Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ας είναι

Να σου πω, τώρα που πια δεν ακούει κανείς. Να σου πω για ποιο λόγο τα πράματα γινήκαν όπως γίναν. Να σου πω πώς τα κατάλαβα εγώ.

Γίνηκαν γιατί δεν ξέραμε τα ίδια. Άλλα εσύ γνώριζες, κι άλλα εγώ. Ήξερα από τι ήταν φτιαγμένο το θέλγητρο. Κι όταν τα ξέρεις, τα υλικά γίνονται πομφόλυγας. Φούσκα και χάνονται. Δικό σου ήταν το φέγγος, κι ας νόμιζες δικό μου. Κι ας πονούσε κι ας έσταζε το κορμί. Ήταν δικό σου και τίποτα.

Το ’ξερα όμως εγώ γιατί τα ’χω σπουδάσει. Και τα ’χασα. Σαν μικρό παιδί. Δεν ήξερα πώς να σωθούμε και τι να κάνω. Τόσο όμορφη και τόσο γενναία. Εκείνη τη μέρα που ανοίχτηκες, θυμάσαι; Σαν ζωγραφιά. Αποκοτιά. Κι ευγένεια και χάρη, όλα τα ρίσκα, βγήκες εκτεθειμένη, τόσο όμορφα τα χείλη σου κι αφύλακτα, βάφτηκε ο τόπος. Τα ’παιξες όλα για όλα. Σε βλέπω στον ύπνο μου και πετάγομαι. Τέτοια ανδρεία.

Τα ’ξερα λοιπόν όλα αυτά, και τα ’βλεπα. Οπότε δεν είχα επιλογή. Έπρεπε ν’ ανταποκριθώ, κι αναγκάστηκα να αποφασίσω πόσω χρονών είμαι. Εκεί ήταν το θέμα. Έπρεπε να διευκρινίσω. Έπρεπε να διαλέξω. Κι ό,τι κι αν διάλεγα, θα μας πρόδινα. Ήμασταν χαμένοι, απ’ όποια πόρτα.

Ό,τι δεν γνώριζες κι αγαπούσες, θα χανόταν. Κι ό,τι γνώριζες θα χανόταν κι αυτό. Και δε θα μπορούσα να κάνω τίποτα. Σε ξέρες θα ξεβγαίναμε και σε μέρη αλλόκοτα. Σε άγνωστον πλανήτη. Και θ’ αναγκευόμασταν και θα ψάχναμε να βρούμε τι και πώς. Δεν υπήρχε τρόπος να κάνω καλό.

Είχες έρθει σε περιοχή που προ πολλού δεν κατοικούσα, κι εγώ είχα αφιχθεί εκεί που εσύ δεν είχες πάει ακόμη. Και παρ’ όλ’ αυτά, φάνταζε τόσο φυσιολογικό. Τόσο κανονικό. Τόσο αυτονόητο και τόσο επιτέλους. Σαν αναπνοή. Σαν νερό.

Ο ένας για τον άλλο. Αλλά όχι του κόσμου τούτου. Εδώ δε μπορούσε να γίνει. Το πιο αληθινό πράμα, κι όμως εδώ δε γινόταν. Είναι να μη σου τύχει. Τα χάνεις όλα, και πρέπει να χτίσεις τον κόσμο από την αρχή. Αιμάσσει το μυαλό, και βοήθεια από πουθενά.

Ας είναι. Ναι, ας είναι. Πάλι καλά, να λέμε. Αλλάξαμε χώρες για να τα καταφέρουμε. Σκέψου να είχε πραγματωθεί: δε θα ’χαμε επιβιώσει.

Καλύτερα έτσι. Καλύτερα τώρα. Μπορεί να μην είμαστε ο ένας του άλλου. Αλλ’ έχουμε αφήσει ο ένας τον άλλο ζωντανό.

Τα παπούτσια σου θυμάμαι καθώς βημάτιζες πάνω στις πλάκες στο πεζοδρόμιο και μιλούσαμε. Πιο όμορφα παπούτσια δεν έχω ξαναδεί.





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.