Διάχωρα, λεν στην εκκλησιά τα κομμάτια της εικόνας με ιστορίες από μια ιστορία. Εδώ που γεννήθηκε, εδώ που μεγάλωσε, εκεί το θαύμα με τους επτά πένητες, εκεί με τις τέσσερεις ιπποφορβάδες, τα δώδεκα μυστήρια, τα εννέα τέρμινα, τα τρία μέγιστα μεγίστων μυστικά. Πετάς από το ένα διάχωρο στο άλλο και μαθαίνεις όλες τις λεπτομέρειες της φανερώσεως – ή μάλλον όλες τις φανερώσεις εκάστης λεπτομερείας, όλες που με θαυμαστόν τρόπο φτερακίζουν μιαν ενότητα, στέρεη, σημαντική, ακαταμάχητη, ορίστε, τι δεν βλέπεις; όλα μπροστά σου, εδώ ανεδύθησαν – τι χρείαν έχομεν μαρτύρων, και το μαρτύριο να το, και η θέωση μπροστά σου είναι – φως φανάρι και φως γλυκύτατο. Να την η αποκάλυψη. Χωρίς διαπιστώσεις, χωρίς έρευνες, χωρίς ληξιαρχικές πράξεις. Αχρείαστα να ’ναι. Όταν γίνεται καταγραφή, η υπόθεση χάνεται. Τα μυστικά τα φανερά του κόσμου τούτου, γίνονται οι λεπτομέρειες που δεν σημαίνουν τίποτα. Και τα σημαντικά, είναι φανερό: είναι αυτά που πίστεψες. Αυτά τ’ αβέβαια αν υπήρξαν. Τα όντως όντα. Για τ’ άλλ...
επί παντός