Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Παρασκευή

– Έχεις πάει Πρώτη;
– Ναι, Πασά μου.
– Δευτέρα, Τρίτη;
– Ναι, Πασά μου.
– Τετάρτη, Πέμπτη;
– Ναι, Πασά μου. Πήγα και Παρασκευή, και το Σαββάτο σχόλασα.

Ήταν ο Πασάς, δηλαδή η εξουσία. Που τσεκάριζε τις γραμματικές γνώσεις του Καραγκιόζη. Και κάθε Καραγκιόζη. Με το συμπάθιο. Να δει μέχρι ποια τάξη έχει πάει. Ε, μέχρι ποια να ’χει πάει; Παρασκευή, και το Σαββάτο σχόλασε. Κι είχανε και την Κυριακή αργία.

Στα σαρανταπεντάρια τα δισκάκια του Σπαθάρη. Οι τάξεις ήταν ώς την Πέμπτη, και μετά Παρασκευή και το Σαββάτο σχόλαγες.

Αυτή η Παρασκευή είχε κάτι μαγικό, πάντα. Η προπαρασκευή, γιατί περί αυτού επρόκειτο. Παρασκευαζόσουν γιατί το Σαββάτο το μεσημέρι θα σχόλαγες. Βλέπεις, τότε πήγαινες σχολείο και Σαββάτο. Που σχόλαγες, και τέλειωνε η υπόθεση. Γι’ αυτό και ποτέ δεν κατάφερα να κατανοήσω πώς γίνεται έναν άνθρωπο να τον λένε Παρασκευή. Δηλαδή; Θα μπορούσε να σε λένε και Σαββάτο;

Έτσι την είπαν ο μπαμπάς της και η μαμά της όμως. Παρασκευή. Διότι, λέει, παιδί δεν είχαν και παρακαλάγαν κι αυτή γεννήθηκε Παρασκευή. Δηλαδή άμα γεννιόταν Τρίτη ή Πέμπτη – πώς θα το ’βγανες το κορίτσι, χριστιανέ μου; Α, ναι, ήταν και χριστιανός αυτός. Ρωμαίοι, κι ο μπαμπάς και η μαμά. Ο Αγάθων και η Πολιτεία. Έτσι λεγόνταν. Ρωμαίοι τελείως, δηλαδή από ένα χωριό δίπλα στη Ρώμη, όχι γενικώς και αορίστως. Γιατί αορίστως Ρωμαίοι ήταν τότε οι πάντες. Αυτοί όμως εδώ είχαν σπίτι εκεί. Οπότε κατά πώς φαίνεται βαστιόνταν κιόλας.

Η αλήθεια είναι ότι εκείνον τον καιρό, τι να ανακατευτείς με χριστιανισμούς, άμα δε βαστιόσουν και λίγο, να ’χεις και πέντε δεκάρες να πάρεις κάνα βιβλίο, να μπορείς να κάνεις τις σωστές παρέες, να πας στα σωστά λουτρά και στα καφενεία, στα σωστά σχολεία, να ’χεις χρόνο να το σκεφτείς και να το φιλοσοφήσεις, και να ταχθείς με το μέρος του νέου κόσμου. Ο χριστιανισμός, όπως και κάτι άλλα αντίστοιχα φρούτα σε άλλες εποχές, ας φαινόταν της φτωχολογιάς και των αδικημένων. Ήταν όσων είχαν χρόνο, διάθεση και μόρφωση. Και κοινωνική επιφάνεια. Όχι πως δεν υπήρχαν και οι άλλοι. Αλλά, όπως γίνεται πάντα με τους άλλους, δεν τους έμαθε ποτέ κανείς. Σε γενικές γραμμές. Γιατί μην ανοίξουμε τώρα συζήτηση, μα πώς, η τάδε εξαίρεση και η δείνα εξαίρεση. Είπαμε. Σε γενικές γραμμές. Αν δεν ήσουν κάπως ταχτοποιημένος, τι χριστιανισμοί και κορδέλες μπλε – είχες άλλα θέματα να σε καίνε.

Και που λες ποθαίνουν τα γονικά, αμφότεροι και οι δύο, και ξεμένει η μικρά μ’ ένα σωρό λεφτά και τώρα τι γίνεται; Εγώ να σου πω: διαβασμένη είσαι, όμορφη είσαι, όλοι γυναίκα σε θέλουν, καλά, κάντε εσείς όρεξη, εσύ πουλάς τα πάντα, τα δίνεις στους φτωχούς και στα ιδρύματα, και γίνεσαι επικεφαλής σε μικυό. Είχε τότε μια κοινότητα για νεαρές παρθένες και για χήρες, και πήγε η Παρασκευή κι έγινε προεδρίνα. Και κανόνιζε.

Τότε είχαν πρόβλημα οι Ρωμαίοι μ’ αυτά τα ζητήματα. Το παλιό δεν είχε πια γλώσσα και φωνή, αλλά είχε ισχυρούς φίλους, ενώ το νέο ήταν φωνακλάδικο και συναρπαστικό, κι είχε κι αυτό ισχυρούς φίλους – τους αποχτούσε τον έναν μετά τον άλλον. Μιλάμε για τον δεύτερο αιώνα – τότε γεννήθηκε η μικρή, πρέπει να ’ταν στα χρόνια του δικού μας του Αδριανού, αυτουνού με την Πύλη και το adventus, όταν έφτασε, στη Λεωφόρο Αμαλίας, που τότε δεν ήταν Αμαλίας, τέλος πάντων, φεύγουμε από το θέμα μας.

Είχαν πρόβλημα οι Ρωμαίοι γιατί είχε και σοβαρό δίκαιο το κράτος και τι να πεις και πώς να τους κυνηγήσεις τους αλαφροΐσκιωτους της νέας θρησκείας; Με βάση ποια νομοθεσία; Και τι να γράψεις στα αρχεία; Κατεδικάσθη για ποιον λόγο; Και πού να τους πας; Να γεμίζουν οι φυλακές με τι; Με φρικιά που λαχταρούσαν να συναντήσουν το θεό τους; Άσε. Μέγα πρόβλημα. Και βγάναν κάτι Διατάγματα, να θυσιάστε όλοι στους θεούς μη σας πάρει και σας σηκώσει, αλλιώς καήκατε, κυριολεκτικώς, κι έτσι και θυσιάστε ξεχνιώνται όλα και λογαριάζεστε παιδιά μαλάματα κι ας είστε και επικεφαλής σε χριστιανικές εκκλησίες ξέρω γω. Φτάνει που θυσιάσατε. Αφού, να, έτσι λέει το διάταγμα.

Άσ’ το. Νομικά κολασμένο ζήτημα. Και κατά καιρούς κάτι πιο σκληροί απ’ τους άλλους πλακώνονταν να βρούν την άκρη στο κουβάρι το μπερδεμένο. Τέτοιος ήταν ο Τίτος Φούλβος Αίλιος Αδριανός Αντωνίνος. Ο Πίος, παρακαλώ. Pius. Ευσεβής. Γιατί ευσεβής; Δεν ξέρουμε. Πάντως όχι για θρησκευτικούς λόγους, και βεβαίως όχι για χριστιανικούς. Ξυπνάει ένα πρωί λοιπόν ο Αντωνίνος, αυτήν, λέει, να μου τη φέρετε στο παλάτι γιατί μου ’χει κάνει την πόλη μπάχαλο.

Πιάνουν αυτοί, την πάνε. Τα γνωστά. Να θυσιάσεις στους θεούς, πριτς που θα θυσιάσω στους θεούς, βασανίστε τη. Αλλά αυτά τα γκέιμς ήταν πάντα χακαρισμένα. Αυτός της έβαλε πυρακτωμένη περικεφαλαία, αυτή δεν έπαθε τίποτα, ύστερα την κλείσαν φυλακή, ήρθε άγγελος Κυρίου και την έβγαλε, τη ρίξαν στο καζάνι το λάδι το ζεματιστό, ανέπαφη η Παρασκευή, α να χαθείτε ρεμάλια, μια δουλειά δεν ξέρετε να κάνετε σωστά, πάει κοντά, εμ, σωστά την είχαν κάνει τη δουλειά τα ρεμάλια, χάνει αυτός το φως του από την κάψα του καζανιού. Βγαίνει η Παρασκευή, απ’ το καζάνι, λέει μια προσευχή, ανέβλεψε ο Αντωνίνος. Φρέσκος. Καλύτερος από πρώτα.

Εντάξει. Έχουν και οι Αντωνίνοι τα όριά τους. Αφήστε την ελεύθερη, διέταξε αυτός, κι έτσι κι έγινε. Την απολύσαν την Παρασκευή, αφού πρώτα την πήραν όλοι χαμπάρι ως αρμοδία για τις θεραπείες των ματιών και της ανέθεσαν το οφθαλμολογικό τής νέας θρησκείας καθώς και πάσα σχετική αρμοδιότητα.

Βέβαια δεν τελειώνει εδώ η ιστορία μας γιατί ο γιος αυτουνού του Αντωνίνου, ο Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος Αύγουστος, το ξανάνοιξε το θέμα και την ξαναπιάσαν αυτήν, δουλειά δεν είχε ο διάολος, ναι μωρέ, ο γνωστός Μάρκος Αυρήλιος με τα Εις Εαυτόν, ο τελευταίος των Πέντε. Πολύ μυαλό και μέγας Στωικός. Τι να το κάνεις. Αυτές οι αναταράξεις είναι μεγάλα ποτάμια. Τους παρασέρνουν τους ανθρώπους και δεν έχει σωστή μεριά να κάτσεις να τα αναλογιστείς. Την ξαναπιάσαν λοιπόν την Παρασκευή, δώστου μαρτύρια, δώστου φίδια, στο τέλος την αποκεφαλίσαν κι ησυχάσαν όλοι.

Κρατάει κανείς ό,τι τον βοηθάει να ισορροπεί. Τη μνήμη της Αγίας ή τα βιβλία του Αυτοκράτορα.

Μια σκέψη είναι να κρατήσεις και τα δύο. Εντάξει, ο ένας έπαιξε τον καλόν κι ο άλλος τον κακό. Και; Στο ίδιο έργο δεν παίζαν;





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.