Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2024

Σάββατο

  Σάββατο.

Εμμανουήλ

Ένα ήταν, υποτίθεται, το βασίλειο. Ένα και μέγα και κραταιό. Και τ’ όνομα αυτού, Ισραήλ. Με τις δώδεκα φυλές του. Και τους μεγάλους βασιλείς του, τον Σαούλ, τον Δαυίδ και τον Σολομώντα. Βασίλειο που άνθισε μετά την μεγάλη Έξοδο από την Αίγυπτο, και την εγκατάσταση στη Γη Χαναάν. Τον καιρό που οι Φοίνικες αλώνιζαν στη Μεσόγειο. Λίγο πριν τον μεγάλο Τρωικό Πόλεμο, και την κατάρρευση του Μυκηναϊκού Πολιτισμού που ακολούθησε. Και την κάθοδο των Δωριέων στην Πελοπόννησο. Το Μέγα Βασίλειο που διασπάστηκε. Και που χωρίστηκε στα δύο. Γιατί ήταν μεγάλα και φιλόδοξα τα σχέδια, κι έβγαινε βαριά η φορολογία. Δύσκολοι λογαριασμοί. Πολλές οι γυναίκες τού Σολομώντα, και πολλές και οι θεότητες. Οι δέκα φυλές συνέπηξαν τον Βορρά, το Βασίλειο του Ισραήλ, και οι δύο, του Ιούδα και του Βενιαμίν, απέμειναν στον Νότο, στο Βασίλειο του Ιούδα. Ρεχοβοάμ και Ιεροβοάμ, και η πάλη και το σχίσμα. Ειδωλολατρία και πολιτική αστάθεια. Αδικία, υποκρισία, τρικυμίες, προκλήσεις, και η ασσυριακή απειλή. Και οι ακρίδε...

Πίστη

Έ τσι είναι αυτές οι μέρες. Της αναρωτήσεως. Της αναμοχλεύσεως της συγκεκριμένης συζητήσεως. Κάθε χρόνο η ίδια πάντα στενοχώρια. Ο ίδιος καημός: σιγά μην υπήρξε στ’ αλήθεια και σιγά μη γεννήθηκε στη φάτνη. Και σιγά που ταξίδεψε ο μπαμπάς του για την απογραφή – ποια απογραφή; Δεν ξέραν ν’ απογράψουνε τον κοσμάκη επιτόπου; Έπρεπε ολόκληρη αυτοκρατορία να βρεθεί στους δρόμοι, από παντού προς παντού; Σοβαρά τώρα; Και ποια σφαγή και ποια νήπια; Πώς δηλαδή σφαχτήκαν τόσα βρέφη και δε γράφτηκε μισή αράδα για το συμβάν; Έπαθε ο κόσμος μια συνωμοσία και το αποσιωπήσαν, τέτοιο έγκλημα τρανό; Και η έγκυος παρθένος; Και οι ιστορίες μάντολες, και τα κρίνα, και τ’ άλλα του κήπου τα ανθηρά; Ρε, δουλευόμαστε; Δύσκολα όλ’ αυτά – δύσκολο πράμα ο άνθρωπος. Βασανισμένο. Αγωνιώδες. Δεν τον γελάς αυτόν. Ορίστε, είναι φανερό: άλλα λέει ο κατάμαρκος, άλλα ο καταλουκάς. Εξετάσθηκαν κατ’ αντιπαράστασιν και περιέπεσαν σε αντιφάσεις. Νάτην η απάτη. Δεν ψηνόμεθα εμείς, σιγά να μην υπήρξε, αυτά είναι ιστορίες για μ...

Αναστασία

Άνο Ντόμινι 293. Έτος Κυρίου δηλαδή.  Αυτό που λέμε σήμερα μετά Χριστόν.   Δεν το ’λεγε έτσι ο Διοκλητιανός, βέβαια. Σιγά που θα το ’λεγε έτος Κυρίου. Αυτός είχε πάθει νταράκουλο, ούτε ν’ ακούσει Κύριον και τα συμπαρομαρτούντα. Τι τους είχε πιάσει, σε επίπεδο Αυτοκρατορίας μιλάμε, δε μπορούσε να το κατανοήσει. Λαίλαψ. Ο κακός χαμός. Ο ένας μετά τον άλλον. Γ ινόσαντε χριστιανοί, φ ορούσαν εκείνο το βλέμμα το αλλούτερο, το κάπως, και τρέχανε και μαρτυρούσανε. Τι παράνοια ήταν αυτή ρε παιδί μου. Και δεν ήταν ότι κολλούσαν μια θρησκεία, έτσι όπως το βλέπουμε φλώρικα εμείς σήμερα, από ’δώ κύριε η θρησκεία μου, από ’κεί το αισθημά μου, το κράτος και η κοινωνία, ιδιωτική υπόθεσις το θρήσκευμα, και δεν το αναγράφει η ταυτότητα, κατάλαβες; Τότε ήταν άλλο. Αυτή η θρησκεία ήταν και παραήταν ταυτότητα – αυτή ήταν η ταυτότητα κι αυτό ήταν το ζήτημα: ποιος είσαι. Βρε τι με νοιάζει εμένα, σου έλεγε το κράτος  –  τι σου λέω εγώ; να θυσιάσωμε για τον Αυτοκράτορα σου λέω, όχι μου λες ...

Θεμιστοκλέους

Ο  άγιος θεμιστοκλέους είναι από τους πλέον σημαντικότερους μάρτυρες της ελληνικής ιδιοπροσωπίας. Πρόκειται στην πραγματικότητα για λατίνο, θεμιστοκλέους, θεμιστοκλέοντος – τα εις -ους λατινικά και η εξ αυτών μαγεία. Αργκεντέους, φλαμέους, φερουγκινέους, τι γλώσσα κύριε, άλεα γιάκτα εστ, ρεγγίνα ρόσας άματ και αγκρίκολα αγκρικολάρουμ. Η λατινική ουσία της ελληνικής, θριαμβεύσασα απ’ όταν οι ρωμαίοι κυβέρνησαν τον κόσμο με τον σταυρό στο μέτωπο, και ποιος είδε έκτοτε τον καππαδόκη και δεν τον εφοβήθηκε. Πίσω όμως στον θεμιστοκλέους. Αυτός ήτο πανούργος άγιος, κατάφερε δηλαδή και εξεγέλασε τον πέρσην βασιλέα και του απέστειλε τον σικίνου, μιαν οδόν εις την κυψέλη, κι επήγε λοιπόν ο σικίνου και του είπε μεγάλε βασιλέα μου, αυτοί τρέμουν από τον φόβον τους και ετοιμάζονται να την κοπανήσουν, σπεύδε να τους εγκλωβίζεις. Έτσι είναι οι πλάνες της ανθρωπότητος, όλες απεικονίσεις του φαντασιακού των θυμάτων τους είναι – μόνο δηλαδή όταν έχεις καλά κρυμμένες βουλήσεις και βαθιά ριζωμένες σφα...

Επική γκάφα

Α ναρωτιόμασταν σήμερα αν «είναι σωστή η φράση “επική γκάφα” [αφού] “γκάφα” είναι ενέργεια που γίνεται από άγνοια ή από επιπολαιότητα ενώ [το επίθετο] “επική” υπονοεί κάποιο κατόρθωμα;» Ίσως το ερώτημα είναι συναρπαστικό. Γιατί δεν είναι απομονωμένο. Γιατί συχνά διατυπώνονται τέτοιου τύπου ερωτήματα. Και γιατί αυτά οδηγούν, κατά τη γνώμη μας, σε σκέψεις. Αν, λοιπόν αυτές μάς επιτρέπονταν: Είναι εύλογο, αν ακούμε γύρω μας τη γλώσσα να χρησιμοποιείται με απροσδόκητο τρόπο, κι εφόσον βρισκόμαστε εντός κάποιου κοινώς αποδεκτού κανονισμένου γλωσσικά πλαισίου (π.χ. σε μια τάξη σχολείου), είναι εύλογο, αν όχι επιβεβλημένο, να προτείνουμε τη διόρθωση του «λάθους», ιδίως αν είμαστε εντεταλμένοι για κάτι τέτοιο. Αλλά όταν η γλώσσα κάνει τα χορευτικά της, είναι άραγε λειτουργικό να αναρωτιόμαστε αν αυτά είναι σωστά ή όχι; Μια (ίσως αναπάντεχη για μάς) χρήση, όσο κι αν αντίκειται σε όσα γνωρίζουμε ή αισθανόμαστε, δεν είναι πιο λειτουργικό, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, να προσεγγίζεται ως φαινόμενο άξιο...

Μηχανή

Β ροχή πέφτουν εσχάτως τα ερωτήματα: μήπως δεν είναι σωστό να μιλάμε για άναμμα χριστουγεννιάτικου δέντρου; αφού μόνο τα λαμπάκια ανάβουμε! Μήπως το καλή επιτυχία είναι πλεονασμός; αφού δεν υπάρχει κακή επιτυχία. Γιατί λέμε έλα στη θέση μου; θέλουμε να παραχωρήσουμε τη θέση μας; Και τι πάει να πει φυσάει έξω; είναι κανείς έξω και φυσάει; Ε, λοιπόν, συμφωνώ και επαυξάνω. Κατ’ αρχάς, δε θα την έλεγα βροχή. Δε βρέχεσαι. Ούτε πέφτουν τα ερωτήματα. Πώς πέφτουν δηλαδή, και πού; Τι πάει να πει βροχή από ερωτήματα; Προσωπικώς δεν ασχολούμαι. Όλη μέρα κάθομαι στο γραφείο μου. Εντάξει, άβολο να κάθεσαι πάνω σ’ ένα γραφείο. Αλλά βλέπω τηλεόραση. Δεν την ανάβω, βέβαια, να πιάσουμε καμιά φωτιά. Και είμαι καλά. Δεν πετώ απ’ τη χαρά μου —έχω υψοφοβία— αλλά είναι όλα μια χαρά. Καμιά φορά και δύο και τρεις, και πολλές χαρές, πάμπολλες. Ώσπου χάνω τον λογαριασμό και φωνάζω το γκαρσόνι και μου τον ξαναφέρνει. Έχω κάτι θεματάκια είναι η αλήθεια. Αλλά και ποιος δεν έχει. Ας πούμε, εγώ δεν μεθώ από ευτυχία ...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Τ’ αντρός

– Ποιος είναι για μπαράκι; Σηκώθηκαν δυο χέρια. – Καφετέρια ποιος θέλει; Τρία χέρια εδώ. – Χτες ρε δεν ήμασταν καφετέρια; Για δεν πάμε λίγο ν’ αλλάξουμε; – Εντάξει, δε θα το κάνουμε θέμα ρε φίλε. Όποιος θέλει ακολουθεί. – Παιδιά, όποιος γουστάρει. Έτσι είπαν όλες μαζί και χαθήκαν σαν τα πουλιά. Κελαριστές, σοβαρές, αποφασισμένες. Μια παρέα κορίτσια. Τα ’πανε, τα βρήκαν, τα ρυθμίσαν. Η μια πιο αστραποβόλα από την άλλη, υποσχέσεις, κατακλυσμός, δόντια λαμπερά και βλέμμα καθαρό, φρύδια ζωγραφιστά – θεότητες ετών δεκαπέντε. Το πολύ. Και κάτσε εσύ στα σόσιαλ να ψάχνεσαι, όχι βουλευτές και βουλευτίνες, όχι πρόεδροι και προεδρίνες, όχι γιατροί και γιάτρισσες – τι πρέπει τι δεν πρέπει, και πώς είν’ το σωστό. Η γραμματική και το φύλο, και τα μπαρμπούτσαλα. Και το κοινωνικόν το ζήτημα. Κολώνει ρε η γλώσσα; Τι λες, δεν ξέρει; Ούτε μετρήσεις, ούτε πεδικλώματα, ούτε κοινωνικές θεωρίες. Το ’πε η ψηλή στις υπόλοιπες: καλά, είστε και πολύ μ@λ@κες – έτσι τις είπε στο φινάλε, γυναίκες πράματα. Σιγά ...

Εσχάτος

Παρασοβαρέψαμε εσχάτος.

Παράπονο

ένα παράπονο μένει κάθε φορά απ’ αυτή τη γιορτή, ένα κενό, ένα τίποτα, έτσι δεν είναι; πάμε και ξαναπάμε, άντε πανηγυρίζουμε, άντε ξαναπανηγυρίζουμε, κάθε χρόνο το ίδιο βιολί, κι η γιορτή βογγάει και σέρνεται, και γιορτή δε γίνεται – και ξέρεις γιατί, δεν ξέρεις; ξέρεις, πώς δεν ξέρεις, τα ξέρουμε αυτά οι αθρώποι κι ας καμωνόμαστε – γιορτή δε γίνεται γιατί πάμε να γιορτάσουμε αυτό που έχουμε ρυθμίσει με το μυαλό μας, αυτό που έχουμε ταχτοποιήσει, που έχουμε ξεκαθαρίσει, ενωμένοι νικημένοι, αυτό που θέμε να συνέβη κι έτσι να εξηγείται —διότι πρέπει να έγινε εκείνο που πρέπει κι όχι εκείνο που έγινε— κατάλαβες; έτσι είναι ο επιστημονικός, τον φτιάχνει τον κόσμο στα μέτρα του κι εμείς πάμε και γιορτάζουμε το σωστό κι όχι το γεγονός – μα γίνεται έτσι γιορτή; πάμε με τα σάβανα τυλιγμένοι στα κοντάρια και τις θλιβερές μας τις ντουντούκες τις υστερικές, λαέ θυμήσου, με τους μουσικούς μας ταπεινωμένους, είμαστε χίλιοι δεκατρείς, αμ δε γίνεται έτσι, στενοχώρια σου ’ρχεται, σαν κακότυχο γαμήσι, ...

Για δες

Οι Να’βι, ο λαός της Πανδώρας. Τα ανθρωποειδή που κατοικούν το φεγγάρι του Πολύφημου, στον Άλφα του Κενταύρου. Αυτοί οι μπλε τρίμετροι με τα μεγάλα μάτια σα θάλασσες παιδιού και τις μακριές ουρές. Με τα μαλλιά πλεξούδα που όμως δεν είναι μαλλιά, είναι απολήξεις – μαλλιά διασύνδεση, μπούκλα γυμνοί νευρώνες, ένα πράμα φωτεινό, τριχίδια έτοιμα να συμπλεχθούν με τους αντίστοιχους γυμνούς νευρώνες τού Ίκραν – με τα Ίκραν πετάνε, κι αν δεν είναι συνδεδεμένοι, αν αυτοί οι νευρώνες δε συντυλιχτούν, του Ίκραν και του καβαλάρη του, οι δύο δεν ταιριάζουν. Αλλά άπαξ και ταιριάξουν, μετά δε σπάει να χαλάσει. Μια ζωή πάει συνδεδεμένο το ζευγάρι. Πακέτο. Στο εξής, καβαλάρης και Ίκραν έχουν ιερό δεσμό. Έχουν δει ο ένας τον άλλον. I see you. Σε βλέπω. Αρχαία ριζούλα της ευρύτερης ομογλωσσίας μας, των αδερφάδων και των ξαδερφάδων, οι γλώσσες που ξαπλώνονται από την Ισλανδία ώς τις Ινδίες – με συγγενικό τρόπο όλες, και βλέπουν και γνωρίζουν: *weid-. Λατινικά videō και vidēre,  vedea  ρουμάνικα ,...

Αμπά Μινά

Αμπού Μινά, λεγόταν. Κι ήταν πόλη ολόκληρη. Και μοναστήρια και κοιτώνες και λουτρά κι υποδομές – σηκωνόταν ο κοσμάκης και πήγαινε εκεί για το μεγάλο του προσκύνημα – στην Αίγυπτο όλα αυτά, την ελληνορωμαϊκή, λίγο παρακεί από την Αλεξάνδρεια, καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα νοτιοδυτικά. Κι ανάμεσα στις δυο πόλεις υπήρχε και λίμνη. Η Μαρεῶτις, بحيرة مريوط, η υφάλμυρη – χυνόνταν εκεί του Νείλου τα νερά, καμιά εφτακοσαριά τετραγωνικά χιλιόμετρα η λιμνούλα, τι λιμνούλα δηλαδή, είχε και κανάλι, και συνέβησαν διάφορα στους αιώνες, βάλε νερά, βγάλε νερά, μέχρι που οι Άγγλοι ανακάτεψαν την τράπουλα όταν βρέθηκαν στην περιοχή, και τα γλυκά με τα αλμυρά τα νερά κι αυτά τα ανακάτεψαν, κι άλλαξε ο κόσμος – κάπου εκατόν πενήντα χωριά γίνηκαν υποβρύχια. Τέλος πάντων, δεν είναι η λίμνη το θέμα μας, αλλά η Αμπού Μινά. Η πόλη. Μνημείο σήμερα. Πολιτιστική κληρονομιά, λέει. Τι να το κάνεις; Ερείπια απομένουν, και στο μεταξύ κάτι προσπάθειες που γίναν για άρδευση της περιοχής ανέβασαν τον υδροφόρο ορίζοντα κι ...

Άγγελος

Ὦ ξεῖν᾿, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις. Έρρωσο παροδίτα, εσύ που περνάς και πας. Γίνε άγγελος. Πες στους Λακεδαιμονίους. Μην και δεν τα μάθαν; Τα μάθαν. Πώς δεν τα μάθαν. Μα τότε, τι να πεις; Το άρρητο να πεις παροδίτα. Που δεν λέγεται. Το ζωντανό το μέρος. Την ουσία. Αυτό που δε λεν τα νέα. Αυτό που τα λόγια αποκρύπτουν. Που τα μαντάτα δε μηνούν. Πες αυτό που δεν κομίζεται, που δεν παραδίδεται. Αυτό κάνουν οι αγγέλοι. Συμβαίνουν. Κι η χορδή πάλλεται. Κλείνουν το κύκλωμα. Κάνουν επαφή. Φρόντισε, παροδίτα, ως μόνος εσύ ξαφνικός, ως κατάπληκτος, ως δονηθείς ως δυνηθείς – φρόντισε. Τώρα ξέρεις – εκομίσθη ήδη. Ως άγγελος ως έκπληξη. Ως θαυμασμός παιδικός μπροστά στο ον. Που οι άνθρωποι μόνο στα τυφλά. Μόνο μερικώς. Ο άγγελος ως αγωγός. Πήγαινε τώρα, παροδίτα.

Super

Δεν είναι κακό που νυχτώνει νωρίς. Έτσι είναι τα πράματα. Πιο νωρίς, πιο αργά, κάποτε θα σκοτεινιάζει. Είναι μια άλλη λογική. Και πάλι μέρα είναι – αλλά με φώτα αναμμένα. Ξέρω ότι σε στενοχωρεί αλλά ούτε οι δουλειές σταματάνε, ούτε η ζωή. Αλλάζει μόνο ο τρόπος. Μπαίνουμε στον σκοτεινό διάδρομο. Κι όπου να ’ναι, σε κάνα μήνα, και πάλι θ’ αρχίσουμε να κατηφορίζουμε στην έξοδο. Τι νόμισες. Έτσι θα πάει για πάντα;

Ηλέκτρα

Το επεσήμανε ο Καρλ Γιούνγκ, ως ομόλογο τού οιδιποδείου τού Φρόιντ. Ότι κύριε, δεν είναι μόνο μάνα και γιος, παίζει και μπαμπάς με κόρη. Ψυχοσεξουαλικός ανταγωνισμός. Μάνα και κόρη συνωθούνται στην αναμονή για την προσοχή και την τρυφερότητα του μπαμπά. Μάλιστα. Επιθυμία, αντιπαλότητα και κακός χαμός. Κι έρχεται η Κάρεν Χόρνεϊ και σου λέει τι ανδροκεντρικές εξυπναδίτσες είναι αυτές παιδιά; Το γυναίκα είναι απείρως περιπλοκότερον απ’ ό,τι μπορεί να στοχαστεί ο μυαλός σας. Σιγά μη βιώνουν φθόνο του πέους τα κοριτσάκια. Αυτός που βιώνει φθόνο και μάλιστα ξεγυρισμένο είναι τα αγοράκια: τον φθόνο της μήτρας, κύριοι – μιλάμε για κομπλεξάρα. Κοινωνικόν το φαινόμενο. Και τσουπ, να και η Μέλανι Κλάιν. Δεν ξέτε ρε τι λέτε. Ποιος πατήρ και κουραφέξαλα. Η μάνα είναι το βασικό πράμα, και στο κοπέλι και στην κοπέλα. Είναι από την κοριτσίστικη αμφιθυμία προς τη μαμά – πολύ πριν ανακατευτεί ο μπαμπάς στην υπόθεση. Άντε με τις απλοποιήσεις σας. Αλλά οι άνθρωποι δε διαβάζουν Φρόιντ, ούτε Γιούνγκ, ούτε ξ...

Αποταμίευση

Από θησαυρό που βρέθηκε το 1962 στη Δράμα. Ήταν 2.893 νομίσματα. Διάφοροι τύποι, διαφόρων αυτοκρατόρων. Εδώ του Αλεξίου Γ΄ (1195-1203). Αρχαιολογικό Μουσείο Δράμας. Αποταμίευση.

Νάζι

 

Σκαλοπάτια

Στα σκαλοπάτια σου Εγώ γυρίζω

Βολάν

Όταν γύριζες το από κάτω ερχόταν η πίσω πλάκα και κατέβαινε κι έφερνε τους σφιγκτήρες στη θέση που τους ήθελες οπότε έπρεπε να γυρίσεις και το αποπάνω που τους έκλεινε να μπορούν να την πιάσουν τη φλάντζα να την κρατήσει σωστά ή μήπως γύρναγες πρώτα το αποπάνω δε θυμάμαι τώρα εσείς τα φκιάνετε στον αυτόματο βάνεις τη φλάντζα και μετράει αυτό και ξέρει το μηχάνημα να μπορέσεις εσύ μετά να το δουλέψεις αλλά δουλειά έτσι δε γίνεται αυτό ξέρω εγώ –  όχι μην το πετάξεις τι παλιοσίδερα όλο και κάποιος θα βρεθεί να το θέλει τρελός είσαι; μην το πετάξεις σου λέω.