Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τρένο ειδικό

Δεν ξέρεις πότε και από πού περνάει.

Τα βράδια συνήθως και υπό προϋποθέσεις. Εφόσον αυτές τηρηθούν. Κανείς δεν είναι σίγουρος ποιες είναι. Άλλοι λένε έτσι. Άλλοι αλλιώς. Διάφοροι μύθοι κυκλοφορούν, να ’σαι καλό παιδί, να πλένεις τα δόντια σου, ν’ ακούς τη μαμά σου. Κι άλλοι πιο περίπλοκοι, να ’σαι καλός άνθρωπος, να μην κάνεις κακό σε άλλους, να ’σαι ο εαυτός σου, να μην το ’να, μη τ’ άλλο, χίλια δύο, κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς. Από φιλολογία, άλλο τίποτα. Κι από αποφθέγματα, γεμάτα τα βιβλία και το ίντερνετ.



Πάντως η ουσία είναι ότι κατά καιρούς κάποιοι ευλογημένοι περνάει αυτό και μπαίνουν και παν. Μπαίνεις με χαρά και με χτυποκάρδι, έτσι νομίζουμε όλοι, αλλά γι’ αυτό είναι μυστήριο τρένο: γιατί με όλες τις δυσκολίες και τα απίθανα και τις διαδόσεις, όταν είναι να μπεις, μπαίνεις κανονικά. Φυσιολογικά. Σαν να ήταν το πιο αυτονόητο πράγμα του κόσμου. Ούτε που το προσέχεις, ούτε που το ξεχωρίζεις ότι μπαίνεις. Απλώς μπαίνεις.

Και η διαδρομή κανονική είναι. Όλοι φαντάζονται ότι είναι κάπως πώς. Μαγικά, παραμυθένια, ξερωγώ – ξωτικά, βρε παιδί μου, νεράιδες, τέτοια. Σαν ταινία ένα πράμα. Σαν φάντασι. Με στοιχειά, νάνους και τέρατα. Αλλά δεν. Ούτε αυτό. Είναι φοβερό το πόσο κανονικά είναι όλα.

Κι αυτό είναι που κάνει τα πράματα τόσο δύσκολα και τόσο ακαταλαβίστικα. Ότι πρόκειται για τρένο κανονικό που μπαίνεις κανονικά και πηγαίνεις σε μέρη κανονικά. Αν δηλαδή κάθεσαι και κοιτάς και νομίζεις ότι θα μπεις κάπου και καλά και ουάου και θα πας δεν ξέρω πού, ούτε τρένο έρχεται, ούτε μπαίνεις πουθενά.

Είναι τρένο φτιαγμένο για ανθρώπους που δε νομίζουν τίποτα. Γι’ ανθρώπους που μπαίνουν και παν.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.