Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πολυξένη II



Γυρίζω χθες σπίτι από τη φωτογράφιση, να κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα η μαμά.

– Τι έγινε ρε μαμά;
– Τίποτα. Τρώγε.

Κανείς δε μιλούσε. Φάγαμε κι αποφάγαμε, στο τέλος λέει.

– Καλά, έπρεπε να φωτογραφηθείς σα λάμια;
– Σαν τι;
– Λάμια, παιδί μου, λάμια. Σαν τέρας. Αυτές που τρώνε παιδιά στα παραμύθια. Που κάνουν τους ανθρώπους μια χαψιά.
– Τι λάμια, ρε μαμά, μια φωνή πάτησα.
– Ναι, αλλά λες και ουρλιάζεις και θα μας φας ζωντανούς είσαι. Και από πότε στη φωτογράφιση πατάμε τις φωνές, ε; Σου ’κανε τίποτε κανείς; Σε τσίμπησε, παιδί μου, τίποτε;
– Έτσι είμαι ’γω ρε μαμά – πατάω και καμιά φωνή. Πού ’ν’ το πρόβλημα;
– Να σου πω πού είναι το πρόβλημα: τώρα ο κόσμος για δαιμονισμένο σ’ έχει. Και για πειραγμένο. Ότι δεν πας καλά. Για καλό σε στείλαμε να φωτογραφηθείς; Σαν καταζητούμενη βγήκες. Όποιος την δει, αμοιβή. Τόσα τα λεφτά.

Έπεσε ησυχία. Τι σχέση έχει τώρα; Και γιατί θα ’πρεπε πριν φωτογραφηθώ να ’χω κατά νου πώς θα το πάρει ο καθένας; Και να κάνω τη χαριτωμένη και τη γλυκούλα;

– Διότι αυτό πουλάει. Τα γατιά είναι γλυκούλια και χαριτωμένα και ώχου ώχου ώχου το, είπε η μαμά και με τάπωσε, λες κι είχε ακούσει τι σκεφτόμουν. Αν νομίζεις εσύ ότι μπορείς να χαλάς την πιάτσα, κάνε τα δικά σου, παιδί μου – εγώ ό,τι είχα να πω το ’πα. Ένα πράμα να ξέρεις: εδώ δεν είμαστε ίδρυμα. Λίγο ακόμη και σας παράτησα εγώ, κι έφυγα, και άντε γεια. Κατανοητόν; Βρες πώς θα συνεχίσεις τη ζωή σου. Αυτό μόνο σου λέω. Κανόνισε.

Έπεσε ακόμη χειρότερη ησυχία. Δε μιλούσε κανείς. Ούτε αυτός ο Πολυχρόνης ούτε οι άλλοι. Κοιτάζαν το πάτωμα.

Δηλαδή, τώρα τι; Να πάω να βγάλω τη φάτσα μου αλλιώς φωτογραφία; Να πάρω το ύφος το περίλυπο, τι καημένο γατάκι πού ’μαι εγώ; Αυτό δηλαδή είναι το πρέπον και το αρμόζον; Να γίνω χαριτωμένη και κακομοίρα κι αθώα; Για συμπάθιο;

Άλλο τι είσαι, κι άλλο πώς πρέπει να είσαι;

Μπλέξαμε;






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.