Εντάξει, έσπευσε προχθές και μοστραρίστηκε ο Πολυχρόνης.
Εγώ πάλι είμαι η Πολυξένη. Από την ίδια μαμά, την Ευγενία. Κοριτσάκι όμως εγώ. Ποιον θα ’φερνε πρώτον για φωτογραφία η μαμά, εμένα; Σιγά μη σκίσει κάνα καλσόν. Αυτόν έφερε πρώτον. Θα μου πεις, πέντε είμαστε όλοι κι όλοι, ε, κάποιος θα ’ταν πρώτος και κάποιος δεύτερος. Σύμφωνοι. Να το δεχτούμε. Και πώς δεν έτυχε να ’μαι εγώ πρώτη;
Ένιγουέη. Πολυξένη, δηλαδή που μ’ ερωτεύτηκε ο Αχιλλέας και γινήκαμε μπάχαλο, ο ένας σκοτωμός μετά τον άλλον. Δεν είναι της παρούσης. Θα επανέλθω εν καιρώ. Κι έχει κι Αγία Πολυξένη παρακαλώ. Είπαμε: όταν έλθει η ώρα.
Εμένα δε μου ’ρχεται ύπνος να κοιμάμαι όπου σταθώ κι όπου βρεθώ σαν τον άλλον. Καθόλου. Το μάτι κάγκελο. Δραστήρια και νευρώδης και αεικίνητη. Και πατάω και τις φωνές άμα χρειαστεί. Εντάξει. Μερικές φορές και χωρίς να χρειαστεί. Έτσι παν αυτά.
Πολυξένη λοιπόν. Θα τα λέμε. Πάω για βόλτες. Φιλιά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου