Σαν τις Ιταλίδες. Και τις Γαλλίδες. Νο. Σκέτο. Και οι Ισπανίδες. Κι αυτές Νο λένε. Τώρα πώς οι Αμερικάνες το κάναν αυτό Νόου – άει βρες. Ό,τι να ’ναι. Άλλο γράφεις, άλλο λες. Άλλ’ αντ’ άλλων. Νόου. Οι άλλες να δεις: Νάιν. Ένα αγρίεμα, σαν πολεμική ταινία ένα πράμα. Νάιν. Άκου κει. Αλλά δε φταίτε σεις. Δε φταίτε. Νάιν. Και Νααα μπορεί να σου πει. Και Νεεε. Βελάσματα. Η Σιωπή των Αμνών. Νεεε. Και Νέιχ, που λέει ο άλλος. Μ’ ένα υποπτώδες χι στο τέλος. Ακούγεται και δεν ακούγεται. Νέιχ. Σε καλό σας. Και Νιέτ. Αυτό είναι εύκολο. Η Λιούμπα Νιέτ λέει. Και Νε, που λένε στη Σερβία. Και στην Τσεχία. Κι αυτές Νε λένε. Να μην ξέρεις τώρα τι παίζει, και ν...

Ρόμελ

Έγραφε ο Γκέμπελς το 1944 στο ημερολόγιό του: δεν είναι ότι οι στρατηγοί αντιτίθενται στον Φίρερ επειδή αντιμετωπίζουμε κρίσεις στο μέτωπο. Είναι ότι υφιστάμεθα κρίσεις στο μέτωπο εξ αιτίας της αντίθεσης των στρατηγών στον Φίρερ. Τον χειμώνα του ’42 προς ’43 η Αφρική είχε χαθεί για τον Άξονα. Στο Στάλινγκραντ είχε εκμηδενιστεί μια ολόκληρη γερμανική στρατιά, η 6η τού Πάουλους. 250.000 άνδρες. Χώρια η ρουμανική και η ουγγρική, χώρια τα ιταλικά στρατεύματα. Και λίγους μήνες μετά, μέσα στο ’43, έως τον Ιούλιο, από την αντεπίθεση των Ρώσων αποκόπηκαν και η 3η Τεθωρακισμένη και εξολοθρεύτηκαν και η 9η και η 4η κοντά στο Μινσκ. Δηλαδή άλλες 350.000 προσωπικό συνολικά. Κι άνοιξε κι ένα ρήγμα εκατοντάδων χιλιομέτρων στο μέτωπο της Heeresgruppe Mitte, της Κεντρικής Ομάδας Στρατιών. Ένα ρήγμα με μέσα αποφασισμένους Ρώσους. Τότε ο Χίτλερ δήλωνε ότι οι οχυρές θέσεις, οι   feste Plätze,  έπρεπε να διατηρηθούν πάση θυσία. Ο στρατός έπρεπε να τις υπερασπιστεί μέχρις εσχάτων. Ακόμη κι αν αυτό...

Αρεοπαγίτης

Λοιπόν: Όχι, δεν είναι αεροπαγίτης. Θα σου το πω να το θυμάσαι εύκολα: αν ήταν αεροπαγίτης, θα ’ταν ουρανοκατέβατος. Εξ αέρος. Και τότε δεν είχε αεροπόροι. Περπατητοί πηγαίναν οι αθρώποι, άντε και με καμιά άμαξα. Επομένως, πάει αυτό: αρεοπαγίτης ήταν ο χριστιανός. Το ξεκαθαρίσαμε. Άρειος Πάγος. Αυτό που ’χουμε και στις μέρες μας. Δικαστήριο. Πολιτικά και ποινικά ζητήματα, υποθέσεις, διάδικοι, τέτοια. Ακυρωτικό σήμερα. Εξετάζει αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί. Αν είναι σύννομες κι αν συνάδουν με το σώμα της νομολογίας. Έχουν συνάφεια αυτά που αποφασίστηκαν ή μπα; Αλλά είναι πολύ παλιό δικαστήριο και τότε δίκαζε ανδροφονίες, έτσι τις λέγαν τότε τις ανθρωποκτονίες. Στήθηκε στα χρόνια του Κέκροπα – είχε βουίξει το φέισμπουκ τότε. Και του Θησέα. Χίλια πεντακόσια προ Χριστού, μιλάμε. Ανδροφονίες. Διότι εκεί έγινε η πρώτη φονική δίκη, δίκη δηλαδή για φόνο – ο Αλιρρόθιος είχε βιάσει την Αλκίππη, την κόρη του Άρη και της Αγραύλου. Και τον έκανε νιανιά ο Άρης τον κύριο, τον ψιλόκοψε και τον άφησε...

Φαγόπυρον

Αγαπητέ μου Ντόμπρομιρ Αντόνοβιτς Έκανα, όπως σας είχα υποσχεθεί, την έρευνα για το οικογενειακό όνομα που αναφέραμε στη συζήτησή μας: Γκριτσανιτσένκο. Με συνάρπασε, όπως σας είπα, το άκουσμα. Για μένα ήταν προφανές ότι θα έπρεπε το επώνυμο αυτό με κάποιον τρόπο να σχετίζεται με το όνομα που έδιναν πάντα οι πάντες στους Έλληνες: Greeks, Grecs, Griechen, Греки, Γκρέτσι, Γκριέτσι, όνομα που πρώτοι και καλύτεροι έδιναν οι ίδιοι οι Έλληνες στον εαυτό τους – έτσι φαίνεται. Μου το είπατε – δεν ήταν σε γνώση σας κάποια σχέση της οικογένειας με ελληνισμό, κάποια καταγωγή – κάτι. Τίποτε απολύτως. Ουκρανοί βέροι, αναντάμ παπαντάμ, που λέμε εμείς στα ελληνικά – εντάξει, αστειεύομαι, τούρκικα είναι, αλλά πράγματι το λέμε και θα πει από μάνα κι από πατέρα. Και κατ’ επέκταση, από πάντα. Από βαθιά καταγωγή. Παρ' όλα αυτά, επέμεινα. Γραικός. Ο λατίνος Graecus, ο καρπός τού έρωτα τού Διός και της Πανδώρας. Αὐτοὶ μὲν ἔπλευσαν ἐς Ὠρωπὸν τῆς Γραϊκῆς, ὑπὸ νύκτα δὲ σχόντες εὐθὺς ἐπορεύοντο, έγραφε ο Θου...