Έτσι την λέει ο φίλος μου ο Τάκης. Παρασκευούλα. Τελευταία μέρα της βδομάδας. Πρακτικά. Μείναν άλλες δύο, βέβαια, αλλά ποιος τις λογαριάζει. Δεν είναι μέρες αυτές. Είναι χαρές.
Εντάξει, το Σάββατο πάντα θα βρεθεί ο χωριάτης που θα φέρει τον μάστορη σήμερα γιατί δε μπορούσε άλλη μέρα, κι ο μάστορης θα ’χει μαζί του και τρυπάνι να τρυπήσει τον τοίχο να περάσει τα ηλεκτρικά στο μπαλκονάκι στον ακάλυπτο να μπορούμε να καθόμαστε τα καλοκαίρια. Ναι. Σάββατο πρωί θα βρει να το κάνει. Να σε ταράξει. Τι να κάνουμε τώρα. Χωριάτης είναι ο κάτοικος της πόλης που δεν την αισθάνεται χωριό του.
Και την Κυριακή η μέρα θα ’ναι ήρεμη, πρωινή, η μέρα της ραστώνης. Η μέρα που στεφανώνει όλη τη βδομάδα. Όλοι οι χωριάτες θα καταλαγιάσουμε και θα πάμε επίσκεψη. Ή θα πάμε για μπάλα. Ή δε θα πάμε πουθενά – ξέρω ’γώ. Κι ένα κοκκινιστό, καλό είναι. Σημείο Κυριακής είναι. Και θα τσακωθούμε. Γιατί είναι η μέρα που είμαστε όλοι μαζί σπίτι και είναι ευκαιρία. Πότε άλλοτε να τσακωθείς γιατί αφήνεις μες τη μέση τις παντόφλες και τις μαζεύω εγώ, ποιος σου είπε να τις μαζεύεις εσύ, από γλώσσα καλά πάμε, μοσχαρίσια την έχουμε, έτσι;
Γι’ αυτό η Παρασκευή παραμένει το μεγάλο το νόημα. Τα ’χουμε ξαναπεί. Έχει κάτι η Παρασκευή. Έχει το μεγάλο μυστικό. Δεν τσακώνεσαι. Η Παρασκευή έχει παρασκευή. Έχει προσδοκία.
Καλύτερη δεν είναι η προσδοκία από το προσδοκώμενο;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου