Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2025

Βλέμμα

Το βλέμμα του βρέφους είναι στραμμένο προς εκείνη. Και το δικό της, προς εμάς. Τι βρέφος, δηλαδή. Κοτζάμ άντρας, τουλάχιστον έφηβος. Να τα συναρπαστικά, της ψυχής και του νου: κανείς μας δεν ενοχλείται. Μας φαίνεται φυσιολογικό – έτσι ζωγράφιζαν τα βρέφη τότε, ίσως σκεφτόμαστε. Βλέπεις τα μυαλά μας είναι συντονισμένα στο αφήγημα «μύθος – θρησκεία – επιστήμη». Ότι ο κόσμος βηματίζει σταθερά από το πρώτο προς το δεύτερο, κι από κει πάει στο τρίτο. Σταθερά και προδιαγεγραμμένα – έτσι θα γίνει – τι λέω, έτσι γίνεται ήδη. Και την ίδια στιγμή είμαστε συντονισμένοι και με τον άλλο παράλληλο μύθο: βλέπεις, δεν είχαν φωτογραφικές μηχανές τότε. Η τεχνολογία ήταν στα σπάργανα. Οι άνθρωποι ήταν ατελείς. Και ζωγράφιζαν ατελώς. Τόσο μπορούσε να απεικονίσει ο χρωστήρας την πραγματικότητα. Κι εκείνη μάς κοιτά μέσα από την εικόνα. Τα μάτια της δεν εστιάζουν στα δικά μας. Σκέφτεται, θαρρείς. Σκέφτεται τι θα συμβεί. Και το σκέφτεσαι λιγάκι κι εσύ. Κι ύστερα τα πράγματα σοβαρεύουν. Νομίζεις πως ξέρει. Ίσω...

Λίστες

Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών «Ἀρχοὺς αὖ νηῶν ἐρέω νῆάς τε προπάσας»· τους αρχηγούς λοιπόν θα πω, και τα καράβια όλα. Το πρόβλημα έρχεται από τα βάθη – όσο υπάρχει άνθρωπος. Πώς να μιλήσεις για το ον. Για το όλον. Πώς να το κάνεις με τον λόγο; Αν ο λόγος έφτανε, τ’ άλλα δε θα περίσσευαν; Αλλά δε φτάνει. Μόλις θρασυνθείς κι αρχίσεις και μιλάς, ξέρεις ότι μόνο για ό,τι εσύ γνωρίζεις μπορείς να πεις. Κι απ’ αυτά, μόνο για την όψη τους που εσύ κατανοείς. Κι αυτό το ξέρεις. Οπότε; «Οὐδ᾽ εἴ μοι δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματ᾽ εἶεν, φωνὴ δ᾽ ἄρρηκτος, χάλκεον δέ μοι ἦτορ ἐνείη.» Ούτε δέκα γλώσσες να είχα, ούτε δέκα στόματα. Και φωνή καμπάνα και στήθια μέταλλο, απελπίζεται ο Τυφλός που τα πανθ’ ορά. Και πάλι δε θα τα κατάφερνα, λέει. Άλλον τρόπο ψάχνει. Άλλη λειτουργία. Και καταφεύγει στη λίστα. Στον κατάλογο. Αριθμεί τους αρχηγούς και τα καράβια όλα. Των Βοιωτών τον Πηνέλαο, τον Κλονίο, τον Προθήνορα, την Αρκεσίλαο και τον Λήτο. Και τ’ αγόρια υπό τον Ιάλμενο και τον Ασκάλαφο, τα παιδιά του Άρη ...

Εκκλησία

Εκκλησία. Εκ του εκκαλώ. «Ἐπειδὴ τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, παρεληλύθει τὰ Διονύσια, ἐγίγνοντο δὲ αἱ ἐκκλησίαι, ἐν τῇ προτέρᾳ τῶν ἐκκλησιῶν ἀνεγνώσθη δόγμα κοινὸν τῶν συμμάχων.»[1] Καθώς είχαν παρέλθει τα Διονύσια, άνδρες Αθηναίοι, και συγκαλείτο η εκκλησία του δήμου, στην πρώτη της συνεδρίαση διαβάστηκε απόφαση κοινή των συμμάχων. «Ἐκκλησιάσαι γοῦν ἐδεόμην οἴκοι μένων»[2], έχω να μείνω στην πατρίδα και να πάω στη συνέλευση του δήμου. «Τὸ δὲ πάντων μέγιστον, ὅτι ἡ μὲν τοῦ νομοθέτου κρίσις οὐ κατὰ μέρος, ἀλλὰ περὶ μελλόντων τε καὶ καθόλου ἐστίν, ὁ δ᾽ ἐκκλησιαστὴς καὶ δικαστὴς ἤδη περὶ παρόντων καὶ ἀφωρισμένων κρίνουσιν.»[3] Και το σημαντικότερο όλων είναι ότι η κρίσις του νομοθέτη δεν είναι περιπτωσιολογική, αλλά για το μέλλον και το όλον, ενώ το μέλος της εκκλησίας τού δήμου και ο δικαστής αποφασίζουν για τα τωρινά και συγκεκριμένα. Εκκλησιάζομαι, δηλαδή πάω στη μάζωξη. Και με τρόπο μυστήριο, συμμετέχω κι όλας. Οίκοθεν νοείται. Μαζί οι δύο έννοιες – και πάω, και συμμετέχω. Δεν πάω και ...

Νίκη

Ο  Αλέξανδρος δε και γάμους εποίησεν εις τα Σούσα, δικούς του και των Εταίρων. Αυτός μεν, εκ των Δαρείου των θυγατέρων την πρεσβυτέραν, την Βαρσίνην, αυτήν επαντρεύτηκε, και, καθώς λέγει ο Αριστόβουλος, επήρε κι άλλη, την νεωτέρα των θυγατέρων τού Ώχου πήρε, την Παρύσατη. Ήν δε ήδη παντρεμένος και με του Οξυάρτου του Βακτρίου το παιδί, την Ρωξάνη. Την Δρύπετη δε, την έδωκε στον Ηφαιστίωνα, Δαρείου κόρη κι αυτήν, αδελφή της δικιάς του γυναικός, θέλοντας γαρ τα παιδιά τους των δυο, τα δικά του και του Ηφαιστίωνος, να βγουν ξαδέρφια. Στον δε Κρατερόν έδωκε την Αμαστρίνην, το παιδί του Οξυάρτη, του αδερφού τού Δαρείου, και στον Περδίκκα το παιδί του Ατροπάτου, του σατράπου της Μηδείας. Στον Πτολεμαίο, τον σωματοφύλακα, και στον Ευμένην, τον γραμματέα τον βασιλικόν, έδωκε τα παιδιά τού Αρταβάζου – στον μεν την Αρτακάμαν, στον δε την Άρτωνην. Και στον Νέαρχον το παιδί της Βαρσίνης και του Μέντορος. Και στον Σέλευκον την Απάμαν, το παιδί του Σπιταμένους του Βακτριανού. Ωσαύτως και στους ά...

Σημεία

Καὶ ἐκόντευε νὰ παρέλθῃ ἡ μέρα τῆς πεντηκοστῆς, καὶ ἦσαν ἅπαντες μαζεμένοι ὁμόθυμοι. Καὶ ἐγένετο ἐξαίφνης ἐξ οὐρανοῦ ἦχος, ὥσπερ πνοὴ βιαία νὰ ὁρμᾷ ὁποῦ ἦσαν καθήμενοι, καὶ ἐγέμισεν ὁ οἶκος ὅλος. Και ὡσὰν να ἐξεχωρίστηκαν γλῶσσες φωτιᾶς, ἔκατσε καθεμιὰ στὸν καθένα τους, κι ἐγέμισαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν λαλιαῖς ἄλλες, καθὼς ποὺ τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς καὶ μιλοῦσαν. Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ κατοικοῦσαν Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους ὑπὸ τὸν ἥλιον. Γενομένης δὲ τῆς βοῆς ταύτης, ἐμαζεύθη πλῆθος. Καὶ τὰ ἔχασαν, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος στὴν δική του τὴν λαλιὰν νὰ τοῦ μιλούν. Κι ἐξίσταντο πάντες κι ἐθαύμαζον, λέγοντες πρὸς ἀλλήλους: καλὰ, Γαλιλαῖοι δὲν εἶναι πάντες αὐτοὶ οἱ λαλοῦντες; πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τη δική του τὴν λαλιά, τὴν μητρική; Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς Κυρήνης, καὶ οἱ παρεπιδημοῦντες ...

Τραπεζικά

Τ ραπεζικών θεμάτων συνέχεια: Λέει ο ένας: «τράπεζαν ἡμῖν <ἔκ>φερε, τρεῖς πόδας ἔχουσαν, τέτταρας δὲ μὴ ᾿χέτω.» Βγάλε μας δηλαδή τραπέζι, τρία πόδια να ’χει, αλλά τέσσερα να μην έχει. Κι απαντάει ο άλλος: «καὶ πόθεν ἐγὼ τρίπουν τράπεζαν λήψομαι;» Και πού θα ’βρω ’γώ τραπέζι τρίποδο; Κι εδώ ξεκαρδιζόταν ο κοσμάκης. Είναι από χαμένη κωμωδία του Αριστοφάνη ο διάλογος. Τίποτε δεν απέμεινε απ’ το έργο. Δεν ξέρουμε περισσότερα. Και πώς ξέρουμε τις ατάκες αυτές; Τις αναφέρει ο σοφός Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές του. Αθήναιος ο Ναυκρατίτης. Τύπος και πολύ αρχαίος, αλλά πολύ μεταγενέστερος του Αριστοφάνη. Να φανταστείς μιλάμε για τον 2ο αι. μ.Χ., αρχές τρίτου. Πρέπει να είχε δει τον Μάρκο Αυρήλιο να τα βάζει με τις διάφορες γερμανογοτθικές αγέλες στον Δούναβη ο Αθήναιος, και μάλιστα σέρνει τα εξ αμάξης στον Κόμμοδο, τον γιό τού Μάρκου Αυρήλιου, τον ανεκδιήγητο, αυτόν που τον σκότωσε ο Ράσελ Κρόου στην ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ – αυτήν που τον Κόμμοδο τον έπαιζε ο Χοακίν Φίνιξ – μεγάλε Χοακ...

Τοῦ τυφλοῦ

Περνώντας λοιπὸν εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες: ῥαββί, ποῖος ἡμάρτησεν, αὐτὸς ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, γιὰ νὰ γεννηθῇ τυφλὸς; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς: οὔτε αὐτὸς ἡμάρτησεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ· ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ τὰ κάνω ὅσο εἶναι ἡμέρα· γιατὶ ἔρχεται νύκτα ὅπου οὐδεὶς δύναται να ἐργάζεται. Ὅσο εἶμαι στὸν κόσμο, το φῶς εἶμαι τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψου εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ – ποὺ θὰ πεῖ «ἀπεσταλμένος». Ἀπῆλθεν αὐτὸς καὶ ἐνίφτηκε, καὶ ἦλθε βλέπων. Οἱ γείτονες λοιπὸν καὶ ὅσοι τὸν ἔβλεπαν προηγουμένως ὅτι τυφλὸς ἦτο, ἔλεγον: αὐτὸς δὲν εἶναι ποὺ καθόταν καὶ ζητιάνευε; καὶ ἄλλοι ἔλεγον ὅτι ναί, αὐτὸς εἶναι· καὶ ἄλλοι ὅτι ὄχι, τοῦ μοιάζει· ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον λοιπόν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἄλε...

Κωνσταντίνος

Ξαναρχίσαμε και φέτος. Τα γνωστά. Που ήσουν μακελάρης. Που εξόντωσες – και ποιον δεν εξόντωσες. Κι η μάνα σου που ήταν αποτέτοια. Και λίγα σου λέω. Πού να ξέραμε και την ιστορία με την αδερφή σου και τον γιο τού Λικίνιου. Ή τι έκανε ο μπαμπάς σου με την πρώτη του γυναίκα και τι θα γινόταν η Αυτοκρατορία αν δεν είχες κάνει κι εσύ το ίδιο – αυτό δε μας περνάει απ’ τον νου. Τι φοβήθηκες τον Μαξέντιο, ή γιατί τα μάζεψες από τη Ρώμη. Γιατί φαγώθηκες να κόψεις νόμισμα και πώς ενήργησες στη Νίκαια. Πού να μπλέκουμε. Μας αρκεί η δημοσιογραφία. Σεξ και πρωτοσέλιδα. Γιατί, όπως καταλαβαίνεις, σκοπός μας δεν είναι να διαλογιστούμε πώς σκέφτηκες και πώς ομονόησες με την ιστορία. Σαν ατζαμήδες ηθοποιοί σε θίασο παραθεριστών, έχουμε τη δική μας ατζέντα. Παίζουμε τον Κωνσταντίνο, και βάζουμε τα καλά μας, τα χρυσά, μεγαλοπρεπείς, γαλήνιοι, όλο στόμφο, αρχοντιά και χέρι βαρύ πλην τίμιο. Ή το αντίθετο: φοράμε τα σκούρα μας, χθόνιοι και στριμένοι, το βλέμμα λοξό ένα γύρω, ύπουλοι – το μαύρο το κακό. Αυλα...

Σαμαρεῖτις

Καθὼς λοιπὸν ἐγνώριζεν ὁ Κύριος ὅτι οἱ Φαρισαῖοι εἶχαν ἀκούσει ὅτι περισσοτέρους μαθητὰς κάνει καὶ βαπτίζει ὁ Ἰησοῦς παρὰ ὁ Ἰωάννης —παρ’ ὅλο ποὺ ὁ Ἰησοῦς ὁ ἴδιος δὲν ἐβάπτιζεν· ἐβάπτιζαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ— γι’ αὐτὸ ἀφῆκε τὴν Ἰουδαίαν κι ἐπῆγε εἰς τὴν Γαλιλαίαν.  Κι ἔπρεπε νὰ διέλθῃ διὰ τῆς Σαμαρείας. Ἔρχεται τὸ λοιπὸν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ποὺ ἔδωκεν ὁ Ἰακὼβ στὸν υἱόν του τον Ἰωσήφ, κι ἦτον ἐκεῖ ἡ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. Κατάκοπος λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας καθόνταν ἐπὶ τῇ πηγῇ· ἡ ὥρα ἦταν ἕκτη. Κι ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ν’ ἀντλήσῃ ὕδωρ. Λέγει σ’ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς: δός μοι νὰ πιῶ – γιατί οἱ μαθηταί του εἶχαν πάει στὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι. Λέγει λοιπὸν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις: καὶ πῶς ἐσὺ, ἕνας Ἰουδαῖος, ἀπὸ μένα νὰ πιῇς ζητᾶς, ἀπὸ μιὰ γυναῖκα Σαμαρείτιδα; ἀφοῦ δὲν κάνουνε μαζί Ἰουδαῖοι καὶ Σαμαρείταις. Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ: ἂν ἐγνώριζες τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, καὶ ποῖος εἶναι ποὺ σοῦ λέγει δός μοι νὰ πιῶ, ἐσύ ’σαι ποὺ θὰ τοῦ ζήτα...

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...

Σαχαφλάρ Τσαρσισί

Η φάτσα του Αδόλφου πρώτη και καλύτερη, πάνω δεξιά. Ο Καβγάς μου. Ο Αγών μου, δηλαδή. Μάιν Καμπφ. Τούρκικα είναι τα βιβλία – τι να κάνουμε. Να πατάει πάνω σε μια στοίβα ετερόκλητη αυτός ο Καβγάς – βιβλία το ’να πάνω στ’ άλλο: το βιβλίο της Σεβγκί Σαμπαντζί, της δυναστείας των Σαμπαντζί: πώς είναι να μεγαλώνεις μέσα στα πλούτη τα αμύθητα, αλλά και στον πόνο και την περιθωριοποίηση που παίζουν εντός των ανακτόρων. Από κάτω απ’ αυτό, δυο Κόλινς, εκπαιδευτικά βιβλία – για να μαθαίνεις. «Μικρά παιχνίδια, μεγάλες ιδέες», λέει ο τίτλος. Για την ανάπτυξη του παιδιού. Μετά ο Ριζά Ναρινλί με τον «Αμπντουλχαμίτ», κι αριστερά του, όρθια, πάλι ο «Αμπτουλχαμίτ: χορεύοντας με τους λύκους». Τα τρία βιβλία τού Μουσταφά Αρμαγάν. Οι στρατηγικές και η επιβίωση τού Σουλτάνου, από τη μια οι ξένοι κι από την άλλη οι νεότουρκοι. Κάτω απ ’  τον  Ριζά Ναρινλί ,  η Τουτσέ Ισινσού. «Κισμέτ» το λέει το βιβλίο της. Μοίρα. Κατάλαβες: πνευματικότητα, προσωπική ανάπτυξη, μυστικισμός, μεταφυσική – τέτοιο ...

Κάκασβος

Στη βόρεια Λυκία και τη νότια Πισιδία. Όχι μόνο, αλλά εκεί τον βρίσκεις πιο συχνά. Eπαρχία της Αττάλειας σήμερα. Και στη Ροδιάπολη και την Αρυκάνδα, στη Μούγλα, στο Πολυδώριο —το Μπουρντούρ—, στην Αριασσό —και Ααρασσό που τη λέει ο Στράβων—, στη Σαργαλασσό, την Τερμεσσό – βόρεια όλα της θαλασσογραμμής και νότια του Ταύρου. Νοτιοδυτική Τουρκία δηλαδή. Πλούσιες πόλεις η Λυκία, που άλλαζαν χέρια μεταξύ Περσών και Ελλήνων, σήμερα έτσι κι αύριο αλλιώς, και ορεινές κοινότητες η Πισιδία. Και μετά Σελευκίδες και Πτολεμαίοι – ελληνικά, συγκρητισμός, ένα καζάνι που ανακατεύεται. Κι ύστερα Ρωμαίοι. Η γλώσσα πάντα ελληνική, και στο υπόστρωμα τα άγια των αγίων. Η οντότητα που καβαλίκευε το άτι κι έσπευδε, άμα είχες χρεία. Η στρατιωτική αγιότητα, με το αριστερό γερά τα γκέμια και στο δεξί το Ηράκλειο ρόπαλο, κι αργότερα το κοντάρι, μάρε γιε, όπου χρειαζόταν προστάτης, κι όπου θα δινόταν μάχη. Κι όπου ερχόταν διάβα να διαβείς, κι ήταν ώρα. Ο ρωμαλέος θεραπευτής, ο πολεμιστής που σκοτώνει το κακό, και...

Εν αρχή

Οργανώνουμε οι άνθρωποι. Κοιτάμε το τίποτα και δεν το αντέχουμε. Και το διαβαθμίζουμε. Αυθαίρετα. Ή όχι και τόσο αυθαίρετα. Το ταξινομούμε. Οργανώνουμε, ας πούμε, τον χρόνο με βάση την περιστροφή μας γύρω απ’ τον εαυτό μας. Κι ύστερα με βάση τις βόλτες που κάνουμε γύρω από το άστρο μας. Άλλες μετρήσεις μας τις οργανώνουμε με βάση τα δέκα δάχτυλά μας: δέκα, είκοσι, εκατό, χίλια. Κάποιοι επιμένουν ακόμη σήμερα στις εικοσάδες – σου λέει, κύριε, χέρια και πόδια έχουμε, άρα είκοσι τα δάχτυλα. Τέσσερεις είκοσι και δεκατέσσερα είναι στα γαλλικά το ενενήντα τέσσερα. Κι άλλοι σε δωδεκάδες – τρεις φάλαγγες επί τέσσερα δάχτυλα, ορίστε που σου λέω: δώδεκα. Κι από κει σε εξηντάδες – η ώρα είναι τέτοιο απομεινάρι: εξήντα τα λεπτά, κι εξήντα δευτερόλεπτα το καθένα. Τόσο κάνει πέντε δωδεκάδες: εξήντα. Και για να φτιάξουμε και τα κομπιούτερ, ε πια το γυρίσαμε στο δυαδικό – αφού περνάει ή δεν περνάει ρεύμα είναι οι δύο αξίες, και τρίτη δεν παίζει. Εισήλθαμε στον κόσμο τον ψηφιακό: ναι ή όχι. Η οργάνωση ...

Κοστάκι

Κ. Κοστάκι, λέει η υπογραφή, κάτω χαμηλά στο άγαλμα. Κσενοφόν Κοστάκι. Έτσι γράφεται: Ksenofon Kostaqi. Γλύπτης. Που εκτός απ’ αυτόν εδώ, εκτός τον ανδριάντα με τα δυο κορίτσια δηλαδή, έχει σκαλίσει και τον οβελίσκο, τη «Μητέρα Πατρίδα», στα ψηλά του Αργυρόκαστρου, από κει που κοιτάς όλη την κοιλάδα του Δρίνου και βλέπεις τα βουνά. Ολούθε βουνά. Κοντά στο πρώτο σχολείο του Αργυρόκαστρου ο οβελίσκος, να γιορτάζει τη γλώσσα την αλβανική, που δεν αφήναν οι Οθωμανοί να διδάσκεται, κι όποιον την έκανε μάθημα τον κανόνιζαν αυτοί, άντε ρε από κει, οθωμανέζικα θα μιλάτε, θέτε δε θέτε, όχι αλβανικά. Μουντάζ Δράμι, Κσενοφόν Κοστάκι και Στεφάν Παπαμιχάλι οι τρεις γλύπτες. Και τιμήθηκαν με τον «Έπαινο της Πόλης» για τη δουλειά τους. Τα βουνά. Όπου κι αν κοιτάξεις. Γύρω και πάνω κι από παντού. Το Μάλι ι Γκέρε στα δυτικά, το Πλατοβούνι, που χώριζε τους αρχαίους Χάονες στα δύο. Από ’δώ η Αντιγόνεια, και πέρα η Φοινίκη, κατά θάλασσα μεριά, κατά Κέρκυρα. Στα βορειοανατολικά τού Αργυρόκαστρου, το Λουντζ...