Γυρίζω χθες σπίτι από τη φωτογράφιση, να κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα η μαμά.
– Τι έγινε ρε μαμά;
– Τίποτα. Τρώγε.
Κανείς δε μιλούσε. Φάγαμε κι αποφάγαμε, στο τέλος λέει.
– Καλά, έπρεπε να φωτογραφηθείς σα λάμια;
– Σαν τι;
– Λάμια, παιδί μου, λάμια. Σαν τέρας. Αυτές που τρώνε παιδιά στα παραμύθια. Που κάνουν τους ανθρώπους μια χαψιά.
– Τι λάμια, ρε μαμά, μια φωνή πάτησα.
– Ναι, αλλά λες και ουρλιάζεις και θα μας φας ζωντανούς είσαι. Και από πότε στη φωτογράφιση πατάμε τις φωνές, ε; Σου ’κανε τίποτε κανείς; Σε τσίμπησε, παιδί μου, τίποτε;
– Έτσι είμαι ’γω ρε μαμά – πατάω και καμιά φωνή. Πού ’ν’ το πρόβλημα;
– Να σου πω πού είναι το πρόβλημα: τώρα ο κόσμος για δαιμονισμένο σ’ έχει. Και για πειραγμένο. Ότι δεν πας καλά. Για καλό σε στείλαμε να φωτογραφηθείς; Σαν καταζητούμενη βγήκες. Όποιος την δει, αμοιβή. Τόσα τα λεφτά.
Έπεσε ησυχία. Τι σχέση έχει τώρα; Και γιατί θα ’πρεπε πριν φωτογραφηθώ να ’χω κατά νου πώς θα το πάρει ο καθένας; Και να κάνω τη χαριτωμένη και τη γλυκούλα;
– Διότι αυτό πουλάει. Τα γατιά είναι γλυκούλια και χαριτωμένα και ώχου ώχου ώχου το, είπε η μαμά και με τάπωσε, λες κι είχε ακούσει τι σκεφτόμουν. Αν νομίζεις εσύ ότι μπορείς να χαλάς την πιάτσα, κάνε τα δικά σου, παιδί μου – εγώ ό,τι είχα να πω το ’πα. Ένα πράμα να ξέρεις: εδώ δεν είμαστε ίδρυμα. Λίγο ακόμη και σας παράτησα εγώ, κι έφυγα, και άντε γεια. Κατανοητόν; Βρες πώς θα συνεχίσεις τη ζωή σου. Αυτό μόνο σου λέω. Κανόνισε.
Έπεσε ακόμη χειρότερη ησυχία. Δε μιλούσε κανείς. Ούτε αυτός ο Πολυχρόνης ούτε οι άλλοι. Κοιτάζαν το πάτωμα.
Δηλαδή, τώρα τι; Να πάω να βγάλω τη φάτσα μου αλλιώς φωτογραφία; Να πάρω το ύφος το περίλυπο, τι καημένο γατάκι πού ’μαι εγώ; Αυτό δηλαδή είναι το πρέπον και το αρμόζον; Να γίνω χαριτωμένη και κακομοίρα κι αθώα; Για συμπάθιο;
Άλλο τι είσαι, κι άλλο πώς πρέπει να είσαι;
Μπλέξαμε;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου