Από το φοινικικό σιν (šīn), το 21ο γράμμα των σημιτικών αμπτζάντ. Που σήμαινε —τι σύμπτωση— δόντι. Βέβαια. Με τα δόντια δεν το συρίζουμε το σ;
Που δεν τα λέμε αλφάβητα τα σημιτικά – αμπτζάντ τα λέμε, γιατί τα πρώτα τους γράμματα δεν είναι άλφα και βήτα αλλά α, μπ, τζ και ντ. Και είναι όλα σύμφωνα. Δεν έχουν φωνήεντα. Πώς γράφουμε τπτ στο κινητό και εννοούμε τίποτα; Κάπως έτσι.
Αλλά στα ελληνικά τπτ μπορεί ο άλλος να διαβάσει τάπητα – ποτέ δεν ξέρεις. Πήραν λοιπόν οι Έλληνες το φοινικικό και το κάναν αλφάβητο – του βάλαν δηλαδή και φωνήεντα. Και το šīn το κάναν σίγμα. Ίσως από το σίζω. Που θα πει συρίζω. Βγάζω συριστικό ήχο. Κι έγινε το 18ο γράμμα του αλφαβήτου.
Και γέννησε και το «S» το λατινικό, και αργότερα και το «C» το κυριλλικό. Καλά, το τελευταίο έπαιζε ήδη από πολύ παλιά στις επιγραφές σαν σίγμα. Και γι’ αυτό στα μυαλά των ανθρώπων, σίγμα ήταν και το ημικύκλιο. Το «του θεάτρου σίγμα», το ημικύκλιο της ορχήστρας. Και το «νέον σίγμα», η νέα σελήνη. Ο μηνίσκος ψηλά στον ουρανό.
Σίγμα. Που στα ελληνικά το κεφαλαίο το γράφουμε πια «Σ», αφού στρίψαμε το «W» ενενήντα μοίρες δεξιά. Στα εβραϊκά ακόμα στραμμένο προς τα πάνω γράφεται: ש. Καθώς και στα αραβικά: س. Το ίδιο και στα ρώσικα: ενώ το λεπτό έγινε C, το παχύ παραμένει Ш.
Και το μικρό το γράφουμε «σ». Αλλά, αν η λέξη μας τελειώνει σε σίγμα, επιστρατεύουμε την τρίτη μας εκδοχή: γράφουμε «ς» τελικό. Δηλαδή ένα «c» με ουρίτσα.
Το σίγμα, οι εμφανίσεις του και τα πάθη του. Το έτριπσα το κάνουμε έτριψα, το θάρσος, θάρρος, τη θάλαττα, θάλασσα, αλλά τη ναυσία ναυτία. Τον μικρό τον σμικρύνουμε και τη μάραγδο την κάνουμε σμαράγδι. Κι ύστερα ζμαράγδι. Γιατί άμα ακολουθεί σύμφωνο που φωνάζει, εξακολουθούμε να γράφουμε «σ» αλλά λέμε «ζ»: ζβήνω, ζμήνος, ζγουρός. Μπαίνει ο άλλος στο ρουχάδικο και λέει, αυτά είναι λαρτζ. Ζμολ δεν έχετε;
Κι άλλοι το πειράζουν το σ: στα γερμανικά μην ξεμείνει με φωνήεν – θα σου το κάνει ζ ο άλλος: Sonntag είναι η Κυριακή, η μέρα του Ηλίου, αλλά προφέρεται Ζόνταγκ. Και στα ιταλικά casa είναι το σπίτι αλλά το λένε κάζα. Άσε τα γαλλικά: πιάνει το σίγμα, το κάνει αξάν σιρκονφλέξ και σου λέει, εντάξει είμαστε. Χοσπιτάλι; Hôpital. Μπαστούνι; Bâton. Όλα καλά.
Και κάνουμε και ύποπτα παιχνίδια μ’ αυτό και με τη δασεία. Κι απ’ το septem πάμε στο hεπτά κι από κει στο ἑπτά. Ή από το salt στο ἁλὰτι. Ή από το sol στον ἥλιο. *Sōwilō είναι η πρωτογερμανική εκδοχή του ήλιου, και ᛋ ο ρούνος, το γράμμα δηλαδή, που θα πει ήλιος. Σαν σίγμα, ένα πράμα. Πω πω...
Σίγμα, λοιπόν. Σ. Βασικός ανθρώπινος ήχος.
Συριστικός, άφωνος, κάποτε εκφέρεται μόνος του και παρατεταμένα. Επιτακτικά. Σκέτα. Αν το ακούσεις να εκτοξεύεται κατά πάνω σου, καλό είναι να σωπάσεις, ό,τι έξυπνο κι αν λες εκείνη την ώρα. Το πιο πιθανό είναι ότι κάποιος ενοχλείται σφόδρα: σσσσσσσσσ! Σιωπή! Κι αν είναι και ώρα κοινής ησυχίας, σοφόν είναι να μουγγαθείς, μην σου στείλουν κάνα εκατό.
Αλλά το ίδιο, παρατεταμένα εκφερόμενο, πιο χαλαρά όμως και κεφάτα, με μάτια μισόκλειστα, με τα χέρια απλωμένα να χαϊδολογάν τον αέρα, μεθυσμένο και κουνάμενο, ξεφαντωμένο και ηδονικό, το σίγμα μπορεί και να συνοδεύει μεράκλωμα. Και χορό. Σσσσσσσσ! Ώπα μάνα μ’!
Επίσης είναι ο βασικός ήχος που περιέχεται στα σήματα που εκφωνούμε για να τραβήξουμε την προσοχή άλλων. Πσσσστ! Εντάξει. Δεν είναι και ό,τι πιο ευγενικό. Πσσσστ! Έως και ηλίθιο. Στις γάτες όμως πιάνει – αυτές ουδόλως ενοχλούνται.
Μ’ αυτό το σύμφωνο που συρίζει, τελειώνει μια πρόθεσή μας: εις. Κι εκεί που ήταν το τελευταίο της γράμμα, επειδή το άτονο «ει» εσίγησε, όπως λέμε, το «σ» απέμεινε κολλημένο στην επόμενη λέξη: εις την > στην, εις τον > στον, εις το > στο. Στο καλό. Στης Ακρόπολης τα μέρη.
Κι έτσι είπαμε και σπολλάτη. Για καλό, και για όχι και τόσο καλό. Εντάξει, βρισιά δεν είναι. Εις πολλά έτη, θα πει. Ο Ξενόπουλος το χρησιμοποιεί κυριολεκτικά. Σαν ευχή. «Σπολλάτη αφέντη μου!» Αλλά ειρωνεία μπορεί κάλλιστα να είναι. «Τώρα μάλιστα. Μας νοικοκύρεψες! Σπολλάτη!»
Και να ’ταν μόνο το «εις». Εδώ κοτζάμ «ίσια» δε διστάσαμε να πελεκήσουμε: σαπέρα στο βουνό, σακάτ στη χαράδρα.
Το «εις» λέγεται ότι επήγε και εις την Πόλιν: Istanbul. Απ’ όπου, αφού έχασε κι αυτός το «ι» του, επέστρεψε κορδωτός καμαρωτός ο Σταμπόλης και τα παιδιά του, ο Σταμπολίδης και ο Σταμπούλογλου.
Κι ακόμη το σίγμα είναι ο τελευταίος ήχος άρθρων: τις κότες, της πέτρας, τες γειτονιές, τους μαθητές. Και δεν το ’χει και πολύ, κατά πώς το ’χει συνήθειο, να πάει να προσκολληθεί στην επόμενη λέξη. Που το φορτώνεται και το κουβαλάει αδιαμαρτύρητα, ακόμη κι όταν αλλάξει η πτώση και η σύνταξη. Γίνεται μέρος της.
Έτσι, ενώ τα βόδια γεμίζουν τον τόπο με τις βουνιές, αυτές γίνονται σβουνιές, κι άντε να τις καθαρίσεις. Και οι κάνθαροι που παν επάνω τους γίνονται σκάνθαροι – σκαθάρια δηλαδή. Οι βώλοι σβωλιάζονται και η κόνις πάει και σκονίζει τα ρούχα σου.
Το «σ» και τα χούγια του. Εισκύπτω για μην κοντάπτω, και εν τέλει και σκύβω και σκοντάφτω. Βλέπω έναν ακανθόχοιρο, τον περνάω για κανθόχοιρο, και τον κάνω σκαντζόχοιρο. Κάνω το καλτσούνι σκαλτσούνι, τον κοριό τον κάνω σκόρο και την εισοδεία μου, σοδειά.
Και, για να την τσιμπολογούν ελεύθερα, κάνω και τους πυργίτες σπουργίτια, και τους αφήνω να κάνουν ό,τι γουστάρουν.
Αλλά εκεί που δεν παίζομαι, είναι στη συνταγή για παγωτό:
Παίρνω το «ψύχω» και πάω στην «κατάψυχση». Εκεί το «χσ» το κάνω «ξ», ανερυθριάστως, και τρώω και την κατάληξη «η» —δεν είναι δα και η πρώτη φορά— και λέω «κατάψυξ». Ύστερα παίρνω το «ς» από το «εις» και το «ν» από το «την» και τα τσοντάρω. Και δυο μερεμετάκια ακόμη: αφού «ς» και «ν» βρεθήκαν δίπλα δίπλα, εγώ προφέρω «ζν». Κι αφού το «κ» βρέθηκε μετά από «ν», το λέω «g». Και σερβίρω:
Ζνgατάψυξ!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου