– Έχετε πεθάνει, κύριε.
Ήμουν τότε πολύ μικρός. Ξεφτίλα μικρός. Δεν στενοχωρήθηκα για τον καμπουριαστό τύπο που άκουγε τη φοβερή είδηση από τα χείλη τού δημοσίου υπαλλήλου.
Ο φουκαράς είχε ζητήσει κάτι χαρτιά. Και είχε πάει και ξαναπάει στον υπάλληλο κάθε πιθανό και απίθανο δικαιολογητικό. Ο άλλος ξεφύλλιζε ψύχραιμα το μεγάλο βιβλίο – κάτι σαν κατάλογο, σαν τεφτέρι. Σαν πρωτόκολλο. Έλεγε και παρακαλούσε ο πολίτης, κι ο άλλος ξεφύλλιζε. Και δώσ’ του ξεφύλλιζε. Ακούγοντας και μένοντας σιωπηλός. Κι ο πολίτης όλο κι εξηγούσε, κι ο άλλος εκεί, ξεφύλλιζε. Παίζοντας στο στόμα του την οδοντογλυφίδα – μόλις είχε κολατσίσει; όλην ώρα κολάτσιζε; απλώς είχε πάντα μια οδοντογλυφίδα χωμένη στο στόμα του; Ποιος ξέρει.
Με τις μαύρες του τις φοδρίτσες για να μη λιώνουν τα μανίκια του, όλην ώρα ακουμπιστά στο γραφείο, αυτές τις μαύρες τις φοδρίτσες που φορούσαν τότε εξωτερικά στα μανίκια – όπως στο Λούκι Λουκ, που τις φοράνε οι υπάλληλοι στα γκισέ. Άμα έβλεπες τέτοιες, ήξερες: ταμίας, κλητήρας, ληξίαρχος, κάποιος απόλυτος άρχων κάποιου απόλυτου χαρτοβασίλειου. Κάποιος που μπορούσε να σε τσακίσει απόλυτα.
Του ’λεγε λοιπόν ο καημένος ο πολίτης, κι εκείνος ξεφύλλιζε. Και κάποτε ερχόταν η ώρα της σιωπής. Τα επιχειρήματα και τα παρακάλια είχαν εξαντληθεί, κι ό,τι ήταν να αναγνωστεί από το βιβλίο είχε αναγνωστεί και είχε εξαντληθεί κι αυτό. Είχε έρθει η στιγμή της τελικής κρίσεως. Της ετυμηγορίας. Περιμέναμε με την αναπνοή κομμένη.
Σιωπή. Ο υπάλληλος να κλείνει τον τόμο. Παφ. Και φου, να φυσάει τη σκόνη κατά τη μεριά του πολίτη, επιτέλους σηκώνοντας τα μάτια και κοιτάζοντάς τον πάνω απ’ τα γυαλιά του. Κι άλλη σιωπή. Κι ύστερα:
– Έχετε πεθάνει, κύριε.
Το έλεγε το κατάστιχο. Τι να συζητάμε; Τέλος.
– Έχετε πεθάνει.
Και βροντούσε κι έπεφτε το θέατρο. Γιατί περί παράστασης επρόκειτο[1]. Χαμός. Αντιστασιαζόμασταν δια του γέλωτος. Ήταν, βλέπεις, λίγο μετά τη χούντα. Και το σκετς λοιδορούσε το κτηνώδες ανάλγητο κράτος. Που, μέχρι τότε, ήταν ποιος άλλος, η επάρατος. Οπότε επάρατος ίσον κτηνώδες κράτος και τούμπαλιν. Ομοούσια, συμπροσκυνούμενα και συνδοξαζόμενα. Αμφότερα λαλούντα δια των κρατικών κερβέρων. Έτσι τα είχαμε τότε στο μυαλό μας τα πράματα.
– Είπαμε. Έχετε πεθάνει.
Γέλιο σπαρταριστό. Ακόμη αγωνιζόμασταν, βλέπεις, τότε. Κατά του κακού. Ήμασταν ψημένοι ότι εμείς ήμασταν που αντισταθήκαμε στα τανκς και φέραμε τη δημοκρατία. Άκου σενάριο! Που το συνδυάσαμε, το προχωρήσαμε και το αναπτύξαμε, και τσουπ, φέραμε και τον σοσιαλισμό. Κι αργότερα το τερματίσαμε: τροποποιήσαμε την επάρατο και την κάναμε κι αυτήν σοσιαλισμό. Μιλάμε, δεν τα ξεχώριζες. Κι αφού τα καταφέραμε όλ’ αυτά, ήρθε και η ώρα του ταμείου και τα πληρώσαμε όλα, χρυσά και μαλαματένια, και ησυχάσαμε. Ή έτσι νομίσαμε.
Οπότε πάω που λες σήμερα στην Τράπεζα και λέω θέλω μια βεβαίωση ότι αυτός ο λογαριασμός είμαι εγώ και είναι δικός μου. Μάλιστα κύριε, μου λέει, και περιμένω εγώ, χαρά, ευτυχία, αμέριμνος, μου δίνει ένα χαρτί αυτή, ο Τάδε Ταδόπουλος, αριθμός λογαριασμού Τάδε. Λέω, σας παρακαλώ, χρειάζονται ταυτοπροσωπία που μου το ζητήσαν. Οπότε θέλω να αναγράφεται και το ΑΦΜ μου ή ο Αριθμός Ταυτότητας, ό,τι θέλετε, τελοσπάντων τουλάχιστον ένα επιπλέον στοιχείο, εκτός του ονόματός μου που ήδη αναγράψατε.
– Δε γίνεται, κύριε.
– Γιατί δε γίνεται;
– Δεν γράφουμε Αριθμό Ταυτότητας.
– Το βλέπω. Αυτό σας ζητώ. Να γράψετε.
– Δε γίνεται.
– Πώς δε γίνεται;
– Είναι έτοιμες οι φόρμες. Δεν έχει Αριθμό Ταυτότητας.
– Το βλέπω. Αυτό είναι που σας ζητώ: να έχει.
– Δε γίνεται.
– Γιατί;
– Αυτά τα χαρτιά δίνουμε.
– Το βλέπω. Εγώ όμως δε σας ζήτησα τι χαρτιά δίνετε. Σας ζήτησα το χαρτί που σας ζήτησα.
– Δε γίνεται.
– Γιατί;
– Αυτά έχουμε στο κομπιούτερ.
– Το βλέπω. Αλλά εγώ δε σας ζήτησα τι έχετε στο κομπιούτερ. Σας ζήτησα να φτιάξετε ένα χαρτί μ' αυτά που σας ζήτησα. Να το φτιάξετε και να μου το δώσετε.
Η αναστατωμένη υπάλληλος με έβαλε εκδικητικά και συμπλήρωσα μια ειδική αίτηση, και να προσέξω λέει γιατί είναι ειδική και μπορεί να έχει και χρέωση, και να λέει ότι χρειάζομαι ένα χαρτί έτσι κι έτσι. Και, είπαμε, να προσέξω, μπορεί να έχει χρέωση. Και να υπογράψω εδώ. Κι εδώ που λέει ο αιτών. Και προσοχή, μπορεί να έχει χρέωση, το ’παμε αυτό; Α, ναι, το ’παμε.
Και της υπέγραψα το παλιόχαρτο και θα με ειδοποιήσουν, αλλά προσοχή, μπορεί να έχει χρέωση, εντάξει, αυτό μου το είπατε, ευχαριστώ.
Δε μου είπε γεια σας όταν έφευγα. Ήταν άλλωστε λίγο ταραγμένη. Διέκρινα ένα συγχισμένο ελαφρύ λαχάνιασμα κι ένα στέγνωμα του στόματος. Ποιος ξέρει. Δεν της τυχαίνει κάθε μέρα τέτοια συμπεριφορά, να σου ζητάει ο άλλος, ποιος ξέρει τι προστυχιά μπορεί να ζητάει ο καθένας, άντε να συνεννοηθείς.
Και μου 'ρχεται φλασιά, ότι πριν πάω στο υποκατάστημα, πάω να πληκτρολογήσω τράπεζα στον χάρτη, τράγκας μου βγάζει, ύπαγε οπίσω μου, σκέφτομαι, τρα ξαναγράφω, τραινοσέ μου λέει, από μόνο του ρε φίλε, με προλαβαίνει, γαμώ το φελέκι μου γαμώ, σβήνω, τρα ξαναγράφω, οδηγώ τώρα λέμε και θα γίνει κακό, τρα και πριν γράψω π, πετιέται Τραλλέων ντελίβερι κοντά σας σε τρία λεπτά, γαμώ την καταδίκη μου, για το καλό μου, για την εξυπηρέτησή μου, κτηνωδία φιλική και εξυπηρετική και πετιέται για το καλό μου να με τσακίσει.
Και μου 'ρχεται και ο σέρβερ και κόβει από μόνος του τα ανεπιθύμητα μέιλ και δε με ρωτάει από ποιαν είναι αυτό το μέιλ, υπήρξε λέει ένα σεκιούριτι ίσιου, το κόψαμε το μέιλ, για το καλό σας, κι αν τα θέλετε τέτοια μέιλ, να πάτε να κάνετε τα εξής, δεξί κλικ, και εγκεκριμένος χρήστης, και δώστε τον κωδικό σας και το πάσγουορντ, και επιβεβαιώστε το πάσγουορντ, και λες μη σώσω, χέσε και τη γκόμενα και το μέιλ, εδώ θα πεθάνουμε πάνω στο μηχάνημα. Για ελληνικά πατήστε ένα.
Νομίζαμε ότι ήταν η επάρατος που το τηρούσε το κατάστιχο. Ότι εκείνη ήταν η γραφειοκράτισσα. Ήμασταν μωρά, κατάλαβες; και ό,τι γουστάραμε – αυτό νομίζαμε. Μετάθεση, λέγεται αυτή η πάθηση. Βρίσκεις κάποιον και του φορτώνεις τις συμφορές σου και φταίει. Ο διάβολος. Αυτός φταίει.
Αλλά η διακυβέρνηση διαχύθηκε κι απλώθηκε παντού. Κι ορίστε ποιος ήταν το κατάστιχο. Να ποιος έγραφε και μετά δεν ξέγραφε με τίποτα: εμείς. Και σήμερα τα παιδιά μας. Και τα παιδιά των παιδιών μας. Το κατάστιχο έγινε κομπιούτερ. Μπήκε στα σπίτια μας. Έτσι σου λέει το κάθε παλιόπαιδο σε κάθε χελπ ντεσκ. Είναι το κομπιούτερ, σου λέει. Μέχρι και στο περίπτερο, κι η περιπτερού τα ίδια λέει: είναι το κομπιούτερ.
Αλλά το κομπιούτερ λέει ό,τι εσύ του λες να λέει μεγάλε. Κι εσύ δεν τσακίζεσαι να διορθώσεις τι του είπες και μου λες ότι τα λέει εκείνο.
Είναι από κείνα που τα ’χουμε κουβεντιάσει και ξανακουβεντιάσει η ανθρωπότητα. Κύκλους κάνει το πράμα. Και κατά διάφορους χρονικούς κύκλους τα ξανακουβεντιάζουμε, λες και είναι καινούρια θέματα. Εξ αρχής.
Αυτό είναι το δυσοίωνο. Αυτό το εξ αρχής.
---------------------------------
[1] Θεατρική Εταιρεία Στοά. Μάριου Ποντίκα, «Εσωτερικαί Ειδήσεις». Κεντρική Σκηνή, 1979-1980. Λήδα Πρωτοψάλτη, Θανάσης Παπαγεωργίου, Κωνσταντίνος Τζούμας, Ηλίας Κατέβας, Άννα Κοζαδίνου, Αντώνης Αντωνίου. Σκηνοθεσία: Θανάσης Παπαγεωργίου. Σκηνικό - Κοστούμια: Αντώνης Ευδαίμων. Εδώ παραλλαγμένο το στιγμιότυπο, για τις ανάγκες αυτού του σημειώματος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου