Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σπυρίδων







Για να συγκροτηθεί ό,τι είναι να συγκροτηθεί, καλά είναι τα μεγάλα και σπουδαία, αλλά θέλεις και σπουδαία σκέψη να τα συλλάβει. Και στην τελική, νοήματα και σκέψη, χρειάζεσαι και κάτι πιο συγκεκριμένο και υλικό: τους ανθρώπους που θα τα σαρκώσουν. Αλλιώς δεν κάνεις δουλειά.

Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος – ένας Κύπριος βοσκός. Από την Άσκια, στην Αμμόχωστο, στα σημερινά κατεχόμενα. Τον είχε τον τρόπο της η οικογένεια – δεν ήταν τίποτε φτωχάδια. Βοσκοί όμως. Τσομπαναραίοι. Έτσι κι ο δικός μας. Μεγάλωσε, μορφώθηκε, αλλά βοσκός. Δε βαρύνεσαι. Αν του αρέσει του παιδιού, ό,τι θέλει να κάνει καλά θα το κάνει, δεν υπάρχει αμφιβολία. Παντρεύτηκε κι όλας, κι έκανε κι ένα κορίτσι. Την Ειρήνη. Κι εκεί που όλα δείχναν ότι έτσι θα πάνε στη ζωή του τα πράματα, καλά, μια χαρά, ανώδυνα και ειρηνικά, πάει η γυναίκα του! Αποθνήσκει η καημένη. Κλάμα, κακό ο δικός μας – α στην ευχή, είπε, πήγε και μπερδεύτηκε με τα της εκκλησίας —είχαμε και τη νέα θρησκεία τότε, φρέσκια και ελπιδοφόρα— ανακατεύτηκε κι αυτός να ξεχνιέται. Να μαλακώνει η ψυχή του.

Έλα όμως που το ’χε μ’ αυτά ο δικός μας. Έναν καιρό πολύ μακρινό, τότε που δε γίνονταν συζητήσεις για τον άνθρωπο, αυτός ήταν καλός, ήταν πονετικός – ήταν άξιος και ήταν και πολύ αγαπητός.

– Να γίνεις παπάς.
– Σιγά ρε μη γίνω ενωμοτάρχης.
– Αμάν, άμα δε γίνεις εσύ, ποιος θα γίνει;
– Βρε καθίστε καλά. Λάθος άνθρωπος. Δεν είμ’ εγώ για τέτοια.

Δεν είσ’ εσύ για τέτοια, τον πιάσαν και τον κρατήσαν δυο από δω και δυο από κει και τον χειροντονήσαν με το ζόρι. Οπότε αυτός ο καημένος, τι να κάνει – αφοσιώθηκε. Μπήκε στο πετσί του ρόλου. Δουλειά είναι, σου λέει, ας την κάνω καλά. Κάθισε και μελέτησε, να τα βγάλει πέρα, αλλά ήταν και ταλαντούχος – δεν υπάρχει αμφιβολία. Τα πήγαινε λοιπόν μια χαρά. Καλύτερα απ’ όλους.

Τα χρόνια περνούσαν, ο Διοκλητιανός ήρθε κι έφυγε, ο Σπυρίδων —γιατί αυτός ήταν ο δικός μας— τον κάναν Επίσκοπο, και φτάνουμε στον Κωνσταντίνο και στη Νίκαια της Βιθυνίας. Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος. Πενηνταπεντάρης πια ο Σπυρίδων, κάθονται στο τραπέζι, λέει τις μπαρούφες του ο Άρειος, πάει να τον πλακώσει ο Άη Νικόλας, σηκώνεται κι ο Σπυρίδων βαστώντας ένα κεραμίδι. Παγώσαν οι παπάδες. Πάει, σου λέει, θα του το φέρει στο κεφάλι τού Άρειου.

– Το βλέπετε αυτό το κεραμίδι;
– Το βλέπουμε.

Γίνηκε ησυχία. Βαστάει αυτός το κεραμίδι, κι εκείνο πετάχτηκε ψηλά μια φωτιά. Παφ!

– Εις το όνομα του Πατρός.

Σύξυλοι οι παπάδες, κοιτάζαν σα χαζοί, πού το πάει τώρα ο Σπυρίδων, και πριν προλάβουν να το καλοσκεφτούν, παφ! κι απ’ το κεραμίδι ανάβλυσε νερό και χύθηκε στο πάτωμα.

– Και του Υιού.

Πάει, κιχ δεν ακουγόταν. Όλοι κρατούσαν την ανάσα τους. Ανοίγει τη χούφτα του και τι να δουν! Στο χέρι του είχε απομείνει χώμα.

– Και του Αγίου Πνεύματος.

Εμ, θάμαξαν πια οι παπάδες και είπαν καλά τα είπε ο Σπυρίδων και θαύμα έκανε, και το εμπέδωσαν – να πώς γίνεται τα τρία στοιχεία, η Αγία Τριάδα, να είναι ομοούσιος και αδιαίρετος.

Κι έκανε κι άλλα θαύματα ο Άγιος. Αλλά ήταν και γειωμένος τύπος – του κόσμου τούτου. Κάποτε λέει έφτασε στην Επισκοπή του οδοιπόρος κατακουρασμένος. Νύχτα μαύρη σκοτεινή. Βαράει την πόρτα, ανοίγει ο Σπυρίδων, μέσα τονε βάζει. Να τον φροντίσει, να του βάλει να πλυθεί, να φάει – τι να φάει; Έλα που ήταν Σαρακοστή και νηστεύαν κι αυτός κι η κόρη – δεν είχε το σπίτι ούτε παξιμάδι που λέει ο λόγος.

– Ειρήνη, κατέβα στο κελάρι, κάπου έχουμε κείνο το χοιρινό.
– Μα τι λέτε τώρα, δε γίνεται εγώ να τρώω και σεις να με κοιτάτε.
– Τι λες ωρέ που θα σε κοιτάμε; Όλοι θα φάμε. Τὸ Σάββατον ἐγένετο διὰ τὸν ἄνθρωπον, οὒχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον.

Κι έβαλε πρώτος να φάει να μη ντρέπεται ο ξένος. Τέτοιος τύπος ήταν ο παππούλης. Με σάρκα και οστά. Ανθρωπινός.

Εκοιμήθη στας 12 Δεκεμβρίου. Γέρων. Ήταν πια ογδοντάρης. Πλήρης ημερών. Αλλά και που εκοιμήθη, δεν ήταν του τύπου του να βρει ησυχία.

Γιατί όταν η Κύπρος εκινδύνεψε απ’ τους Σαρακηνούς, βούτηξε το λείψανο ο Ιουστινιανός και το πήρε στην Πόλη. Κι όταν η Πόλη επρόκειτο να πέσει, ένας Γρηγόριος Πολύευκτος, ιερέας, το αμπαλάρισε μαζί με άχυρα, ότι και καλά κουβαλάει τροφή για τ’ άλογό του, και μετά από τρία ολόκληρα χρόνια περιπέτειες, έφθασε στην Κέρκυρα. Κι εδώ ξεκινάει η δεύτερη καριέρα του Αγίου.

Ενώ, που λες, το λείψανο βρισκόταν στην πόλη, έπεσε ανομβρία στα Ιόνια. Και πείνα μεγάλη. Σηκώνεται ο δικός σου Μέγα Σάββατο, πάει πιάνει τρία πλοία που περνούσαν στ’ ανοιχτά και πηγαίναν Ιταλία, γεμάτα στάρι, τ’ αλλάζει ρότα και τα φέρνει στο λιμάνι της Κέρκυρας. Έφαγε ο κοσμάκης κι αναστήθηκαν. Θαύμα! Μάθαν τα καθέκαστα τ’ αφεντικά, οι Ενετοί —που εγνώριζαν την τέχνη, τι να κάνεις σε τέτοιες περιπτώσεις— και παρενέβησαν.

– Ορίζομεν κάθε Μέγα Σάββατο να γίνεται λιτανεία του ιερού σκηνώματος του Αγίου και σωτήρος της πόλεως ημών.

Δεν περνάνε λίγα χρόνια, πέφτει και δεύτερο κακό στην Κέρκυρα: πανούκλα. Καταστήματα κλειστά, δρόμοι αδειανοί, ομαδικοί τάφοι, τηρείτε τας αποστάσεις, μάσκα έβαλες; – άστα να πάνε. Κάνει μια ο Άγιος, σηκώνεται πάλι και βγαίνει στους δρόμους – ένα μυστήριο μακρινό φως κυκλοφορούσε στην πόλη. Ε, δεν πρόφτασε να ’ρθεί η Κυριακή των Βαΐων, και πάει το θανατικό. Όπως ήρθε, έτσι χάθηκε. Οι Ενετοί, αμέσως.

– Ορίζομεν κάθε Κυριακήν των Βαΐων να γίνεται ωσαύτως λιτανεία του ιερού σκηνώματος του Αγίου και σωτήρος της πόλεως ημών.

Και μετά σαράντα χρόνια, πάλι τα ίδια: κι άλλη επιδημία πανούκλας, κι άλλο κακό και θανατικό, και πάλι το μυστήρο εκείνο φως, κι ο Άγιος να βγαίνει τα βράδια και να παλεύει στον ουρανό με τη μαύρην αρρώστια με την κουκούλα. Ε, τελευταίες μέρες του Οκτώβρη εκείνης της χρονιάς, τέλος η πανούκλα. Οι Ενετοί, ξέραν.

– Ορίζομεν κάθε πρώτην Κυριακήν του Νοεμβρίου να γίνεται ωσαύτως λιτανεία του ιερού σκηνώματος του Αγίου που έσωσε την πόλιν ημών.

Αλλά το καλύτερο έγινε το 1715. Εκείνη τη χρονιά, έρχονται οι Τούρκοι και τα κάνουν λίμπα. Οι Χριστιανοί, Έλληνες και Ενετοί, αγωνίζονται όπως μπορούν. Οι Αγαρηνοί έχουν λυσσάξει, μαύρη λύσσα και κακιά. Κι ενώ μηχανεύονται όλα τα τεχνάσματα —τι φοβέρες, τι κερκόπορτες, τι λαγούμια— ένα πρωί του Αυγούστου πιάνει μια νεροποντή – έβρεχεν όλη μέρα. Κι ας ήταν κατακαλόκαιρο. Κι όλη νύχτα. Και το άλλο πρωί βγήκαν οι Χριστιανοί – τι ησυχία ήταν αυτή; πώς και δε ρίχναν τ’ Αγαρηνά τα κανόνια; και τι να δουν! οι άπιστοι πνιγμένοι μέσα στα λαγούμια και στα χαρακώματά τους! Ο Άη Σπυρίδων είχε βγει όξω και τους κατέπνιξε κι όσοι τη γλυτώσαν φεύγανε τρέχοντας κακήν κακώς αλλόφρονες – τους πήρε και τους σήκωσε.

Ε, οι Ενετοί πια είχαν το διάταγμα στο πρώτο συρτάρι πάνω πάνω – υπογραμμένο, σφραγισμένο, έτοιμο – μόνο η ημερομηνία τού έλειπε.

– Ορίζομεν κάθ’ ενδεκάτην του μηνός Αυγούστου να γίνεται ωσαύτως λιτανεία του ιερού σκηνώματος του Αγίου που εξεδίωξεν τους αλλοπίστους. Και το λαδάκι της ιεράς κανδήλας, προσφορά από την Γαληνοτάτη.

Μάλιστα.

Κι όταν κάποιος ατζαμής —ένας Ενετός στρατογραφειοκράτης— σκέφθηκε να φτιάξει και αλτάριο μέσα στον ορθόδοξο ναό —να τον συνεορτάζουν Ορθόδοξοι και Λατίνοι τον Άγιο— ξεσηκωθήκαν κι οι πέτρες. Δεν ήταν ακόμη καιρός για τέτοια. Και σηκώθηκε και πάλι ο Άγιος, βροντές, κεραυνοί, μπήκε στο Φρούριο, τα ’κανε λίμπα, το τίναξε στον αέρα και σκοτωθήκαν ίσαμε χίλιοι νοματαίοι. Γιατί εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε, κι αν δε δώσεις την πρέπουσα σημασία, έρχεται και γίνεται το μαγαζί καλοκαιρινό.

Κι έτσι, από Κύπριος πολιτογραφήθηκε Κερκυραίος ο Άγιος, και εγκαθίδρυσε ιδιαίτερο καθεστώς στο νησί, σχέση στενή μιλάμε, κι αφού ήσαντε τώρα πια φίλοι κι αδέρφια με τους ντόπιους, μέχρι και στις επιδρομές των Ιταλών το ’40, και πάλι τότε σηκώθηκε και τα κανόνισε, κι οι βόμβες δεν πέφταν μες την πόλη κι ούτε πειράζαν τους αθρώπους.

Ο Άγιος των σπυριών και της πανούκλας – εξ ου και Σπυρίδων – ορίστε, το λέει και η λέξη, σου λέει ο άλλος. Σπύρος – σπυρί. Καμία σχέση βέβαια, ο Σπυρίδων δεν ξέρουμε από πού βγαίνει, αλλά δε θα τσακωθούμε κιόλας. Ο Άγιος που εξακολουθεί να παραστέκει και να σηκώνεται και να γυρίζει παντού, κι όλα να τα βλέπει και να τα προσέχει – σκέψου ότι οι άνθρωποι εκεί της εκκλησίας είναι αναγκασμένοι να του αλλάζουν τα ποδήματά του γιατί τα χαλάει αφού κυκλοφορεί όλην ώρα έξω να βοηθάει, όπου έχουν ανάγκη.








Σχόλια

  1. Ανώνυμος22/12/23 19:10

    Η γνώση με γλαφυρότητα προσφέρεται στην Αγάπη μας! Χρόνια Πολλά με Υγεία!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.