– Και μπαίνουμε στο καράβι.
– Ποιο;
– Και βάζει αυτός μπροστά τη μηχανή.
– Ποιος, θεία μου;
– Αυτός, παιδί μου, ο καπετάνιος.
– Ποια μηχανή;
Η θεία είναι αναστατωμένη.
– Κι αρχίζει ένας θόρυβος...
– Δηλαδή;
– Παιδί μου, η μηχανή. Τέτοιο βουητό δεν έχω ξανακούσει.
– Βουητό;
– Ναι. Και πηγαίναμε... Και ανεβαίναν τα κύματα...
– Τι κύματα, ρε θεία;
– Κουνούσε... Ολούθε...
– Κάθισε καλύτερα να σου σιάξω το μαξιλάρι...
Την βοηθώ ν’ ανασηκωθεί. Κάθεται καλύτερα στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Της τακτοποιώ τα σκεπάσματα.
– Κουνούσε... Και πηγαίναμε... τελειωμό δεν είχε!
Της δίνω το κύπελο με το νεράκι να ξεκολλήσει το στόμα της.
– Πού πηγαίνατε ρε θεία;
– Στους λόφους, παιδί μου!
– Ποιους λόφους μωρέ;
– Παιδί μου αυτός με γύρισε παντού!
– Δηλαδή;
– Παντού!
– Τι λες!
– Σπουδαίος άνθρωπος!
– Μπα;
– Κι αυτά δικά του, κι εκείνα δικά του!
– Ποιος ρε θεία;
– Με γύριζε, παιδί μου, στους λόφους.
– Ποιους λόφους;
– Όλοι δικοί του! Μεγάλη περιουσία.
– Αυτός;
– Ναι! Δικός του αυτός ο λόφος, δικός του ο άλλος.
Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει η νοσοκόμα. Η θεία την κοιτάζει αβέβαιη. Μαλλον κάτι της θυμίζει. Η νοσοκόμα την αναγνωρίζει. Της χαμογελά.
– Σας ταλαιπωρήσαμε λιγάκι. Όλα καλά τώρα ελπίζω.
Η θεία καχύποπτη. Δε χαμογελά. Δεν απαντά. Η νοσοκόμα συμμαζεύει το κομοδίνο. Η θεία περιμένει. Κοιτάζω μια τη νοσοκόμα, μια τη θεία.
– Αυτό να πιείτε, και θα ’ρθω.
Της αφήνει ένα χαπάκι κι ένα κυπελάκι νερό, και πάει προς την πόρτα. Την ανοίγει και βγαίνει. Η θεία συνεχίζει. Σχεδόν συνωμοτικά.
– Ήταν κι αυτή εκεί!
– Μπα;
– Αυτός είχε πολύ κόσμο – δικούς του. Πολύ πλούσιος.
– Τι πλούσιος, βρε θεία; Ποιος;
– Αυτός. Οι λόφοι δικοί του.
– Και πώς το ξέρεις εσύ;
– Γράφαν πάνω το όνομά του.
– Οι λόφοι;
– Είχαν μια μεγάλη πινακίδα.
– Μπα;
– Έγραφε τ’ όνομά του. Πολύ πλούσιος.
Τεντώνει τα γερασμένα χέρια της στον αέρα να δείξει πόσο μεγάλη ήταν η πινακίδα στο λόφο. Οι φάλαγγες των δακτύλων κάθε μια να ξεχωρίζει. Το χρυσό βραχιόλι χαχόλικο γύρω στον μικρό καρπό.
– Το καράβι τόσο θόρυβο. Α πα πα. Να γυρίζει, να γυρίζει.
Της κρατώ το κυπελάκι στα χείλη καθώς πίνει μια γουλιά και προσπαθεί να καταπιεί το χαπάκι.
– Κι αυτά δικά του, κι εκείνα δικά του – όλα δικά του. Mου τα έδειξε.
– Αυτός;
– Βέβαια.
– Ποιος αυτός;
– Ο καπετάνιος ρε Κώστα!
– Στους λόφους;
– Δικοί του. Με πινακίδα, μεγάλη, με τ’ όνομά του!
Η νοσοκόμα ξαναμπαίνει. Σηκώνομαι και την προλαβαίνω στην πόρτα. Μιλάμε στα γρήγορα. Είναι σοβαρό. Της έκαναν και αξονική. Επεισοδιακό. Μόλις πριν λίγο. Να περάσω από την Υποδοχή να υπογράψω και να πάρω τ’ αποτελέσματα.
– Πόσων ετών είναι;
– Δεν ξέρω. Πρέπει να δω την ταυτότητα. Θα πάω να φέρω τα πράματά της. Πάνω από εβδομήντα.
– Παντρεμένη; Παιδιά;
– Τίποτε.
– Κανείς;
– Κανείς.
– Εσείς είστε...;
– Ανηψιός.
– Θα πρέπει να μας φέρετε – θα σας τα πω. Τελειώστε κι ελάτε κάτω στο γραφείο της προϊσταμένης.
– Ευχαριστώ.
Γυρίζω στη θεία και κάθομαι. Της κρατώ το χέρι. Βεβαιώνεται ότι η νοσοκόμα έφυγε.
– Ήταν κι αυτή εκεί.
– Ναι, θεία μου. Ήταν.
– Πολύ πλούσιος αυτός.
– Ναι.
– Καράβια δικά του. Λόφοι. Όλα.
– Ναι.
– Θόρυβος... Γύριζε, ολόκληρο.
– Ναι, θεία μου. Ξέρω.
– Με ζήτησε.
– Τι σε ζήτησε;
– Σε γάμο.
– Ποιος;
– Αυτός.
– Αυτός με τους λόφους;
– Ναι.
– Και;
– Πολύς θόρυβος.
– Ναι, θεία μου.
– Μεγάλη πινακίδα. Τ’ όνομά του.
– Ναι.
– Πάρα πολύ πλούσιος. Δεν ήξερε τι είχε από περιουσία.
– Ναι.
– Με ζήτησε.
Τα κοκαλιάρικα χεράκια της με τις πανάδες και τ’ απλωμένα δάχτυλα διαγράφουν στον αέρα το μέγεθος της πινακίδας με τ’ όνομά του. Τόση μεγάλη.
– Πλούσιος. Δεν ήξερε τι είχε.
Της τακτοποιώ τα σκεπάσματα. Από στιγμή σε στιγμή θα έρθει και η νυκτερινή. Να μπορέσω να πάω για τα χαρτιά.
– Με τη στολή του.
– Ναι.
– Όλοι οι λόφοι δικοί του.
– Ναι, θεία.
– Τρόμαξα.
– Βέβαια.
Η θεία ηρεμεί σιγά σιγά. Η πόρτα ανοίγει. Έφθασε η νυκτερινή.
Great!
ΑπάντησηΔιαγραφή