Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2022

ΕΛΤΑ

Τότε ήταν αλλιώς, που λες. Τέτοιες μέρες δεν έπαιρνες ανάσα. Γινόταν ο κακός χαμός. Δεν πειράζει. Καλύτερα τώρα. Ανοίγεις το μαραφέτι, γράφεις μια κουβέντα, πάει στον προορισμό της, εντάξει. Πατάς καρδούλες, λουλουδάκια, πώς τα λεν αυτά, και συνεννοήθηκες. Εικονίτσες, ξέρω ’γω. Όχι σαν τότε που δεν προλάβαινες – αν δεν το είχες γράψει ένα μήνα πριν, γράμμα στον προορισμό του δεν πήγαινε. Τον Γενάρη θα το ’παιρνε ο άλλος. Και αν. Κατόπιν εορτής. Ένα μήνα πριν και χαρτιά και στιλό και χαρακωμένη κόλα, και γράψε σβήσε, και άντε πάλι, και σάλιο στο γραμματόσημο – σώπα ρε, δουλειά ήταν αυτό; Ολόκληρο μεροκάματο για να στείλεις μιαν ευχή, είμαι καλά, και σας εύχομαι από καρδιάς Καλή Πρωτοχρονιά που είναι γιορτή για την Αγάπη, θα πάτε στον θείο Σπύρο; και τι κάνει η Μαρούλα δε μου γράφει να μου τη φιλήσετε. Τα είδαμε να εκσυγχρονίζονται μετά, τι αλλαγές, τι βελτιώσεις – αλλά ήταν αργά. Πολύ αργά. Τα νέα ήρθαν αφού είχε σταματήσει ο ποταμός εκείνος, είχε σωθεί, ό,τι ήταν να γραφτεί είχε πια γρ...

Σαν Διονίζιο

Διονίζιο ντι Τζάντε. Τον ξέρεις; Ο Διονύσιος από τη Ζάκυνθο. Γεννηθείς τω 1547. Στο νησί τού Γρηγορίου Ξενοπούλου. Ε στάτο ουν ντραματούργκο ε σκριτόρε γκρέκο. Δραματουργός και συγγραφέας γκρέκο, γεννηθείς τω 1867. Ο Ξενόπουλος λέμε τώρα, όχι ο Διονίζιο. Σκριτόρε γκρέκο, και θυμήθηκα τη μάνα μου. Γεννηθείσα τω 1929. Που την παίζανε κάτι χαζοϊταλοί στην κατοχή κι εκείνη, δωδεκάχρονη τότε, έπιασε και τους έμαθε και τραγούδαγαν «Κορόιδο Μουσολίνι» και το καταφχαριστιόντουσαν οι καημένοι ώσπου μια μέρα κάποιος τούς το σφύριξε, ξέρετε ρε τι τραγουδάτε; στο απόσπασμα θα πάτε, ηλίθιοι, και την στρώσαν στο κυνήγι τη μάνα μου και της φώναζε ο χοντρός, «του σέι μπιρικίνα! θα σου δώσω ένα μπάτσο γκρέκο!» μην το πάρει η γιαγιά μου ότι ήθελε να τη φιλήσει τη μικρή, κατάλαβες; Ανακάτεμα. Διονίζιο ντι Τζάντε, λοιπόν. Ε στάτο ουν βέσκοβο. Επίσκοπος. Ορτοντόσο γκρέκο. Ντα ούνα φαμίλια Βενετσάνα παρακαλώ, οριτζινάρια ντέλλα Νορμάντια. Από τη Νορμανδία. Γραδενίγος Σιγούρος, έτσι λεγόταν κατά κόσμον. Των ...

Κατ' οικονομίαν

Οικονομία. Ότι δηλαδή προσέχεις να μην ξοδέψεις και μείνεις ταπί. Αυτό θα πει κάνω οικονομία. Με τις οικονομίες του, λέει, τσουπ, αγόρασε το σπιτάκι του. Μ’ αίμα χτισμένο, και λοιπά. Αλλά αυτό που δεν ξοδεύεις πολλά λεφτά, αυτή η έννοια είναι παράγωγη. Στην πραγματικότητα οικονομία θα πει απλώς να κρατάς λογαριασμό. Το Υπουργείο των Οικονομικών δεν είναι Υπουργείο να κρατιόμαστε να μην ξοδεύουμε – λέμε τώρα. Είναι της οικονομίας. Που δηλαδή κανονίζει πού και πώς θα μαζέψει φράγκα και πού και πώς θα τα διαθέσει. Κι άμα πάμε πιο πίσω στη λέξη και στα χούγια της, οίκος και νέμω, σου λέει. Απλά πράματα. Νέμω τα του οίκου. Δηλαδή κανονίζω πώς θα κινηθεί τι στον χώρο που ελέγχω. Λεφτά αλλά και άνθρωποι. Και ζώα και πράματα. Και γεννήματα. Διακανονισμός είναι. Πώς θα τα κανονίσω. Πώς θα τα ρυθμίσω. Πότε τρώμε και τι τρώμε, πού θα το βρούμε αυτό που τρώμε και πώς θα το ετοιμάσουμε, πότε κοιμόμαστε, πότε σπέρνουμε, πότε σπέρνουμε παιδιά και πότε ποτίζουμε. Και ποιος φυλάει σκοπιά. Αυτό θα πει ο...

Άη Στράτης

Στράααατα. Στρατούουλα. Στράαατα. Στρατούουλα. Τότε τη βαστούσαν ακόμη τα πόδια της τη γιαγιά μου. Και βαστούσε εμένα, και καλά να περπατάω. Έτσι είναι οι γιαγιές. Πιάνουν ένα νήπιο που ούτε να μιλήσει, ούτε να περπατήσει, και του μιλάν με τις ώρες. Και το περπατάν. Λες κι αυτό καταλαβαίνει. Στράααατα. Στρατούουλα. Τι του μιλάς χριστιανή μου; Δε βλέπεις που χασκογελάει σα χαζό το φαφούτικο; Ντιπ δεν καταλαβαίνει. Στράααατα. Και μετά μεγαλώνεις. Δεν έχει πια γιαγιά να σε περπατήσει. Οπότε δε θέλει και πολύ να συνδεθούν οι απώλειες. I giorni grigi sono le lunghe strade silenziose di un paese deserto e senza cielo. Οι γκρίζες μέρες είναι οι στράτες οι μακρινές, οι σιωπηλές, του έρημου χωριού, χωρίς ουρανό. Βλέπεις, έτσι είναι οι σπαραγμοί. Συγγενεύουν. Ομοιοχρωματίζονται. Φαίνονται όλοι ένας. Και πώς να τους ξεδιαλύνεις. Γιατί άντε και περπάτησες. Street. Straße. Ο δρόμος. Muntre Straßen ein und aus. Μέσα κι έξω στους δρόμους που σφύζουν, εκεί θα κυλήσει το δάκρυ σου, του ποιητή, και θα κ...

Άννα

Αλλάζουνε όλα εδωκάτω με ορμή. Τι να καταλάβουμε οι φτωχοί; Τι να καταλάβουμε οι φτωχοί. Ήταν ένας στροβιλισμός αυτός, θυμάσαι; Βαλσάκι. Ξεκινούσε με πιάνο και με σκέψη και περισυλλογή. Κι ύστερα γινόταν καρουσέλ. Απελευθερωνόταν. Τρία τέταρτα. Τιάμ-παμ-παμ, τιάμ-παμ-παμ. Εντάξει, δεν το χορεύαμε κιόλας, το ακούγαμε μόνο. Αλλά βαλσάκι. Πήγαινε κι ερχόταν, όπως πάνε κι έρχονται οι κύκλοι τα φύλλα που τα στροβιλίζει ο αέρας που πάει να παραστήσει τον επικίνδυνο αλλά πού. Μια δυο γύρες, κι ύστερα εκπνέει. Αυτό ήταν. Έτσι γίνεται σ’ αυτά τα ψεύτικα κλίματα. Μια δυο γύρες ο αέρας και τέλος. Ασόβαρα πράματα. Όχι για να ανησυχήσεις. Μόνο για να επενδύσεις σε ανησυχία. Να ένα σημαντικό μέρος αυτής της ιστορίας: ότι μπορείς να ανησυχήσεις, αλλά όχι για κάτι πρακτικό. Όχι, ας πούμε, ότι θ’ ανοίξουν οι ουρανοί και να προνοήσεις να φτιάσεις καράβι. Ούτε καν ότι θα πιάσει κρύο ανελέητο και να φτιάξεις μάλλινα και προβιές. Μπα. Τίποτε απ’ αυτά. Μπορείς όμως ελεύθερα να ανησυχήσεις για κάτι που δεν α...

Νικολής

Νικολή, Νικολή, καπετάνιε ντερτιλή μια και ήρθες απ' τα ξένα για μολόγα μου και μένα, πόσο πάει το φιλί; Πόσο πάει το φιλί, στη Δύση στην Ανατολή; Αυτός ήταν ο Δρόμος για τα Κύθηρα. Το 1973. Οδικώς πως. Πολύ πριν το Ταξίδι τού Αγγελόπουλου. Ένδεκα χρόνια πριν. Ήμασταν ακόμη στη Χούντα, στα τελειώματα. Ηλίας Λυμπερόπουλος τα στιχάκια. Και Γιώργος Κατσαρός η μουσική. Τραγούδι, ποιος άλλος, ο Μητροπάνος. Ντερτιλής, ο ντερτιασμένος. Ο διατελών, τώρα ή συχνά πυκνά, εν καταστάσει ντερτιού. Dert, άμα κοιτάξεις το λεξικό. Ο πόνος. Η λύπη, η θλίψη. Εμείς, ως οι πλησιέστεροι συμπάσχοντες, το 'χουμε στο λεξιλόγιο: ο καημός, ρε παιδί μου. Κατάλαβες; Καίω και καύμα. Ντέρτι. Και ντέρτια και dertler. Εξ ου το ελληνοπρεπέστατον ντερτιλής, ο έχων καημόν βαρύν κι ασήκωτον. Ντερτιλής όπως μουστακλής, καραμανλής, μερακλής, μια χαρά ελληνικά. Τι, όχι; Σε βλέπω και ξινίζεις τα μούτρα σου και δεν καταλαβαίνω. Παραλής, ρε παιδί μου. Χασικλής. Παντερμαλής. Bandırmalı, δηλαδή. Από την Bandırma, την Πάνο...

Βαρβάρα

Ο βάρβαρος, η βάρβαρη, το βάρβαρο. Ή το βαρβαράκι. Διότι ο βάρβαρος κι η βάρβαρη εκάνουνε παιδάκι, στα όπα όπα το ’χουνε, το λένε βαρβαράκι. Τι, όχι; Εντάξει. Αστειευόμαστε. Κάποτε ήταν ο βάρβαρος και η βάρβαρος. Απ ’  όπου με κάποιον τρόπο ξεπήδησε ένα θηλυκό σε -α, σαν ωραία, σαν μοιραία, σαν γενναία; Ποιος ξέρει. Πάρε και μια καταβίβαση τόνου, σαν δικαία, και το ’χεις: η βαρβάρα. Το βάρβαρον, ως βαρβαράκι ή βαρβαρόπουλο, έπαιζε και εξακολουθεί να παίζει κι αυτό, αλλά πάει και γίνεται επώνυμο. Ο τηλεφωνικός κατάλογος έχει και Βαρβαράκη και Βαρβαριώτη και Βαρβαρόπουλο – δεν ξέρουμε ο Βαρβαριώτης και ο Βαρβαρίτης, που είναι τόπου σημαντικοί, μήπως είναι από τίποτε Αγια Βαρβάρες – πιθανόν. Και πάλι γόνοι βαρβάρων πάντως είναι. Μπαρ μπαρ. Καλά, δε θέλει να ’σαι και καμιά ιδιοφυΐα στα ετυμολογικά. Ήχος σκέτος. Λέξη με πέταλα. Τι δεν κατάλαβες; Είναι αυτό που ακούς όταν δεν καταλαβαίνεις τι ακούς. Μπαρ μπαρ. Έτσι το ’χαν στο μυαλό τους οι αρχαίοι ημών: ότι είναι κάτι κακόηχο και χάλια....

Στυλιανός

Συνδιαλλάσσομαι. Ψιλοζόρικη λέξη. Ότι διαλλάσσομαι, συναλλάσσομαι, νταλαβερίζομαι. Αυτό θα πει. Ότι έχω ντάρε ε αβέρε με κάποιον, ή κάτι. Ότι έχω δούναι και λαβείν. Πάρε και δώσε. Συνδιαλλάσσομαι με τους άλλους ανθρώπους. Με το κράτος, με την εφορία. Και μάλιστα συνεννοούμαι κι όλας – εκεί είναι που χρησιμοποιώ τη λέξη: στο αλισιβερίσι. Εντάξει, χρωστάω χίλια, να μη σου δώσω τώρα δα εννιακόσια ζεστούλια ζεστούλια χριστιανέ μου πόχω στο παντελόνι να κλείσουμε; Άντε, καλά, λέει αυτός. Ωχ, μου λείπει κι ένα πενηντάρικο, λες εσύ. Έλα μωρέ, τι ψυχή έχει, πάρτα, οχτακόσια πενήντα, πού να τρέχουμε τώρα, θα ξοδευτούν στο δρόμο! Πάρτα που σου λέω! Και με τον μπακάλη και τον μανάβη, και με τη γυναίκα και τον γιό. – Σβήσ’ το φως. – Τώρα. – Τώρα να το σβήσεις. – Ε, τώρα λέω. – Τώρα λέω κι εγώ. – Ώχου. Πάει αυτός στη μάνα του. Έρχεται αυτή. – Το καταπιέζεις το παιδί. – Ρε δε μπάτε να πνιγείτε, σβήστο, σε παίρνει και σε σηκώνει. Είναι αυτή που σ’ έχει βάλει στη μπρίζα. Πες του, κάθεται όλη νύχτα με ...

Προτάσσω

Προτάσσω. Τάσσω προ, θέτω προ. Βάζω (κάτι) μπροστά (από κάτι άλλο). Και προτάττω. Προτάξαντες σφων αυτών Αστύμαχον – βάλαν μπρος τον Αστύμαχο, μας λέει ο Θουκυδίδης για τους Πλαταιείς (3,52). Τον διόρισαν δηλαδή να μιλήσει αυτός γι’ αυτούς. Προετάξαντο μὲν τῆς ἑαυτῶν φάλαγγος οἱ Λακεδαιμόνιοι τοὺς ἱππέας – έβαλαν μπροστά από τη φάλαγγά τους τούς ιππείς οι Λακεδαιμόνιοι, γράφει ο Ξενοφών (Ελληνικά, 6.4.10). Ἄναξ προτάσσου, επιτάσσουν οι Ικέτιδες (835). Μπες μπροστά, βασιλιά. Βοήθα, άνακτα. Και πρόταγμα. Στρατιωτικός όρος. Ἐφ’ οὗ καὶ τῶν καταφράκτων ἐν προτάγματι τὸ πλεῖστον ἦν, γράφει ο Πλούταρχος για τον Λούκουλλο και τους φοβερούς Μιθριδατικούς του (27,6). Εκεί όπου βρίσκονταν και οι περισσότεροι από τους κατάφρακτους ώς πρόταγμα. Σαν εμπροσθοφυλακή. Απ’ όπου μας βγήκε και το πρόταγμα και το αμολάμε και στην πολιτική – τι προτάγματα βάζει ο τάδε και τι ο δείνα. Κι αναλόγως πάμε και ψηφίζουμε και μετά τούς χαιρόμαστε. Και στις πολιτικές αναλύσεις τα χώνουμε – τα προτάγματα του Φιλελευθ...

Πολυτεχνείο

Εδώ Πολυτεχνείο. Εδώ Πολυτεχνείο. Σας μιλά ο ραδιοσταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών. Των ελεύθερων αγωνιζόμενων ελλήνων. Άκου αγωνιζόμενων! Αγωνιζομένων είναι το σωστό. Με καταβίβαση του τόνου. Εντάξει. Είπαμε, δημοτική μιλάμε. Ποιος έχει αντίρρηση. Αλλά αυτό δεν ήταν δημοτική. Ήταν αγριότητα. Τσαμπουκάς. Πρόκληση. Έχεις ακούσει κανέναν χριστιανό να λέει των αγωνιζόμενων; Εσένα πού σου ήρθε να το πεις; Ήταν δηλαδή για καλό τώρα αυτό; Έπρεπε να το πάρουμε για καλό; Και πώς ραδιοσταθμός; Εδώ μόλις έκανες να φκιάσεις ραδιοσταθμό, πλακώναν οι μπάτσοι με τα ραδιογωνιόμετρα και στον κλείναν. Και σε σπάζαν και στο ξύλο. Αλλά θα μου πεις, αυτοί τώρα ήταν κλειδωμένοι μέσα στο Πολυτεχνείο – όλα πια είχαν γίνει φανερά. Εδώ είναι ο σταθμός, κύριοι. Μπείτε να τον κλείσετε! Πω πω! Αυτό θα πει τσαγανό! Να φκιάνεις ραδιοσταθμό και να λες, μπάτε βρείτε τον, άμα σας βαστάει! Άκου ρε φίλε! Και να τους προκαλείς – τότε οι μπάτσοι δεν ήταν γκιουζέλ και μοντελάκια, μη μου άπτου – φοράγαν εκείνο το...

Σφιγξ

Περὶ τῆς Καδμείας Σφιγγὸς – λένε ότι ὡς θηρίον ἐγένετο. Σώμα σκύλου είχε, και κεφάλι και πρόσωπο κοπέλας, φτερά πετούμενου και φωνή ανθρώπου. Κι είχε κάτσει στο Φίκιον Όρος κι έλεγε το αίνιγμά της στους πολίτες. Κι όποιον έπιανε να μην μπορεί να το λύσει, τοῦτον ἀνῄρει. Τον χαλνούσε. Έτσι γράφει ο Παλαίφατος. Πραγματικό πρόσωπο αυτός, υποτίθεται. Μαθητής τού Αριστοτέλη – κι αυτό υποτίθεται. Στο «Περὶ ἀπίστων (ἱστοριῶν)». Περί απιστεύτων, δηλαδή – έτσι θα τις λέγαμε σήμερα. Incredibilia. Έκατσε και τα συμμάζεψε αυτός ο —υποτιθέμενος— Παλαίφατος, τα μυθολογικά. Πενήντα δύο ιστορίες. Αλλά δεν αρκέστηκε στη συλλογή. Τα πλάκωσε κι όλας στην εξήγηση. Όλα τα πάντα, τρομάρα του. Ότι επρόκειτο για ιστορίες φυσιολογικές, κι ήταν η φαντασία των ανθρώπων που τις έκανε μύθους. Ότι δεν έγινε, ας πούμε, αρκούδα η Καλλιστώ. Όχι. Την έφαγε η αρκούδα την Καλλιστώ, και τότε οι άνθρωποι είδαν την αρκούδα, και νόμισαν ότι ήταν η Καλλιστώ μεταμορφωμένη. Κι έτσι βγήκε ο μύθος. Ναι. Τέτοια έγραφε ο Παλαίφατος...

Άγγελος

Λογοθέτης. Κυκλοφορεί μεταξύ μας σήμερα το επώνυμο. Σαν Γιώργος, Ευάγγελος, ξέρω ’γω – να, σαν ηθοποιός, ο Ηλίας μας. Λογοθέτης. Από το θέτω και λόγος. Λογοθεσία. Το θέτειν τον λόγον. Το συντάσσειν τον λόγον. Το νομοθετείν. Αλλά προηγουμένως το εξετάζειν και εξακριβώνειν λογαριασμόν. Γιατί λογοθετώ πάει να πει καλώ κάποιον να δώσει λογαριασμό. Πρὸς ἄρχοντας λογοθετοῦντας τοὺς ὑπ᾿ αὐτοὺς, απευθύνει τον μύθο του ο Αίσωπος. Προς τους άρχοντες, δηλαδή, που ζητάν λογαριασμό απ’ τους ανθρώπους που εξουσιάζουν. Οπότε λογοθέτης ήταν ο λαμβάνων ή ελέγχων λογαριασμόν. Παλιότερα τα λογοθέσια ήταν τα λογιστικά κατάστιχα. Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, δεκάξι χρωστάς κύριε με τον φιπιά και τις κρατήσεις, συν δεκαπέντε τοις εκατόν, μείον τα επικουρικά, φέρε τα μαλλιοκέφαλά σου. Σιγά σιγά όμως, λογοθέσιον έγινε το υπουργείο. Εκεί που τηρούνταν οι λογαριασμοί – κατ’ επέκτασιν, εκεί που ασκείτο διοίκηση. Εξ ου και το μεγαλοαξίωμα στη Μεγάλη Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Παρά τοις καθ’ ημάς Ρωμαίοις, ο...

Ανάργυροι

Θρησκεία δεν είναι να εφευρίσκεις θεούς και δαίμονες. Ή να επινοείς στοιχεία και στοιχειά. Να κατεβάζεις καταλόγους τι πρέπει, τι δεν πρέπει. Κεραυνούς και σημεία και τέρατα. Δεν είναι να γεννάς παραμύθια. Είναι δι’ αυτών να επιχειρείς να οργανώσεις το προ τού λόγου είναι. Την πιο βαθιά ρίζα. Εκείνο που βρίσκεται στην ψυχή πριν. Πριν απ ’  όλα. Που παραμένει υποκάτω. Να συνδέεις εκείνο και τώρα σε σώμα νοηματοδοτούμενο. Με τρόπο που να ελπίζεις ότι αυτή τη φορά θα οδηγηθείς κοντύτερα σ’ αυτό που δεν είναι για σένα. Που ποτέ δε θα δεις. Δίδυμος θα πει δις δύο. Είναι μια ποιητική υπερβολή. Σα να λέμε διπλός ομού. Δις διπλός. Ἰοχέαιρα παρθένος χερὶ διδύμᾳ – με τα δυο της τα χέρια η τοξεύτρα παρθένα, λέει ο Πίνδαρος. Ἦλθον ἐς δόμους [...] λέοντες Ἕλλανες δύο διδύμω – δίδυμα λιοντάρια δυο Έλληνες μπήκαν στο σπίτι, γράφει ο Ευριπίδης. Διδύμοις αὐλοῖσιν – με δίδυμους αυλούς, τραγουδά ο Θεόκριτος. Σε δυϊκό άριθμό ασφαλώς, γιατί άλλο ο ένας, άλλο οι πολλοί, κι άλλη οντότητα οι δύο: πλεῖστοι...

Εμμαούς

Καὶ ἰδοὺ δύο εκ των μαθητών ἦσαν πορευόμενοι την ίδια μέρα εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, με τ’ ὄνομα Ἐμμαούς. Χάνονται στον χρόνο τα μέρη και τα ονόματα, σκόνη τεθριμμένη, και δεν ξέρεις πού είναι η Εμμαούς. Γεμάτο Εμμαούς το Λεβάντε, εκεί, Ανατολικά από την Κύπρο. Εμμαούς και κοντά στην Ιερουσαλήμ – σταδίους ἑξήκοντα, λέει. Καταπώς τα μετράει ο Ηρόδοτος, δηλαδή 100 οργιές και 6 πλέθρα, άρα 184,87 μέτρα το στάδιον – κοντά ένδεκα χιλιόμετρα σημερινά η Εμμαούς. Από την Ιερουσαλήμ. Εμμαούς. Και σαν Αμμαούς έχει φθάσει ώς εμάς, και Εμμαούμ και Αμμαούμ. Χαμά ή Χαμάτ. חמת στα εβρέικα. Θερμοπηγή. Ζεστά νερά υποκάτω που αναβλύζουν. Σωτηρίας πηγή. Και πηγαίναν αὐτοὶ και ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους και για όλα που τους είχαν συμβεί. Και καθώς τα λέγαν, τους πλησίασε εκείνος και περπάταγε μαζί τους. Τι είναι όλ’ αυτά που λέτε ο ένας στον άλλον καί ἐστε σκυθρωποί; Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εἷς, εἶπε πρὸς αὐτόν: σὺ παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλὴμ και δεν ξέρεις τι γίνηκε σ’ αυτήν ἐν ταῖς ἡμέραις τα...