Δεκατέσσερα, δηλαδή.
Εντάξει. Πάλι καλά που δεν ήταν ενενήντα τέσσερα. Ξες τι θα σου ’λεγε; Χα! Τέσσερεις - είκοσι - δεκατέσσερα. Κόφ’ το λαιμό σου. Τέσσερεις είκοσι ογδόντα, σωστά; Και δεκατέσσερα που είπαμε; Ενενήντα τέσσερα. Είδες; Τέσσερεις - είκοσι - δεκατέσσερα. Ίσον ενενήντα τέσσερα. Καλά σου λέει.
Είναι περίεργος. Γενικώς ειπείν. Ένα φαΐ καλό, μια θάλασσα μπλε, ένα παιδί ψηλό. Κι ο καιρός σου ο κακός. Διότι, βλέπεις, βάνει τα επίθετα μετά τα ουσιαστικά. Έτσι. Μη ρωτάς γιατί. Χούι. Έτσι το καταλαβαίνει.
Κι είναι και βιαστικός και τα μασάει. Χωργιάτης. Πώς λες εσύ, σέντσαν μέντσαν, και εννοείς σε έντυσαν; με έντυσαν; Εσύ το λες επειδή είσαι Καρδιτσιώτης – ε, εκείνοι είναι όλοι Καρδιτσιώτες. Από τον ντελιβερά ώς τον πρεζιντάν. Σου λέει κέσκεσέ ενώ γράφει κε-εστ-σε-κε-σε-εστ. Γράφει το σκυλί στο χωράφι και σου λέει τ’σκλι στ’χραφ. Στην πορεία τρώει και κάτι τις ρε παιδί μου. Δεν τα λέει όλα. Στο περίπου. Αλλά τα γράφει όλα, νταξ; Άμα δεν πιάσεις τι έγινε, πας και το κοιτάς γραμμένο και τα καταλαβαίνεις – όλα εκεί είναι.
Κι εχεί κι ενά βιτσιό, οτιπεί, στοτελός νατονιστεί. Δε μπορεί να μιλήσει σαν άθρωπος. Όοοοοχι. Διαρκής κατηφοριά. Οχιά διμουτσουνή και φιδί μαυροκεφαλό.
Φράγκικα μιλάει. Η γλώσσα η φρανκική – είπαμε, το επίθετο πάει μετά. Λα λανγκ φρανσέζ. Τώρα, πώς από φρανκέζ λέει φρανσέζ; Παίρνει ένα ιώτα, το χώνει στο c και το κάνει ç, οπότε το μαλακώνει. Κι αντί κ προφέρει σ. Το ’χει κι αυτό το χούι. Αντί γκαρκόν, χώνει ένα ι στο c του και το κάνει ç, και προφέρει γκαρσόν. Και νομίζεις ότι λέει γκαρσόνι, αλλ’ αυτός λέει παιδί. Αμ δεν τον πιάνεις πουθενά.
Η αλήθεια είναι ότι σκέφτηκε πρώτος το αυτοκίνητο. Τι ήταν να το σκεφτεί; Πάρε παρμπρίζ, πάρε ντιστριμπιτέρ, να το πορτμπαγκάζ, το λεβιέ, το πεντάλ, το αμορτισέρ, το σαζμάν, το ρεζερβουάρ. Σκέφτηκε και τις μαγειρικές. Και κασουλέ, και μπουργκινιόν, και φλαμπέ, και σεφ, σουφλέ, μπαγκιέτ, γκουρμέ, μενού, μέχρι και ρεστοράν πας κι αφήνεις και πουρμπουάρ στο γκαρσόν που λέγαμε. Και τη φωτογραφία σκέφτηκε και το σινεμά. Δως του μοντάζ, δώσε ντεκουπάζ, δώσε ρεπεράζ.
Και πολλά άλλα είναι που σκέφτηκε και μετά δεν κάναμε τον κόπο να τα πειράξουμε. Λίνγκουα φράνκα, κατάλαβες; Και σε πανσιόν πάμε, και παντελόνια φοράμε, και παπιγιόν και ποστίς και πλερέζες, και πίσω απ’ το παραβάν περνάμε, με ή χωρίς τους παρτενέρ, και πασπαρτού χρησιμοποιούμε, σε πίστες πατινάρουμε, πλονζόν κάνουμε και χώνουμε το μωρό στο πορτμπεμπέ, βάζουμε πούδρα, πάμε στην πρεμιέρα, μπαίνουμε στην πρίζα, κι όλα αυτά μόνο από πι. Πού να πάμε και στο ρο και ν’ αρχίσουμε τις ρεκλάμες, τα ρεπορτάζ, τα κουπλέ και τα ρεφρέν – το πράμα γίνεται ρουτίνα.
Και μην πεταχτεί κάνας εξυπνάκιας, κύριε, κύριε, η παρτούζα γαλλικά είναι; Ναι, ρε. Γαλλικά είναι και θα πει είδος χαρτοπαιγνίου. Εντάξει; Και μπουρδέλο, όχι, δεν είναι γαλλικά, είναι βενετσιάνικα. Η μπουτίκ, μάλιστα, είναι γαλλικά και όχι, δε βγαίνει από τα μπούτια. Σαχλαμάρες. Από την αποθήκη βγαίνει. Άιντε.
Γαλατικά. Άγνωστη γλώσσα. Ανύπαρκτη πια. Αστερίξ, Οβελίξ και λοιπά. Βάλε όμως ρωμαίους, βάλε να θες να προκόψεις – δε μαθαίνεις λατινικά φαρσί μαζί με τίποτις γαλατικούρες ανακατεμένες να συνεννοείσαι; Μαθαίνεις. Κι άμα στο καπάκι σου ’ρχονται και Φράγκοι —δηλαδή Γερμανοί, για να λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους— τύποι από τον Ρήνο, που θα πει Ράιν, δηλαδή Γάιν, gens Francorum, κι εσύ ήδη τα λατινικά σου είναι πολύ λαϊκά, βουλγκάρ, sermo plebeius, της πλέμπας, ε, τα φοράς ολαυτά μαζί και τονιζείς στη ληγουσά και πγοκυπτεί νεαγλωσσά αχταγμά φγανσέζ. Με πγιανείς;
Όχι ρε, δεν πα να τονίζεται στη λήγουσα – τουρκικά είναι ο αχταρμάς, καραγκιοζή.
Τουρκικά είπα; Ξες ρε τι ελληνικά βαρβάτα ξέρει ο άτιμος; Νοσταλγία, το ’ξερες ότι αυτός την έφτιαξε τη λέξη; Όχι, καθόλου ελληνικά δεν είναι. Ελληνικά είναι τα συστατικά, άλγος για νόστο, για επιστροφή δηλαδή. Αλλά η λέξη φτιάχτηκε από κείνον. Τηλέφωνο. Αυτός το ’φτιαξε. Ανθρωπομορφισμός, λαρυγγοσκόπιο, βραχυγραφία, βιογενετική, μορφίνη. Αυτός τα σκέφτηκε. Μιλάμε για πολύ ελληνομαθή.
Παρντόν. Ποιο αυτοκίνητο και ποια κουζίνα. Εδώ μαντάμ και μαϊμουζέλ και μεσιέ και δε συμμαζεύεται. Και γκαλά και σαλέ, και πολλή διπλωματία και πολιτική, τι κου ντ’ ετά, τι ετά ντε σιζ, εδώ ένα παλιόχαρτο πας στον καημένο τον πρωθυπουργό νυχτιάτικα, κι αυτός αντί να σε καλωσορίσει, σε λα γκερ, σου λέει. Αμ τι, έτσι έφθασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος στην Ελλάδα, από ’να γαλλικό που του ’πε του αλλουνού.
Ε βουαλά. Ζουλιέτ κατόρζ, σου λέει μετά. Ιουλιού δεκατεσσερείς. Τα ’παμε. Πρώτα το ουσιαστικό. Και πάλι καλά να λες που δεν έχει ο μήνας ενενηντατεσσερείς. Θα ’ταν Ζουλιέτ κατρβενκατόρζ.
Μη με ρωτήσεις πόσο κάνει. Τα ’παμε. Πάρε κομπιουτεράκι και υπολόγισε.
Ατουταλέρ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου