Αυτό τώρα, ούτε ξέρω πώς να σου το πω.
Βράχια. Βράχια που πηδάς απ’ το ’να στ’ άλλο, κορίτσι πράμα, κυνηγημένη, κατηφορίζοντας στη θάλασσα, τρέχοντας το σούρουπο, αλαφιασμένη την πλαγιά, μια πηδηξιά κάτω, στέκεσαι καλά, σιγουρεύεσαι, το μάτι ταχύ, να βρει πάτημα, οριζόντια πιο κει, πάνω απ’ τα κύρταμα και τα σχινάρια, αποκάτω το επόμενο, πηδάς, όχι από δω, ανεβαίνεις το άλλο, κοντύτερα, πάνω απ’ το μικρό κενό, προσγειώνεσαι, και πάλι προς τα κάτω μία, αγκάθια στο ρούχο, άλλη μία, στέκεσαι μια στιγμή να κάνεις λογαριασμό – ανέβηκα, κατέβηκα, ν’ ανασάνεις, κοιτάς μια πίσω αν έρχεται – ο πατέρας σου σε πόθησε, έρχεται και σε θέλει.
Σαν κατσίκι. Πάντα σούρουπο είναι εκεί. Ο ήλιος δύει απέναντί σου, τα νερά παιχνιδίζουν και το φως πορτοκαλί, τα βράχια καίνε, όλη μέρα, καίνε κι ας μην τα καίει ο ήλιος πια. Γυμνή η πατούσα να πατάς καλά, να ξέρεις τι σε περιμένει. Θάλασσα ανυποψίαστη, μπλε, πόσιμη, δεν απέχεις και πολύ, αλλά χρόνο δεν έχεις.
Ακούς τη βαριανάσα από μακριά, πατάει με τα ποδήματά του βαρύς στα βράχια τα ίδια, εκεί που πάτησες κι εσύ, κι αυτός από βράχο σε βράχο. Άλλο πάτημα. Άλλος ήχος. Να σε προλάβει. Δω κι εκεί. Μια στιγμή μονάχα σκέφτεσαι και μετά ορμάει ο φόβος βογγητός, υλικός – τι να σκεφτείς; ξαναπηδάς. Πιο κάτω βράχος. Και ξανά. Και ξανά. Κι εκείνος όλο πλησιάζει.
Χύνεσαι στα βάτα, μες την αγκαθιά, στο θάμνο τον φουντωμένο. Καρφώνεσαι και σχίζεσαι – αγκάθια καλύτερα. Το νου σου στο λαχάνιασμα, να το πνίξεις παλεύεις – δε λογίζεις πόνο, το λαχάνιασμα σε νοιάζει, μην ακούσει πού είσαι. Το λαχάνιασμα.
Εκεί πιο πέρα κοντανασαίνει αυτός βαριά και κοιτάει δεξιά αριστερά, πού πήγες, πού του ξέφυγες, το στήθος του μουσκίδι στον ιδρώτα, γυαλίζει, ακίνητη, τι να πεις και ποιος ν’ ακούσει, αυτός ρωτάει τον βοσκό.
Και κειός σε δείχνει, χωρίς μιλιά, σηκώνει το χέρι του και σε δείχνει, εκεί που είσαι κουρνιασμένη, τώρα τα βήματά του κοντινά, κι ύστερα ο καπνός. Λαμπάδιασμα. Κάψιμο. Ζέστα. Έχει βάλει φωτιά, πώς κυνηγάν τα ζωντανά, πώς τα πιάνουν, τα βάτα έχουν αρπάξει κι ο καπνός σε πνίγει.
Πετάγεσαι, αλαφιασμένη, από την άλλη τη μεριά, πηδάς στον αποκάτω βράχο κι από κει στον αποκάτω και ξανά δίπλα και ξανά κάτω, τα βαριά ποδήματα πίσω σου κι ύστερα το κάψιμο. Σα σφήκας. Σε τόξεψε. Σου ’ριξε βέλος και σε κάρφωσε. Όπως τα λάφια. Έχεις φτάσει κοντά στη θάλασσα κι ο βράχος σιγολούζεται – κανείς; Κανείς κάτι να κάνει.
Η πέτρα, να, ακούει κι ανοίγει διάπλατη, ορμάς και μπαίνεις και κλείνει αυτή μεμιάς, δε μπορεί πια να σε αγγίξει ο πατέρας, μπορεί όμως να σε κόψει, μισή μέσα και μισή έξω, κατεβαίνει η σπαθιά σού κόβει τα βυζιά σου. Στην πέτρα κλεισμένη. Μισή μέσα μισή έξω. Κάνει τα πετάει τα βυζιά σου πέρα, στο βουνό αυτός, απάνω, στην πλαγιά που καίει, στον ήλιο τον πορτοκαλί.
Βρυχάται, ξανασηκώνει το σπαθί, στο λαιμό σου βαρύ και κόβει γρήγορα – με μία. Αφρισμένος κρατάει το κεφάλι απ’ τα μαλλάκια και το πετάει στη θάλασσα, να τσούξει το αλάτι, η θάλασσα λικνίζεται, το κεφάλι πλέει στα βράχια, απλώνεται το αίμα σου κι ο ήλιος.
Έχεις διαβεί και πέρασες και πας. Λυτρώθηκες. Αυτό ήταν. Αθώα. Και πια κατέβηκε κι ο ήλιος και τώρα το χρώμα μάβιασε, οι πέτρες οι καψιές κρατάν το κόκκινο δικό τους, η θάλασσα ακούγεται που μουρμουρίζει, σκούρηνε κι αυτή κι έκανε ησυχία.
Πού και πού κάνα κυματάκι τελευταίο, να προλάβει κι αυτό. Γαλήνη.
Της Αγια Μαρκέλλας σήμερα. Έναν πόθο και μια σπαθιά.
Ολοζώντανο! Εξαιρετικό!
ΑπάντησηΔιαγραφή