Να σου πω, τώρα που πια δεν ακούει κανείς. Να σου πω για ποιο λόγο τα πράματα γινήκαν όπως γίναν. Να σου πω πώς τα κατάλαβα εγώ.
Γίνηκαν γιατί δεν ξέραμε τα ίδια. Άλλα εσύ γνώριζες, κι άλλα εγώ. Ήξερα από τι ήταν φτιαγμένο το θέλγητρο. Κι όταν τα ξέρεις, τα υλικά γίνονται πομφόλυγας. Φούσκα και χάνονται. Δικό σου ήταν το φέγγος, κι ας νόμιζες δικό μου. Κι ας πονούσε κι ας έσταζε το κορμί. Ήταν δικό σου και τίποτα.
Το ’ξερα όμως εγώ γιατί τα ’χω σπουδάσει. Και τα ’χασα. Σαν μικρό παιδί. Δεν ήξερα πώς να σωθούμε και τι να κάνω. Τόσο όμορφη και τόσο γενναία. Εκείνη τη μέρα που ανοίχτηκες, θυμάσαι; Σαν ζωγραφιά. Αποκοτιά. Κι ευγένεια και χάρη, όλα τα ρίσκα, βγήκες εκτεθειμένη, τόσο όμορφα τα χείλη σου κι αφύλακτα, βάφτηκε ο τόπος. Τα ’παιξες όλα για όλα. Σε βλέπω στον ύπνο μου και πετάγομαι. Τέτοια ανδρεία.
Τα ’ξερα λοιπόν όλα αυτά, και τα ’βλεπα. Οπότε δεν είχα επιλογή. Έπρεπε ν’ ανταποκριθώ, κι αναγκάστηκα να αποφασίσω πόσω χρονών είμαι. Εκεί ήταν το θέμα. Έπρεπε να διευκρινίσω. Έπρεπε να διαλέξω. Κι ό,τι κι αν διάλεγα, θα μας πρόδινα. Ήμασταν χαμένοι, απ’ όποια πόρτα.
Ό,τι δεν γνώριζες κι αγαπούσες, θα χανόταν. Κι ό,τι γνώριζες θα χανόταν κι αυτό. Και δε θα μπορούσα να κάνω τίποτα. Σε ξέρες θα ξεβγαίναμε και σε μέρη αλλόκοτα. Σε άγνωστον πλανήτη. Και θ’ αναγκευόμασταν και θα ψάχναμε να βρούμε τι και πώς. Δεν υπήρχε τρόπος να κάνω καλό.
Είχες έρθει σε περιοχή που προ πολλού δεν κατοικούσα, κι εγώ είχα αφιχθεί εκεί που εσύ δεν είχες πάει ακόμη. Και παρ’ όλ’ αυτά, φάνταζε τόσο φυσιολογικό. Τόσο κανονικό. Τόσο αυτονόητο και τόσο επιτέλους. Σαν αναπνοή. Σαν νερό.
Ο ένας για τον άλλο. Αλλά όχι του κόσμου τούτου. Εδώ δε μπορούσε να γίνει. Το πιο αληθινό πράμα, κι όμως εδώ δε γινόταν. Είναι να μη σου τύχει. Τα χάνεις όλα, και πρέπει να χτίσεις τον κόσμο από την αρχή. Αιμάσσει το μυαλό, και βοήθεια από πουθενά.
Ας είναι. Ναι, ας είναι. Πάλι καλά, να λέμε. Αλλάξαμε χώρες για να τα καταφέρουμε. Σκέψου να είχε πραγματωθεί: δε θα ’χαμε επιβιώσει.
Καλύτερα έτσι. Καλύτερα τώρα. Μπορεί να μην είμαστε ο ένας του άλλου. Αλλ’ έχουμε αφήσει ο ένας τον άλλο ζωντανό.
Τα παπούτσια σου θυμάμαι καθώς βημάτιζες πάνω στις πλάκες στο πεζοδρόμιο και μιλούσαμε. Πιο όμορφα παπούτσια δεν έχω ξαναδεί.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου