Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Υπάρχει λόγος















Για να δοκιμάζεις ξανά και ξανά και να θες να πατήσεις το σωστό πλήκτρο τη σωστή στιγμή, υπάρχει λόγος. Και για να τα καταφέρεις τα δάχτυλα να κινηθούν στη σωστή σειρά. Και να συμπέσουν τη στιγμή που πρέπει και να διαφωνήσουν όταν πρέπει.

Θες να το κάνεις εκατόν εξακόσιες φορές για να το πετύχεις. Και πάλι δεν είναι αρκετό. Θες να το κάνεις και να το ξανακάνεις μια ζωή. Ξανά και ξανά. Στην αρχή, άστα να πάνε. Ύστερα, έτσι κι έτσι. Κι όλο και διορθώνεις. Εντάξει. Ως προς το ’να δε σκίζεις, απ’ το άλλο δεν τα πηγαίνεις και καλά, αλλά εν τέλει κάτι κάνεις.

Και ξανά και ξανά, και τα χρόνια περνάν. Όλο και ξαναδοκιμάζεις. Ώρες ατέλειωτες. Αυτή τη δουλειά. Είπαμε: υπάρχει λόγος. Και μεγαλώνεις και η ζωή σου προχωράει, αλλά εσύ εκεί: ξανά και ξανά. Κι όσο μεγαλώνεις ανακαλύπτεις ότι πια γίνονται πράματα που δεν ήξερες ότι υπήρχαν. Πού να τα ήξερες. Γίνονται μόνο όταν μπορείς να τα ξέρεις.

Και πολλές φορές, κι ας υπάρχει λόγος, και πάλι τα πράματα δε σου παρουσιάζονται. Περιμένουν να κοιτάξεις αλλού. Να μην τα κοιτάς. Γιατί πάλι λόγος υπάρχει. Κι έρχεται κι αθροίζεται κι αυτό. Και προστίθεσαι.

Και βρίσκεις και τοίχους και τέρματα μπροστά σου και λες εντάξει, τέλος διαδρομής. Γκέιμ όβερ. Αλλά και πάλι. Είπαμε: υπάρχει λόγος. Λόγος σοβαρός. Δεν τ’ αφήνεις, και εξακολουθείς. Άλλοτε πιεστικά κι άλλοτε όχι. Άλλοτε σπρώχνοντας. Με φόρα και με τυμπανοκρουσίες. Σαν νικητής, σαν σε θρίαμβο. Κι άλλοτε ακολουθώντας. Ταπεινά και παραδομένα. Σαν ηττημένος. Σαν χαμένος. Δεν πειράζει. Ο λόγος επισκέπτεται και νικητή και ηττημένο, φτάνει να είναι ο ίδιος άνθρωπος.

Γιατί υπάρχει λόγος. Αιτία. Υπάρχει πρόθεση. Σ’ αυτό ξεχωρίζει το ζωντανό: έχει πρόθεση. Έχει λόγο. Ό,τι κι αν γίνει.

Άλλο το χέρι, άλλο το δαχτυλίδι. Το χέρι έχει πρόθεση. Έχει λόγο.

Πανέμορφο δαχτυλίδι.








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...