Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Άγγελος

ὦ γῆς μέγιστα τῆσδ᾽ ἀεὶ τιμώμενοι
οἷ᾽ ἔργ᾽ ἀκούσεσθ᾽, οἷα δ᾽ εἰσόψεσθ᾽, ὅσον δ᾽
ἀρεῖσθε πένθος, εἴπερ ἐγγενῶς ἔτι
τῶν Λαβδακείων ἐντρέπεσθε δωμάτων.

Ω του τόπου χιλιοτιμημένοι, τι θ' ακούσετε τώρα, τι θα δείτε, και πόσο πένθος θ' αντέξετε, αν ακόμη πονάτε τον οίκο των Λαβδάκων...

Έχει καταφθάσει ο Άγγελος. Και απευθύνεται στον λαό των Θηβών. Που ακούει άπνοος. Την πόλη την χτύπησε το ανήκουστο. Ο περίλαμπρος Οιδίπους. Ο χρυσός. Αυτός. Του πατέρα του φονιάς και της μητρός του άντρας.

ὁ μὲν τάχιστος τῶν λόγων εἰπεῖν τε καὶ
μαθεῖν, τέθνηκε θεῖον Ἰοκάστης κάρα.

Με μια λέξη να πω και συ ν' ακούσεις: πέθανε η θεία Ιοκάστη. Πέθανε.

Ο φλεγόμενος αγγελιαφόρος γίνεται τώρα το τρομερό του μήνυμα. Πώς διάβηκε το αντίθυρο η Ιοκάστη, πώς ανέσπα τα μαλλιά της, πώς όρμησε στο νυφικό της το δωμάτιο, εκεί που με τον Λάιο έκαναν τον γιο τους, εκεί που μ' αυτόν τον γιο εκοιμήθη.

καλεῖ τὸν ἤδη Λάιον πάλαι νεκρόν,
μνήμην παλαιῶν σπερμάτων ἔχουσ᾽, ὑφ᾽ ὧν
θάνοι μὲν αὐτός, τὴν δὲ τίκτουσαν λίποι
τοῖς οἷσιν αὐτοῦ δύστεκνον παιδουργίαν

Φωνάζει τον ήδη πεθαμένο Λάιο, κι αναθυμάται το παλιό το σπέρμα, αυτό που αυτόν εσκότωσε και κείνην την οδήγησε σε γέννες αισχρές.

Και μπροστά στα μάτια μας, και μπροστά στα μάτια των Θηβαίων, τα λόγια ξετυλίγουν τα καθέκαστα. Της δύσμοιρης τα ουρλιαχτά. Την απελπισία. Το πένθος το βαρύ. Λυγίζει ο νους του ανθρώπου.

Άγγελος. Ο φέρων. Ο κομιστής. Ο μεταφορέας των μεγάλων θελήσεων. Των αγγελμάτων. Εκείνων που οι άνθρωποι δεν κατανοούν. Ούτε αυτός ο ίδιος ο Οιδίπους – το πιο λαμπρό μυαλό. Ούτε κι αυτός. Ο Άγγελος – το κέντρο της τραγωδίας ως σύγκρουσης που θα καθαρθεί με θάνατο.

Πούθε κρατάει η σκούφια του, κανείς δεν είναι σίγουρος. Ίσως τίποτε Ανατολή, τίποτε Μεσοποταμίες – ποιος ξέρει. Πάντως τον βρίσκουμε στο μυκηναϊκό a-ke-ro. Α-κε-λο δηλαδή. Άγγελος.

Κι ύστερα τον βρίσκουμε παντού: Έιντζελ. Angel. Άνχελ. Ángel και Ánxel. Ангел. Engel. Ange. Engjëlli. Anjo. Анђео. Анёл. Ingel. Aingeru. Angelas. Angyal. Andje. Înger. Angelo.

Παντού.

Γιατί παντού είναι το μήνυμα. Τα συστήματα χρειάζονται αγωγούς. Χρειάζονται επικοινωνίες. Σαν το σώμα με τους χυμούς του. Χρειάζονται κομιστές. Διάμεσα. Πρέπει να περάσει η πληροφορία. Να κυκλοφορήσει η θέληση του νόμου.

Οι θρησκείες δεν εφευρίσκουν. Δεν επινοούν. Αποκρυσταλλώνουν. Τακτοποιούν. Συστηματοποιούν τα ανθρώπινα σε ευκολόχρηστα σώματα νοημάτων. Ντύνουν με την αχλύ τού μύθου τα πιο δυσπρόσιτα ζητήματα. Κι αν χρειαστεί, αλλάζουν ρούχα. Παίρνουν το παλιό και το αιώνιο και του δίνουν άλλη σάρκα. Νέα υπόσταση. Άλλη νοηματοδότηση. Πιο ταιριαστή στους καιρούς. Αλλά πάντα στο ίδιο αναφέρονται. Από τον Ερμή και τον Άγγελο μέχρι τις Νεράιδες και τον Μιχαήλ.

Που ήρθε να συνάξει το νέο πνεύμα, αυτό που η νέα ανθρωπότητα επέλεξε να κατανοήσει ως νέο νόμο: τον έναν νέο θεό. Ήλθε να εκφράσει αυτό το πνεύμα σαν Άγγελός του και να του δώσει υπόσταση, μέσα από την άυλη φύση του. Είναι ασώματος – είναι δύναμις.

Και, πιστός στις βουλήσεις των ανθρώπων, δηλαδή του θεού τους, ανατάσσει την ύβριν του Διαβόλου, του Εωσφόρου, δηλαδή του πλανημένου ανθρώπινου πνεύματος που νόμισε ότι θα υπερκεράσει το θείο.

Μιχαήλ, τον λένε οι Εβραίοι. Μι-Κα-Ελ, πιο σωστά. מִיכָאֵל. Μεμ καφ άλεφ λάμεντ. Με τα νικούντ του, τα σημαδάκια που σημαίνουν τις φωνές. ΜιΚαΕλ. Τις ως Θεός; πάει να πει. Quis ut Deus? Ποιος δηλαδή είναι σαν τον θεό; Ρητορική ερώτηση. Που περιέχει και την απάντηση: κανείς. Μη μας περάσει απ' το μυαλό. Στώμεν καλώς. Ας ανασταθούμε μετά το λάθος και την πτώση του Αυγινού, του Εωσφόρου. Στώμεν μετά φόβου. Ας σταθούμε με σεβασμό.

Quis ut Deus? Tις ως Θεός; Στο κάτω κάτω μπορεί να διαβαστεί κι αλλιώς: ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε.

Μιχαήλ, ο άυλος κεραυνός. Που στις θελήσεις των ανθρώπων γίνεται και στρατιώτης. Εκδικητής. Εναέριος φρουρός. Στρατιωτικός άγιος. Ταξιάρχης. Ο άγιος αεροπόρος.

Ο φύλακας και τιμωρός. Ο εκ των άνω.

-----------------------------------

Τα αποσπάσματα είναι από τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή.











Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...