Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Παντελής


Ή, αν έχεις τύχη διάβαινε.

Μπορεί, ας πούμε, να γίνεις βασιλέας της Βακτρίας και πάσης Ινδίας. Ντα Ξια κινεζιστί. 大夏. Κινεζιστί γιατί τα μέρη εκείνα, τα κοντινά το ’να με τ’ άλλο, Ινδίες και Κίνες, αντάλλασσαν και φιλοφρονήσεις κι εμπορεύματα και νόου χάου κι ό,τι τύχαινε. Πας εσύ και βασιλεύεις σε ό,τι βρεθεί μπροστά σου, οπότε να τι συμβαίνει: φτάνεις στις Ινδίες και γίνεσαι ο πρώτος που βγάζει χάλκινο νικέλινο νόμισμα εκεί. Η Δύση θα το μάθαινε το κόλπο δυο χιλιετίες αργότερα. Εσύ όμως σου το είχαν σφυρίξει το μυστικό οι Κινέζοι, το και το, και να ’σου η νομισματάρα φαρδιά πλατιά, και μαζί κι ο λιοντάρης, το φοβερό σύμβολο, και μαζί και η ινδή χορευταρού, η Λάκσμι, δηλαδή η Σρι. Η καλότυχη. Ε ρε, μεγαλεία. Και απ’ τη μιαν άκρη το νόμισμα στην άλλη, η ονοματάρα σου: Βασιλεύς Πανταλέων.

Βέβαια. Ή αφήνεις και περνάν κάτι αιώνες και πας και γίνεσαι γιατρός στη Νικομήδεια. Λεφτά με ουρά ο μπαμπάς και η μαμά, και ποιες Ινδίες, είμαστε τώρα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κι ο Μαξιμιανός σε διορίζει γιατρό τού παλατιού. Ε ρε, δόξες και τιμές. Πανταλέων με τ’ όνομα. Τι θέλησες και δεν το είχες. Μια ελαφροϊσκιωσύνη την είχες βέβαια, γιατί αντί να κοιτάς τη δουλειά σου και τα καλά σου, επήγες κι έμπλεξες με χριστιανισμούς και διάφορα επαναστατικά θεωρήματα.

Θυμάσαι βρε τότε που βρήκες εκείνη την οχιά στον δρόμο και δίπλα της τον δαγκωμένο και ξεψυχούσε και σου την έδωσε και τα πήρες στο κρανίο και πάτησες τις φωνές, αν υπάρχεις κάνε κάτι! και γυρνάς και τι να δεις, παφ, έγινε η οχιά χίλια κομμάτια, εξερράγη, κι ο δαγκωμένος ανέρρωσε, θαύμα, κύριε, θαύμα! Και μετά το ’μαθες και το πήρες σχοινί κορδόνι κι όλους καλά τους έκανες με τα θαύματά σου οπότε εκνευρίστηκε ο Διοκλητιανός. Μαγεία, σου λέει. Να ξωπετάξωμεν τα μαγικά από την Αυτοκρατορία μας.

Εντάξει. Είναι ταλαιπωρία να ’σαι Αυτοκράτορας. Δεν έχεις πού και πώς να ησυχάσεις κι όλα έχουν την έγνοια τους, κι αν το πάρεις και στραβά, παίζει παράνοια σύννεφο. Κι ο κόσμος γεμίζει εχθρούς και σκιές. Ε, σ’ έριξε και σένα στο μπουντρούμι αυτός, πλακώσαν τα μαρτύρια, μέχρι που είδαν κι απόειδαν οι καημένοι οι φαντάροι ότι δε γινόταν να σου κάνουνε ζημιά, τα θηρία ημερώναν και δε σε τρώγανε, και το σπαθί που θα σ’ αποκεφαλίζαν έλιωνε σα βούτυρο, οπότε ανέλαβες κι εσύ δράση και τα κανόνισες ο ίδιος να τελειώνετε. Κι έρευσε γάλα αντί για αίμα. Κι η ελιά που σ’ είχαν δεμένο καρποφόρησε με τη μία!

Τότε ήταν που ανεώχθησαν οι ουρανοί και κατήλθε η φωνή και να ’σου το νέο σου όνομα: Παντελεήμων. Ο τους πάντας και παντί τρόπω ελεών.

Κι έγινες Άγιος και όλα καλά, και πλατεία στην Αθήνα κι εκκλησία μεγάλη, θεόρατη, απ’ τις μεγαλύτερες στα Βαλκάνια – κοτζάμ Γεώργιος Α΄ τη θεμελίωσε κι ώς και ο Γεώργιος Νομικός ασχολήθηκε. Εντάξει, μετά πλακώσαν και την κάναν τη συνοικία αγνώριστη, μεγάλες πολιτικές αυτές, εσύ τι να ανακατευτείς να κάνεις, άσ’ τους να βγάλουν τα μάτια τους, πού θα πάει, θα βρεθεί άκρη και θα ηρεμήσουν τα πράματα.

Το άλλο βέβαια που δε θα περίμενες είναι που μετά σε πιάσαμε και σε κάναμε συμβιβασμένο και πλαδρό κι αντιδραστικό. Ότι κάθεσαι στον καναπέ σου κι ανέχεσαι όλα τα πάντα, ότι είσαι βολεμένος και σιωπηλός, ότι είσαι υποκριτής και δειλός, και εαυτούλης και σιχαμένος. Και ανεώχθησαν οι ουρανοί και σου απεδόθη το νέον σου όνομα: Κυρ Παντελής.

Κοίτα να δεις: μη μας ξεσυνερίζεσαι. Έτσι κάνουμε εμείς οι αθρώποι: αυτό που είμαστε, δεν γίνεται να το αντιμετωπίσουμε, πολλώ μάλλον να το απεκδυθούμε και να αλλάξουμε. Δεν έχουμε τέτοιες δυνάμεις. Γι’ αυτό γυρίζουμε στα κουρεία και στα λουτρά και κατασκευάζουμε σημεία και τέρατα από τα τέρατά μας. Κατασκευάζουμε είδωλα που κουβαλούν ό,τι σιχαινόμαστε σε μάς. Και σ’ αυτά τα είδωλα την πέφτουμε με λύσσα. Με όλο το κρυφό ασίγαστο μίσος που έχουμε για ό,τι μας αηδιάζει στον εαυτό μας. Και είμαστε ήσυχοι ότι την πέφτουμε σε άλλους, κατάλαβες; Και όλα καλά.

Αυτό έπαθες. Από βασιλιάς της Βακτρίας, οδηγήθηκες στις φυλακές τού Διοκλητιανού. Κι από κει στα νύχια του κάθε πικραμένου που σ’ έντυσε με τα δικά του κουρέλια και τώρα σ' εκδικείται που του μοιάζεις.

Ε, δεν είσαι και ο πρώτος.









Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.