Τότε ήταν αλλιώς, που λες. Τέτοιες μέρες δεν έπαιρνες ανάσα. Γινόταν ο κακός χαμός. Δεν πειράζει. Καλύτερα τώρα. Ανοίγεις το μαραφέτι, γράφεις μια κουβέντα, πάει στον προορισμό της, εντάξει. Πατάς καρδούλες, λουλουδάκια, πώς τα λεν αυτά, και συνεννοήθηκες. Εικονίτσες, ξέρω ’γω. Όχι σαν τότε που δεν προλάβαινες – αν δεν το είχες γράψει ένα μήνα πριν, γράμμα στον προορισμό του δεν πήγαινε. Τον Γενάρη θα το ’παιρνε ο άλλος. Και αν. Κατόπιν εορτής. Ένα μήνα πριν και χαρτιά και στιλό και χαρακωμένη κόλα, και γράψε σβήσε, και άντε πάλι, και σάλιο στο γραμματόσημο – σώπα ρε, δουλειά ήταν αυτό; Ολόκληρο μεροκάματο για να στείλεις μιαν ευχή, είμαι καλά, και σας εύχομαι από καρδιάς Καλή Πρωτοχρονιά που είναι γιορτή για την Αγάπη, θα πάτε στον θείο Σπύρο; και τι κάνει η Μαρούλα δε μου γράφει να μου τη φιλήσετε. Τα είδαμε να εκσυγχρονίζονται μετά, τι αλλαγές, τι βελτιώσεις – αλλά ήταν αργά. Πολύ αργά. Τα νέα ήρθαν αφού είχε σταματήσει ο ποταμός εκείνος, είχε σωθεί, ό,τι ήταν να γραφτεί είχε πια γρ...
επί παντός