Που πρώτα ήταν κάτι άλλο και μετά γίνεται κάτι άλλο, αλλά τι θα γίνει, πότε και πώς, δεν είναι καθορισμένο με σαφήνεια. Σαν νερό που φτιάχνει τυχαίες διαδρομές όπου χυθεί, και ποτέ δεν ξέρεις εκ των προτέρων τι σχέδιο θα προκύψει.
Ρε παιδί μου πρώτα ήταν ταρσανάς. Tersane, τούρκικα. Από το αραβικό دَار اَلصِّنَاعَة, νταρ ας σινάα, βιομηχανία. Και darsena ιταλικά, dársena σπανιόλικα. Ναυπηγείο. Τελοσπάντων βγάζαν τα ξυλοκάραβα έξω και τα φροντίζαν. Τα βάφαν, τα καλαφατίζαν, και μετά ξανά μέσα. Μπλουμ. Ναυπηγοί, μαστόροι, τεχνίτες, ξυλεία, πίσσες, βίντσια – ό,τι μπορείς να φανταστείς.
Κι αφού ήταν ταρσανάς, είχε και γλίστρα. Αλλά σιγά σιγά αρχίσαν οι γιωταχήδες να ’χουν βάρκα και ρυμουλκούμενο, βγήκε κι απόφαση και νόμος και καθόριζε με σαφήνεια το καθεστώς για τρέιλερ, για κοτσαδόρους, κι όλ’ αυτά που σέρνεις πίσω απ’ το αμάξι, οπότε τι να την κάνεις τη βάρκα την ξύλινη να σου κοστίσει όσο το αμάξι και το τρέιλερ μαζί κι άλλο τόσο; θέμε; δε θέμε. Πάρε μια πλαστική καρμπόν να κάνεις τη δουλειά σου σαν άνθρωπος.
Κατάλαβες; Και μπλέκαν τα πράματα κι αρχίζαν και παρκάραν άσχετα αμάξια, γέμιζ’ ο τόπος, πάρ’ το από δω, εμποδίζεις, και πώς θα κάνω εγώ τη δουλειά μου ρε μεγάλε να ρίξω τη βάρκα στο νερό, και τι με νοιάζει εμένα τι πόνο έχει ο καθένας σας, εμένα δε μ’ αφήνετε τη δική μου δουλειά να κάνω, άιντε πάρ’ το που σου λένε το ρημάδι, φωνάζαν το εκατό.
Κατάλαβες; Μετά βγήκαν άλλες αποφάσεις, όχι τι να τα κάνουμε τα ξύλινα τα καΐκια, διαλύστε τα, τι ταρσανάς μου λες εμένα και τι καλαφάτισμα, άστο, όσο βαστήξει το πέτσωμα βάστηξε, ως έχει, μετά το πουλάμε σε κάνα συλλέκτη.
Αλλά στο μεταξύ είχε χτιστεί και το εργοστάσιο τα τσιμέντα δίπλα, δώστου νταλίκες, δώστου φορτηγά, θόρυβος, κακό, κάμινος, παν τα πουλιά, φύγανε, μίγμα λέει από αλεσμένο ασβεστόλιθο και άργιλο, το ψήνεις στους 1450 βαθμούς και παίρνεις το κλίνκερ, κι αυτό το κοπανάς, το αλέθεις, σκόνη, κυριολεκτικά μιλάμε, και παίρνεις ένα πράμα, υδραυλική κόνις λέει, άμα ρίξεις νερό, ρίξεις και χαλίκι –σκύρα δηλαδή– ορίστε το σκυρόδεμα. Οπλίζεις και με σίδερα, πάρε το μπετόν αρμέ. Πολυκατοικία.
Κατάλαβες; Αλλά το αυξημένο κόστος παραγωγής και οι επιπτώσεις στις τιμές, κι έρχεται η πολυεθνική και τα παίρνει τα τσιμέντα μπιρ παρά και τα φορτηγά τώρα θένε μεγαλύτερο δρόμο και φαρδύτερο και ταχύτερο, και στο μεταξύ ο ρηχός ο ταρσανάς δένουν τις ψαρόβαρκες, οι ναυπηγοί και οι μαραγκοί άντε γεια, και τα εγγόνια τους έχουν γίνει πολιτικοί μηχανικοί στην καλύτερη. Στη χειρότερη έχουνε πάει υπάλληλοι στα σούπερ, τους λες για οπλισμό πλοίου και νομίζουν ότι μιλάς για πολυβόλα.
Και δε μπορεί να ’ρθούν εδώ τα καράβια, ποτέ δε μπορούσαν, είναι στενό το μέρος και ρηχό, πάνε και δένουν παρακάτω, πιο ανοιχτά, και περνάν τ’ αυτοκίνητα, πάνε έλα, με τα πράματα για το εργοστάσιο, που πια δεν είναι εργοστάσιο, αποθήκη είναι αφού το πήρε η πολυεθνική, πράματα αγορασμένα και στοιβαγμένα, που περιμένουν να διανεμηθούν, οπότε δεν έχει εργάτες και δε σταματάει το λεωφορείο – τι να αποβιβάσει;
Άρα ό,τι περνάει από δω δε σχετίζεται μ’ εδώ. Περνάει γι’ αλλού. Τράνζιτ. Και γίνεται διάβα σκέτο το μέρος και δεν κάνει για καμία δουλειά. Σαν τα τελωνεία. Σαν τα διόδια και σαν τα διαβατικά στ’ αεροδρόμια. Πολύβουα και γεμάτα κόσμο που όμως δεν ανήκει εκεί.
Σα σωλήνες. Σαν αγωγοί.
Ξημερώνει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου