Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούλιος, 2022

Γερανοί VI

Άλλη πόλη. Άλλη γη. Άλλη θάλασσα, κι άλλα μέρη. Ίδια όμως ώρα. Εκεί που τελειώνει μια περιστροφή και μπαίνουμε στη σκοτεινή μεριά. Εντάξει. Καλοκαιράκι είναι. Πόσο θα κρατήσει; Ούτε θα σκοτεινιάσει αμέσως, και νωρίς θα σκάσει το πρώτο φως – σε λίγες ωρίτσες. Έχουν τον τρόπο τους να μας ξαφνιάζουν, έτσι δεν είναι;

Πολυξένη II

Γυρίζω χθες σπίτι από τη φωτογράφιση, να κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα η μαμά. – Τι έγινε ρε μαμά; – Τίποτα. Τρώγε. Κανείς δε μιλούσε. Φάγαμε κι αποφάγαμε, στο τέλος λέει. – Καλά, έπρεπε να φωτογραφηθείς σα λάμια; – Σαν τι; – Λάμια, παιδί μου, λάμια. Σαν τέρας. Αυτές που τρώνε παιδιά στα παραμύθια. Που κάνουν τους ανθρώπους μια χαψιά. – Τι λάμια, ρε μαμά, μια φωνή πάτησα. – Ναι, αλλά λες και ουρλιάζεις και θα μας φας ζωντανούς είσαι. Και από πότε στη φωτογράφιση πατάμε τις φωνές, ε; Σου ’κανε τίποτε κανείς; Σε τσίμπησε, παιδί μου, τίποτε; – Έτσι είμαι ’γω ρε μαμά – πατάω και καμιά φωνή. Πού ’ν’ το πρόβλημα; – Να σου πω πού είναι το πρόβλημα: τώρα ο κόσμος για δαιμονισμένο σ’ έχει. Και για πειραγμένο. Ότι δεν πας καλά. Για καλό σε στείλαμε να φωτογραφηθείς; Σαν καταζητούμενη βγήκες. Όποιος την δει, αμοιβή. Τόσα τα λεφτά. Έπεσε ησυχία. Τι σχέση έχει τώρα; Και γιατί θα ’πρεπε πριν φωτογραφηθώ να ’χω κατά νου πώς θα το πάρει ο καθένας; Και να κάνω τη χαριτωμένη και τη γλυκούλα; – Διότι αυτό ...

Πολυξένη

Εντάξει, έσπευσε προχθές και μοστραρίστηκε ο Πολυχρόνης. Εγώ πάλι είμαι η Πολυξένη. Από την ίδια μαμά, την Ευγενία. Κοριτσάκι όμως εγώ. Ποιον θα ’φερνε πρώτον για φωτογραφία η μαμά, εμένα; Σιγά μη σκίσει κάνα καλσόν. Αυτόν έφερε πρώτον. Θα μου πεις, πέντε είμαστε όλοι κι όλοι, ε, κάποιος θα ’ταν πρώτος και κάποιος δεύτερος. Σύμφωνοι. Να το δεχτούμε. Και πώς δεν έτυχε να ’μαι εγώ πρώτη; Ένιγουέη. Πολυξένη, δηλαδή που μ’ ερωτεύτηκε ο Αχιλλέας και γινήκαμε μπάχαλο, ο ένας σκοτωμός μετά τον άλλον. Δεν είναι της παρούσης. Θα επανέλθω εν καιρώ. Κι έχει κι Αγία Πολυξένη παρακαλώ. Είπαμε: όταν έλθει η ώρα. Εμένα δε μου ’ρχεται ύπνος να κοιμάμαι όπου σταθώ κι όπου βρεθώ σαν τον άλλον. Καθόλου. Το μάτι κάγκελο. Δραστήρια και νευρώδης και αεικίνητη. Και πατάω και τις φωνές άμα χρειαστεί. Εντάξει. Μερικές φορές και χωρίς να χρειαστεί. Έτσι παν αυτά. Πολυξένη λοιπόν. Θα τα λέμε. Πάω για βόλτες. Φιλιά.

Παντελής

Ή, αν έχεις τύχη διάβαινε. Μπορεί, ας πούμε, να γίνεις βασιλέας της Βακτρίας και πάσης Ινδίας. Ντα Ξια κινεζιστί. 大夏. Κινεζιστί γιατί τα μέρη εκείνα, τα κοντινά το ’να με τ’ άλλο, Ινδίες και Κίνες, αντάλλασσαν και φιλοφρονήσεις κι εμπορεύματα και νόου χάου κι ό,τι τύχαινε. Πας εσύ και βασιλεύεις σε ό,τι βρεθεί μπροστά σου, οπότε να τι συμβαίνει: φτάνεις στις Ινδίες και γίνεσαι ο πρώτος που βγάζει χάλκινο νικέλινο νόμισμα εκεί. Η Δύση θα το μάθαινε το κόλπο δυο χιλιετίες αργότερα. Εσύ όμως σου το είχαν σφυρίξει το μυστικό οι Κινέζοι, το και το, και να ’σου η νομισματάρα φαρδιά πλατιά, και μαζί κι ο λιοντάρης, το φοβερό σύμβολο, και μαζί και η ινδή χορευταρού, η Λάκσμι, δηλαδή η Σρι. Η καλότυχη. Ε ρε, μεγαλεία. Και απ’ τη μιαν άκρη το νόμισμα στην άλλη, η ονοματάρα σου: Βασιλεύς Πανταλέων. Βέβαια. Ή αφήνεις και περνάν κάτι αιώνες και πας και γίνεσαι γιατρός στη Νικομήδεια. Λεφτά με ουρά ο μπαμπάς και η μαμά, και ποιες Ινδίες, είμαστε τώρα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κι ο Μαξιμιανός σε διορί...

Παρασκευή

– Έχεις πάει Πρώτη; – Ναι, Πασά μου. – Δευτέρα, Τρίτη; – Ναι, Πασά μου. – Τετάρτη, Πέμπτη; – Ναι, Πασά μου. Πήγα και Παρασκευή, και το Σαββάτο σχόλασα. Ήταν ο Πασάς, δηλαδή η εξουσία. Που τσεκάριζε τις γραμματικές γνώσεις του Καραγκιόζη. Και κάθε Καραγκιόζη. Με το συμπάθιο. Να δει μέχρι ποια τάξη έχει πάει. Ε, μέχρι ποια να ’χει πάει; Παρασκευή, και το Σαββάτο σχόλασε. Κι είχανε και την Κυριακή αργία. Στα σαρανταπεντάρια τα δισκάκια του Σπαθάρη. Οι τάξεις ήταν ώς την Πέμπτη, και μετά Παρασκευή και το Σαββάτο σχόλαγες. Αυτή η Παρασκευή είχε κάτι μαγικό, πάντα. Η προπαρασκευή, γιατί περί αυτού επρόκειτο. Παρασκευαζόσουν γιατί το Σαββάτο το μεσημέρι θα σχόλαγες. Βλέπεις, τότε πήγαινες σχολείο και Σαββάτο. Που σχόλαγες, και τέλειωνε η υπόθεση. Γι’ αυτό και ποτέ δεν κατάφερα να κατανοήσω πώς γίνεται έναν άνθρωπο να τον λένε Παρασκευή. Δηλαδή; Θα μπορούσε να σε λένε και Σαββάτο; Έτσι την είπαν ο μπαμπάς της και η μαμά της όμως. Παρασκευή. Διότι, λέει, παιδί δεν είχαν και παρακαλάγαν κι αυτή ...

Πολυχρόνης

Μόλις περάσεις τις δύο βδομάδες, μεγαλώνεις, κατάλαβες; Ανοίγουν τα μάτια σου και καθαρίζουν και βλέπεις πού πας, και ωπ, εμφανίζονται και δόντια. Μεγαλείο. Καλά, και περπατάς, εννοείται. Πας από δω, πας από κει, ό,τι κινείται το ακολουθάς, κι όλα καλά. Κι αρχινάς και γλείφεσαι και πλένεσαι - άπιαστος. Σκαρφαλώνεις, πατάς τις φωνές και σε κατεβάζουν, και ξανασκαρφαλώνεις, κι όλο αυτή η δουλειά. Κι αρχίζεις και τρως και φαΐ κανονικό, καμιά κροκέτα, τίποτις κονσέρβα, ρε παιδί μου, πας να γίνεις γάτα κανονική. Γάτα με πέταλα. Πολυχρόνης. Έτσι λέγομαι. Ιερομάρτυς ήταν αυτός και τον σφάξαν οι Αρειανοί. Όχι καλέ, οι οπαδοί του Αρείου μιλάμε. Ότι ο Χριστός ήταν δημιούργημα. Μπερδεμένο. Θα ρωτήσω και θα επανέλθω. Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι. Θα μας δίναν και τη στολή τζάμπα. Δεν πειράζει. Ό,τι μπορούμε θα κάνουμε. Εντάξει. Μιλάμε.

Γερανοί V

Ἔρρει τὰ κᾶλα. Μίνδαρος ἀπεσσύα. πεινῶντι τὤνδρες. ἀπορίομες τί χρὴ δρᾶν: πάνε τα πλοία, ο Μίνδαρος απέθανε, οι άνδρες πεινούν, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Έτσι έγραφε ο Ιπποκράτης ο Λακεδαιμόνιος στο τηλεγράφημά του στη Σπάρτη, όταν αυτός κι ο Μίνδαρος νικήθηκαν στην Κύζικο το 410 π.Χ. Άσ’ τα να πάνε. Όλα χάλια, σε τέσσερεις φρασούλες. Έρρει τα κάλα. Τα ξύλα, δηλαδή. Μόνο στον πληθυντικό, ξύλα, ξύλα για καύση, κάγκανα κάλα. Κι από τα ξύλα, συνεκδοχικά τα πλοία. Έρρει. Πάνε τα πλοία. Τα κάλα, κι από κει και τα καλαπόδια. Τα ξυλοπόδια δηλαδή, που βάνεις να σου κρατάν το παπούτσι σε φόρμα. Κι από κει και ο καλοβάμων. Που περπατάει πάνω σε ξύλα. Και καλοβάτης. Πάνω σε ξυλοπόδαρα. Αρχαίον σπορ. Έπιανες κάτι μακρουλά ξύλα, δόρατα συνήθως, που είχαν κάθετο βατήρα που εξείχε για να πατάς το πόδι σου, ανέβαινες επάνω και γινόσουν τρία μέτρα άνθρωπος. Κι αν ήξερες το κόλπο και δεν τσακιζόσουν, γινόσουν θέαμα κι έβγαζες και μεροκάματο. Καλοβάμων. Κι από κει και τα καλοβάμονα. Τα πουλιά που περπατ...

Τρένο ειδικό

Δεν ξέρεις πότε και από πού περνάει. Τα βράδια συνήθως και υπό προϋποθέσεις. Εφόσον αυτές τηρηθούν. Κανείς δεν είναι σίγουρος ποιες είναι. Άλλοι λένε έτσι. Άλλοι αλλιώς. Διάφοροι μύθοι κυκλοφορούν, να ’σαι καλό παιδί, να πλένεις τα δόντια σου, ν’ ακούς τη μαμά σου. Κι άλλοι πιο περίπλοκοι, να ’σαι καλός άνθρωπος, να μην κάνεις κακό σε άλλους, να ’σαι ο εαυτός σου, να μην το ’να, μη τ’ άλλο, χίλια δύο, κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς. Από φιλολογία, άλλο τίποτα. Κι από αποφθέγματα, γεμάτα τα βιβλία και το ίντερνετ. Πάντως η ουσία είναι ότι κατά καιρούς κάποιοι ευλογημένοι περνάει αυτό και μπαίνουν και παν. Μπαίνεις με χαρά και με χτυποκάρδι, έτσι νομίζουμε όλοι, αλλά γι’ αυτό είναι μυστήριο τρένο: γιατί με όλες τις δυσκολίες και τα απίθανα και τις διαδόσεις, όταν είναι να μπεις, μπαίνεις κανονικά. Φυσιολογικά. Σαν να ήταν το πιο αυτονόητο πράγμα του κόσμου. Ούτε που το προσέχεις, ούτε που το ξεχωρίζεις ότι μπαίνεις. Απλώς μπαίνεις. Και η διαδρομή κανονική είναι. Όλοι φαντάζονται ότι είναι κ...

Γερανοί IV

  Γερανοί IV Cranes IV

Κατόρζ

Δεκατέσσερα, δηλαδή. Εντάξει. Πάλι καλά που δεν ήταν ενενήντα τέσσερα. Ξες τι θα σου ’λεγε; Χα! Τέσσερεις - είκοσι - δεκατέσσερα. Κόφ’ το λαιμό σου. Τέσσερεις είκοσι ογδόντα, σωστά; Και δεκατέσσερα που είπαμε; Ενενήντα τέσσερα. Είδες; Τέσσερεις - είκοσι - δεκατέσσερα. Ίσον ενενήντα τέσσερα. Καλά σου λέει. Είναι περίεργος. Γενικώς ειπείν. Ένα φαΐ καλό, μια θάλασσα μπλε, ένα παιδί ψηλό. Κι ο καιρός σου ο κακός. Διότι, βλέπεις, βάνει τα επίθετα μετά τα ουσιαστικά. Έτσι. Μη ρωτάς γιατί. Χούι. Έτσι το καταλαβαίνει. Κι είναι και βιαστικός και τα μασάει. Χωργιάτης. Πώς λες εσύ, σέντσαν μέντσαν, και εννοείς σε έντυσαν; με έντυσαν; Εσύ το λες επειδή είσαι Καρδιτσιώτης – ε, εκείνοι είναι όλοι Καρδιτσιώτες. Από τον ντελιβερά ώς τον πρεζιντάν. Σου λέει κέσκεσέ ενώ γράφει κε-εστ-σε-κε-σε-εστ. Γράφει το σκυλί στο χωράφι και σου λέει τ’σκλι στ’χραφ. Στην πορεία τρώει και κάτι τις ρε παιδί μου. Δεν τα λέει όλα. Στο περίπου. Αλλά τα γράφει όλα, νταξ; Άμα δεν πιάσεις τι έγινε, πας και το κοιτάς γραμμένο...

Εξ αρχής

– Έχετε πεθάνει, κύριε. Ήμουν τότε πολύ μικρός. Ξεφτίλα μικρός. Δεν στενοχωρήθηκα για τον καμπουριαστό τύπο που άκουγε τη φοβερή είδηση από τα χείλη τού δημοσίου υπαλλήλου. Ο φουκαράς είχε ζητήσει κάτι χαρτιά. Και είχε πάει και ξαναπάει στον υπάλληλο κάθε πιθανό και απίθανο δικαιολογητικό. Ο άλλος ξεφύλλιζε ψύχραιμα το μεγάλο βιβλίο – κάτι σαν κατάλογο, σαν τεφτέρι. Σαν πρωτόκολλο. Έλεγε και παρακαλούσε ο πολίτης, κι ο άλλος ξεφύλλιζε. Και δώσ’ του ξεφύλλιζε. Ακούγοντας και μένοντας σιωπηλός. Κι ο πολίτης όλο κι εξηγούσε, κι ο άλλος εκεί, ξεφύλλιζε. Παίζοντας στο στόμα του την οδοντογλυφίδα – μόλις είχε κολατσίσει; όλην ώρα κολάτσιζε; απλώς είχε πάντα μια οδοντογλυφίδα χωμένη στο στόμα του; Ποιος ξέρει. Με τις μαύρες του τις φοδρίτσες για να μη λιώνουν τα μανίκια του, όλην ώρα ακουμπιστά στο γραφείο, αυτές τις μαύρες τις φοδρίτσες που φορούσαν τότε εξωτερικά στα μανίκια – όπως στο Λούκι Λουκ, που τις φοράνε οι υπάλληλοι στα γκισέ. Άμα έβλεπες τέτοιες, ήξερες: ταμίας, κλητήρας, ληξίαρχο...

Αλλαγή χρήσης

Που πρώτα ήταν κάτι άλλο και μετά γίνεται κάτι άλλο, αλλά τι θα γίνει, πότε και πώς, δεν είναι καθορισμένο με σαφήνεια. Σαν νερό που φτιάχνει τυχαίες διαδρομές όπου χυθεί, και ποτέ δεν ξέρεις εκ των προτέρων τι σχέδιο θα προκύψει. Ρε παιδί μου πρώτα ήταν ταρσανάς. Tersane, τούρκικα. Από το αραβικό دَار اَلصِّنَاعَة‎, νταρ ας σινάα, βιομηχανία. Και darsena ιταλικά, dársena σπανιόλικα. Ναυπηγείο. Τελοσπάντων βγάζαν τα ξυλοκάραβα έξω και τα φροντίζαν. Τα βάφαν, τα καλαφατίζαν, και μετά ξανά μέσα. Μπλουμ. Ναυπηγοί, μαστόροι, τεχνίτες, ξυλεία, πίσσες, βίντσια – ό,τι μπορείς να φανταστείς. Κι αφού ήταν ταρσανάς, είχε και γλίστρα. Αλλά σιγά σιγά αρχίσαν οι γιωταχήδες να ’χουν βάρκα και ρυμουλκούμενο, βγήκε κι απόφαση και νόμος και καθόριζε με σαφήνεια το καθεστώς για τρέιλερ, για κοτσαδόρους, κι όλ’ αυτά που σέρνεις πίσω απ’ το αμάξι, οπότε τι να την κάνεις τη βάρκα την ξύλινη να σου κοστίσει όσο το αμάξι και το τρέιλερ μαζί κι άλλο τόσο; θέμε; δε θέμε. Πάρε μια πλαστική καρμπόν να κάνεις τη ...

Ας είναι

Να σου πω, τώρα που πια δεν ακούει κανείς. Να σου πω για ποιο λόγο τα πράματα γινήκαν όπως γίναν. Να σου πω πώς τα κατάλαβα εγώ. Γίνηκαν γιατί δεν ξέραμε τα ίδια. Άλλα εσύ γνώριζες, κι άλλα εγώ. Ήξερα από τι ήταν φτιαγμένο το θέλγητρο. Κι όταν τα ξέρεις, τα υλικά γίνονται πομφόλυγας. Φούσκα και χάνονται. Δικό σου ήταν το φέγγος, κι ας νόμιζες δικό μου. Κι ας πονούσε κι ας έσταζε το κορμί. Ήταν δικό σου και τίποτα. Το ’ξερα όμως εγώ γιατί τα ’χω σπουδάσει. Και τα ’χασα. Σαν μικρό παιδί. Δεν ήξερα πώς να σωθούμε και τι να κάνω. Τόσο όμορφη και τόσο γενναία. Εκείνη τη μέρα που ανοίχτηκες, θυμάσαι; Σαν ζωγραφιά. Αποκοτιά. Κι ευγένεια και χάρη, όλα τα ρίσκα, βγήκες εκτεθειμένη, τόσο όμορφα τα χείλη σου κι αφύλακτα, βάφτηκε ο τόπος. Τα ’παιξες όλα για όλα. Σε βλέπω στον ύπνο μου και πετάγομαι. Τέτοια ανδρεία. Τα ’ξερα λοιπόν όλα αυτά, και τα ’βλεπα. Οπότε δεν είχα επιλογή. Έπρεπε ν’ ανταποκριθώ, κι αναγκάστηκα να αποφασίσω πόσω χρονών είμαι. Εκεί ήταν το θέμα. Έπρεπε να διευκρινίσω. Έπρεπε ν...

Ταχύτητα

Δεν ορίζεται με ένα μόνο νούμερο, τόσος χρόνος, τόση μάζα, τόσο μήκος. Όχι. Είναι διάνυσμα. Θες να ξέρεις τη διεύθυνση. Δεν είναι χύμα. Πάνω σε μια ευθεία πάει. Και πάνω εκεί, σ’ αυτήν την ευθεία, θες να ξέρεις και φορά. Προς τα δω ή προς τα κει, ρε παιδί μου. Κι αφού τα ξέρεις αυτά, τότε μόνο λέει να ξέρεις και το κλου: πόσο διάστημα σε πόσο χρόνο. Πάει με χίλια, σου λέει. Διανύει χίλια —χιλιόμετρα εννοείται— σε μιαν ώρα. Έτσι το ’χουμε συνήθειο οι άνθρωποι. Με χιλιόμετρα την ώρα μιλάμε. Ή με μίλια την ώρα, οι ναυταίοι. Πάντως με την ώρα. Αλλά και με πόσο σου παίρνει ο αέρας τα μαλλιά και ποιος κάθεται δίπλα σου. Μπερδεμένο πράμα η ταχύτητα. Έχει σημασία ποιος είναι δίπλα σου, κι έχει σημασία αν τον γουστάρεις ή όχι. Κι έχει και μεγάλη σημασία αν είναι άνετος. Αν δηλαδή καθώς οδηγάει και παίρνει τις στροφές με χίλια, αν κοντανασαίνει και νιώθει σπουδαίος και ιδρωμένος, λες, άστο καλύτερα παλικάρι μου, πήγαινε σαν άνθρωπος, να γυρίσω το βράδυ σπίτι μου. Και κατεβαίνεις σε πρώτη ευκαιρί...

Άσφαλτος

Πάλλεται ολόκληρο. Περνάν τ’ αυτοκίνητα από πάνω σαν αέρας, σαν σαΐτες. Φσσσσς. Κι όπου έχει αρμούς ο δρόμος, μπαμπάμ. Οι μπρος και οι πίσω ρόδες, οι μεν μετά τις δε, καθώς τρέχει το αμάξι, σε χρόνο ντε τε: μπαμπάμ. Ενισχυμένος ήχος, μπάσος. Βλέπεις, κάθεσαι αποκάτω, εντός τού τύμπανου. Κάτω από τη μεμβράνη του. Κι όπως και να ’χει, το αυτοκίνητο είναι μεγάλο βάρος. Και κοπανάν οι ρόδες στους αρμούς του οδοστρώματος. Μπαμπάμ. Έχει αρμούς γιατί άμα δεν είχε κι ήταν όλο μαζί ένα πράμα ο δρόμος, θα σπώνταν τεντώσου μαζέψου καλοκαίρι και χειμώνα. Είναι λοιπόν κομάτια. Βαλμένα το ’να μετά το άλλο με μεταλλικά δόντια σα φερμουάρ κλειστό και με χώρο μεταξύ τους να μακραίνουν και να κονταίνουν λιγουλάκι, ανάλογα τη θερμοκρασία. Όλο μαζί. Άσφαλτος και αμμοχάλικο, όπως το λεν οι οδοποιοί. Συμπεριφέρεται σαν σώμα. Άσφαλτος. Ορυκτό είναι, το ’ξερες; Βγαίνει έτοιμο. Και βιτουμένιο λέγεται. Κολλώδης, μαύρη και παχύρρευστη —καμιά φορά ημιστερεή— μορφή πετρελαίου. Μάλιστα φίλε μου. Άρα μικροοργανισμοί...

Υπάρχει λόγος

Για να δοκιμάζεις ξανά και ξανά και να θες να πατήσεις το σωστό πλήκτρο τη σωστή στιγμή, υπάρχει λόγος. Και για να τα καταφέρεις τα δάχτυλα να κινηθούν στη σωστή σειρά. Και να συμπέσουν τη στιγμή που πρέπει και να διαφωνήσουν όταν πρέπει. Θες να το κάνεις εκατόν εξακόσιες φορές για να το πετύχεις. Και πάλι δεν είναι αρκετό. Θες να το κάνεις και να το ξανακάνεις μια ζωή. Ξανά και ξανά. Στην αρχή, άστα να πάνε. Ύστερα, έτσι κι έτσι. Κι όλο και διορθώνεις. Εντάξει. Ως προς το ’να δε σκίζεις, απ’ το άλλο δεν τα πηγαίνεις και καλά, αλλά εν τέλει κάτι κάνεις. Και ξανά και ξανά, και τα χρόνια περνάν. Όλο και ξαναδοκιμάζεις. Ώρες ατέλειωτες. Αυτή τη δουλειά. Είπαμε: υπάρχει λόγος. Και μεγαλώνεις και η ζωή σου προχωράει, αλλά εσύ εκεί: ξανά και ξανά. Κι όσο μεγαλώνεις ανακαλύπτεις ότι πια γίνονται πράματα που δεν ήξερες ότι υπήρχαν. Πού να τα ήξερες. Γίνονται μόνο όταν μπορείς να τα ξέρεις. Και πολλές φορές, κι ας υπάρχει λόγος, και πάλι τα πράματα δε σου παρουσιάζονται. Περιμένουν να κοιτάξεις...