Δεν ξέρεις πότε και από πού περνάει.
Τα βράδια συνήθως και υπό προϋποθέσεις. Εφόσον αυτές τηρηθούν. Κανείς δεν είναι σίγουρος ποιες είναι. Άλλοι λένε έτσι. Άλλοι αλλιώς. Διάφοροι μύθοι κυκλοφορούν, να ’σαι καλό παιδί, να πλένεις τα δόντια σου, ν’ ακούς τη μαμά σου. Κι άλλοι πιο περίπλοκοι, να ’σαι καλός άνθρωπος, να μην κάνεις κακό σε άλλους, να ’σαι ο εαυτός σου, να μην το ’να, μη τ’ άλλο, χίλια δύο, κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς. Από φιλολογία, άλλο τίποτα. Κι από αποφθέγματα, γεμάτα τα βιβλία και το ίντερνετ.
Πάντως η ουσία είναι ότι κατά καιρούς κάποιοι ευλογημένοι περνάει αυτό και μπαίνουν και παν. Μπαίνεις με χαρά και με χτυποκάρδι, έτσι νομίζουμε όλοι, αλλά γι’ αυτό είναι μυστήριο τρένο: γιατί με όλες τις δυσκολίες και τα απίθανα και τις διαδόσεις, όταν είναι να μπεις, μπαίνεις κανονικά. Φυσιολογικά. Σαν να ήταν το πιο αυτονόητο πράγμα του κόσμου. Ούτε που το προσέχεις, ούτε που το ξεχωρίζεις ότι μπαίνεις. Απλώς μπαίνεις.
Και η διαδρομή κανονική είναι. Όλοι φαντάζονται ότι είναι κάπως πώς. Μαγικά, παραμυθένια, ξερωγώ – ξωτικά, βρε παιδί μου, νεράιδες, τέτοια. Σαν ταινία ένα πράμα. Σαν φάντασι. Με στοιχειά, νάνους και τέρατα. Αλλά δεν. Ούτε αυτό. Είναι φοβερό το πόσο κανονικά είναι όλα.
Κι αυτό είναι που κάνει τα πράματα τόσο δύσκολα και τόσο ακαταλαβίστικα. Ότι πρόκειται για τρένο κανονικό που μπαίνεις κανονικά και πηγαίνεις σε μέρη κανονικά. Αν δηλαδή κάθεσαι και κοιτάς και νομίζεις ότι θα μπεις κάπου και καλά και ουάου και θα πας δεν ξέρω πού, ούτε τρένο έρχεται, ούτε μπαίνεις πουθενά.
Είναι τρένο φτιαγμένο για ανθρώπους που δε νομίζουν τίποτα. Γι’ ανθρώπους που μπαίνουν και παν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου