Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2025

Κατερίνη

Η γιαγιά η Κατερίνη. Ή μήπως Αικατερίνη; Πολύ μικρός ήμουν τότε για να είμαι σήμερα βέβαιος ποιο απ’ τα δύο. Ή το ’να ή τ’ άλλο, αλλά σίγουρα όχι Κατερίνα. Δηλαδή όχι με α στο τέλος. Κι ήταν αδελφή της γιαγιάς Σταυρούλας κι ήταν όλες αυτές μαζί αδερφάδες ξαδερφάδες ούτε θυμάμαι πια, Σταυρούλα, Ευφημία, Αλεξάνδρα, Κωνσταντία – η Αλεξάνδρα είχε κι ένα χρυσό δόντι – και καθόσαντε όλες μαζί —όσο η πόλη τούς επέτρεπε να κάθονται όλες μαζί—, θέλω να πω είχαν σκορπίσει οι κακομοίρες γιατί είχαν όλες παιδιά κι εγγόνια, και ήταν όλες αγγαρεμένες να τα φυλάνε και να τα μεγαλώνουνε γιατί τα κορίτσια τους είχανε δουλειές κι η πόλη ήτανε μεγάλη, πώς να ιδωθούνε αντί να κάθονται όλες μαζί σ’ ένα μέρος οι γριές να κουτσομπολεύουνε και να λένε τα δικά τους, κατάλαβες, ήταν ξεμοναχιασμένες και βρισκόνταν μια στο τόσο και τα λέγανε – τι λέω, μόνο στο μυαλό μου τις έχω όλες μαζί, ούτε μια φορά δεν τις θυμάμαι στ’ αλήθεια όλες μαζεμένες τις έρμες, το πολύ δυο δυο – άντε μια φορά στο σπίτι του Χρήστου που ...

Παραβολή

Π αραβάλλω. Δηλαδή βάζω δίπλα δίπλα για να συγκρίνω. Παραθέτω. Την κάνω την παραβολή, έτσι λέμε. Αλλά και την ακούω. Ακούω δηλαδή μια ιστορία, που είναι φανερό —ή μήπως δεν είναι— ότι δε λέει αυτό που λέει. Ή μάλλον ότι, πέρα απ’ αυτό που λέει, λέει κι άλλα, πολλά, αρκεί να παραβάλω: να τη βάλω δίπλα δίπλα με πράγματα του κόσμου τούτου, δίπλα με πράγματα ανάλογα. Με σκοπό να οδηγηθώ σε συμπεράσματα. Σε σκέψεις που δε γινόταν να έχουν ειπωθεί. Γιατί αν ειπωθούν, έχουν πολύ μικρότερη διατρητική ικανότητα απ' ό,τι αν τις κάνω ο ίδιος. Παραβολή λοιπόν. Λέξη που διαδόθηκε και που την ξέρουν όλοι οι πάντες – είναι να μην αρχίσουν οι λέξεις να ταξιδεύουν. Κι απ’ τη λατινική parabola και τις πρώιμες ρωμανικές μορφές parab(u)la, parabla, paraula, πήγαμε παντού: parable, parabole, parábola, parabolă. Και Parabel, αν και για την ευαγγελική παραβολή αυτοί λένε Gleichnis. Αλλά και πάλι. Και πήγαμε και στην ισπανική palabra, που έγινε λόγια – ¿escuchas las palabras de las brujas? τ’ ακούς τα λόγ...

Σαντιάγκο

Ο Αουρέλιο ντε Σάντος Οτέρο ήταν διαπρεπής σκόλαρ. Φιλόλογο ι οριενταλίστα ι τεόλογο εσπανιόλ. Σοφός άνθρωπος. Πρόσφατα τον χάσαμε, το 2022. Δόκτωρ εν λα φιλολοχία εσλάβα ι οριεντάλ. Αυτός ήταν που το ’χε βαφτίσει Προτοεβανγχέλιο δε Σαντιάγο. Πρωτοευαγγέλιο του Σαντιάγκο, δηλαδή. Τι δουλειά είχε το Σαντιάγκο; Καμία. Δεν πρόκειται για το Σαντιάγκο της Χιλής. Πρόκειται για το όνομα. Το έδωσε στην πρωτεύουσα ο Πέδρο δε Βαλβίδια, όταν ίδρυσε την πόλη το 1541. Την ονόμασε Σαντιάγο δε Νουέβο Εξτρέμο γιατί ο ίδιος ήταν από την Εξτρεμαδούρα, και διότι ο φύλακας άγιος της Ισπανίας ήταν ο Ιάκωβος. Που στα ύστερα βαρβαρολατινικά ήταν ο Σάνκτου Γιακόμπου. Που μπερδεύτηκε με τον Άγιο Ντιντάκτους τής Αλκαλά. Τον Άγιο Ντιέγκο. Κι ύστερα έμπλεξαν. Σαντιάγκο. Έτσι είναι ο Άγιος Ιάκωβος εν ελ εσπανιόλ. Σαντιάγκο. Μικρός είναι ο κόσμος. Τα γράφει για το Προτοεβανγχέλιο ο Οτέρο στο κλασικό του έργο, Λος Εβανχέλιος Απόκριφος. Όπου έχει επιμεληθεί τα κείμενα, ελληνικά και λατινικά, κριτική έκδοση, και μαζί ...

Καθαγιασμός

Καθαγιάζω: ἐξαγιάζω, καθιστῶ τι ἱερόν, ἅγιον. Έτσι γράφει ο Πάπυρος - Λαρούς, έκδοση 1963. Και συνεχίζει: καθαγιασμός ὁ: ἡ μεταβολή, («μετουσίωσις» – «transubstantio») τῶν εὐχαριστιακῶν εἰδῶν, τοῦ ἄρτου δηλαδὴ καὶ τοῦ οἴνου, εἰς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Αὕτη, κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς Ὀρθοδόξου Εκκλησίας, επιτελείται κατὰ τὴν ἐπίκλησιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ εὐχῇ τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς τῶν λειτουργιῶν. Κατά την Αγία Αναφορά. Στῶμεν καλῶς· στῶμεν μετὰ φόβου. Δηλαδή κατά την μεγάλη ευχαριστιακή προσευχή στο κέντρο κάθε καθιερωμένης Θείας Λειτουργίας. Εκεί όπου γίνεται η επίκληση του Αγίου Πνεύματος. Σκοπός: η διαχείριση της ύλης. Από πράμα, να γίνει άγιο. Είναι διαδικασία. Έχει τη σειρά της. Πώς θα γίνει το μυστήριο του Ευχελαίου με λαδάκι απλό – δεν πρέπει το λάδι να γίνει άγιο; Πώς θα γίνει Θεία Ευχαριστία, πώς θα γίνει Βάπτισμα με νερό της βρύσης; Δε χρειάζεται η παρουσία της Χάριτος; Η επιστασία του θείου; Δε θα τον επικαλεστεί ο ιερέας; Και μάλιστα την τρίτη των υποστάσεών του: το Άγιο ...

Scala enigmatica

La Gazzetta Musicale di Milano è uno storico settimanale italiano, fondato a Milano nel 1842. Pubblicato da Casa Ricordi, è stato uno dei primi periodici italiani a trattare di musica, politica, attualità e spettacoli teatrali. Δ εν είναι και τίποτε δύσκολα ιταλικά: «Η Gazzetta Musicale di Milano είναι ένα ιστορικό ιταλικό εβδομαδιαίο περιοδικό που ιδρύθηκε στο Μιλάνο το 1842. Εκδιδόμενο από τον οίκο Casa Ricordi, υπήρξε ένα από τα πρώτα ιταλικά περιοδικά που ασχολήθηκαν με τη μουσική, την πολιτική, την επικαιρότητα και τις θεατρικές παραστάσεις.» Κυριακή, 2 Ιανουαρίου 1842, Domenica 2 gennaio 1842. Τότε εκδόθηκε il primo numero, το τεύχος ένα. Η γκαζέτα φιλοδοξούσε να καλύψει κάθε τι καινούριο στον τομέα της μουσικής. Κυριακές έβγαινε, ώς το 1895. Κι ύστερα, ώς το 1902, κυκλοφορούσε κάθε Πέμπτη. Με διακοπές κάποιες φορές, λόγω ανωτέρας βίας, αφού δεν έκανε πάντα ησυχία στην Ιταλία εκείνα τα χρόνια, αλλά σε γενικές γραμμές επέμεινε με συνέπεια να ασχολείται με σοβαρή κριτική, στα χνάρι...

Η καλύτερη

Πω πω στενοχώρια! Πω πω κούραση! Άιντε πάλι ξανά μανά: «Η δικιά μας είναι καλύτερη». Γ ιατί ρε μάστορα; Από πού κι ως πού η δικιά μας είναι καλύτερη; με το συμπάθιο δηλαδή. Μα πρώτα πρώτα είναι τριών χιλιάδων χρόνων, μου απαντάς. Τεσσάρων. Ναι, αλλά κι άλλες είναι πολλών χιλιάδων χρόνων, σου λέω εγώ, κι έχει και γλώσσες που τεκμηριώνονται πριν τη δικιά μας. Ναι, αλλά η δικιά μας έχει συνέχεια, μου λες μετά. Άιντε καλά. Όχι πως μπορούμε να καταλάβουμε σήμερα τι γράφαν τότε, έτσι δεν είναι; Άλλα θα πουν οι ίδιες οι λέξεις τότε, κι άλλα σήμερα. Κι άλλες είναι άγνωστες τελείως, και σήμερα δεν παίζουν πια. Κι από σύνταξη; Καμία σχέση. Αλλά σύμφωνοι, έχει συνέχεια – ιστορική και γλωσσολογική. Με τις αλλαγές τις, με τις εξελίξεις της, με τις μετακινήσεις της. Ε και; Είναι η μόνη; Δεν είναι και τα εβρέικα, και τα κινέζικα και τα πέρσικα; Γιατί τη δικιά μας την έχουμε για καλύτερη; Τα υπέροχα τα κείμενά της, μου λες. Δεν τα ξέρω; σου λέω εγώ. Αυτό δα έλειπε. Αλλά το ’χει η γλώσσα; Αυτό θες να π...

Φωτιά

Είναι φορές που παίρνει φωτιά. Κι απλώνεται. Πάει παντού. Φωτιά. Δε γλιτώνει τίποτε. Ανάβει το σύμπαν. Στην πραγματικότητα δεν τρέχει και κάτι θορυβώδες. Αλλά έτσι είναι η φωτιά – δεν θορυβεί. Καίει. Άλλη λειτουργία αυτή. Εσωτερική. Καίει λοιπόν και γίνεσαι παρανάλωμα, εντός και εκτός, και τα πάντα πετούν, ξέφρενα, και δεν έχει σταματημό αυτό, έτσι κι αρπάξει όλα υποχωρούν κι ακολουθούν και εντάσσονται. Όλα. Γίνεται μια μεγάλη συγχορδία. Μια συμφωνία. Έκτοτε το γιορτάζεις. Για πάντα. Εκ της συμφωνίας συνίστασαι πλέον κι αυτήν αποζητάς στα κατοπινά σου βήματα. Αυτή σου δείχνει πώς.

Απορίας άξιος

Ξέρεις τι σκεφτόμαν μόλις τώρα – έπεσε και με διαπέρασε η σκέψη και με ξέσκισε: γιατί ρε φίλε δεν ήρθες στην κηδεία; Ξέρεις, είναι μυστήριο καμιά φορά, πώς ένα απλό, τόσο δα πραματούλι, πώς μπορεί να στο ραγίσει το γυαλί, απαξάπαντος. Φορέβερ. Να, έτσι, μία κρακ, πάει. Και δε ματαφτιάχνει. Γιατί δεν ήρθες στην κηδεία, αγάπη μου; Τι στην ευχή σκέφτηκες; Ότι είσαι υπεράνω; Τι ήταν δηλαδή αυτό; Στάση κριτική; Να το πάρω που κάτι θέλει να υπονοήσει; Κάτι να σημάνει; Κάτι να μας πει; Τι να μας πει βρε; Εδώ σκίστηκαν οι πέτρες. Άνοιξε το καταπέτασμα. Αποκολλήθηκε κομμάτι μας. Ανεπιστρεπτί. Γδαρθήκαμε. Σαρξ εκ της σαρκός. Απομείναμε θνητοί κι εκτεθειμένοι. Καταδείχτηκε η μοίρα μας. Πόσα απίδια βάνει ο σάκος. Κι εσύ δεν ήρθες στην κηδεία. Τι ήθελες μανούλα μου να υπονοήσεις; Να μη ρθεις να πεις ένα γεια; Κι ας μη συμφωνούσες, κι ας διαφωνούσες, κι ας δεν καταλάβαινες – ούτε μεις συμφωνούσαμε, ούτε όλα τα καταλαβαίναμε, ούτε συγγενήδες ήμασταν, να μας περιλάβει στη διαθήκη του. Αλλά κατέλιπε δη...

Super flumina Babylonis

Super flumina Babylonis ilic sedimus et flevimus dum recordaremur tui, Sion in salicibus in medio eius suspendimus organa nostra. Στους ποταμούς της Βαβυλώνος εκεί καθίσαμε και κλάψαμε ενώ σε αναθυμόμασταν, Σιών (και) πάνω στις ιτιές, καταμεσής (της Βαβυλώνος) κρεμάσαμε τα όργανά μας. Πρόκειται για τους στίχους από τον Ψαλμό 136 κατά την εβραϊκή αρίθμηση (137 στη Βουλγκάτα), διάπυρη στιγμή του διωγμού, παρακάτω στη Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα: Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών· ἐπὶ ταῖς ἰτέαις ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκρεμάσαμεν τὰ ὄργανα ἡμῶν· Οι Εβραίοι είναι εξόριστοι στους ποταμούς της Βαβυλώνας. Υποδουλωμένοι πλέον, θυμούνται την Ιερουσαλήμ και θρηνούν. Κι εκεί, στη Βαβυλώνα, πάνω στις ιτιές, κρεμούν το τραγούδι τους και δε θα το ξαναπιάσουν. Γιατί αυτοί που τους έφεραν εκεί, τους ζήτησαν να ψάλουν ιερά τραγούδια. Και τους έλεγαν: ψάλετέ μας τα ιερά άσματά σας, της Σιών. Κι οι Εβραίοι έλεγαν: πώς θα ψάλουμε εδώ τα ιερά μας άσματα; εδώ, στην...

Συννεφούλα

είχα είχα μιαγάπη αχ καρδούλα μου πουμοιαζέ συννεφάκι, συννεφούλα μου ξέρεις, δεν ξέρω αν σου ’χει τύχει, αλλά το πιο δύσκολο είναι το απλό. Το σκέτο. Το αυτονόητο. Ρε παιδί μου, αυτό που δε χρειάζεται να ειπωθεί – το κοινότοπο τι να σου πω; ήμασταν παρέα πάντα – το ’ξερες. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Κολλητοί. Τόσο που περνούσες απαρατήρητος. Αυτονόητος. Δεν υπήρχε λόγος ν’ ασχοληθεί κανείς μαζί σου. Εκεί – φυσικό φαινόμενο μη, μην το πεις οι παλιοί μας φίλοι, μην το πεις για πάντα φύγαν πού κόλλαγε αυτό; ποιος ξέρει. Στα όρια ήταν – και δεν ήταν και το μόνο κι έρχεται στιγμή, να το ξαναπώ, ομορφή, νασάς μιλήσω και παρατονισμός που πάει σύννεφο και κιθάρα στα όρια του λάθους ξέρωκά ατιπουλιά μαυραπουλιά πουλιαπικρά πουλιατησδύ στυχιιάς κ αι γινόσουν ξαφνικά συνομήλικος. Δικός. Κολλητός. Πώς γινόταν; Και τη μια συνεπαίρνονταν τα μυαλά και υψωνόμασταν, ναι ρε γαμώτο! και την άλλη σιγά ρε τον στίχο και σιγά τον τραγουδιστή – και δεν ξέραμε πώς να το πάρουμε αυτό που ασκούσες τέτοιο βάθο...

Κερρήνιος Λαΐτος

Τους βρίσκουμε τους Κερρήνιους από πολύ παλιά. Ίχνη του ονόματος έχουμε και στην Πομπηία, και στη Σαλώνα της Δαλματίας, τη γενέτειρα του Διοκλητιανού. Και βρίσκουμε επιγραφές με Κερρήνιους και στη Μυγδονία – αυτή ήταν περιοχή ανάμεσα στον Αξιό και στον Στρυμώνα, μέχρι τον Εχέδωρο, τον σημερινό Γαλλικό, και την κοιλάδα της αρχαίας Ανθεμούσσας, ας πούμε Καλαμαριά σήμερα. Θεσσαλονίκη, πάντως. Μυγδονία με δυο λόγια θα πεί Θεσσαλονίκη – δίπλα είναι οι δύο, κι ο Κερρήνιος Λαΐτος ήταν, ποιος ξέρει, κάποιος απόγονος, ένας Ρωμαίος πολίτης, Cerennius είναι το οικογενειακό, που πια μιλούσε κι έγραφε ελληνικά – είχε μπει ο δεύτερος ή τρίτος αιώνας, έτσι δείχνουν τα γράμματα του επιγραφοποιού. Έχασε το παιδί του και του ’φτιασε το μνήμα. «Κερρηνία Λαΐτα τῇ θυγατρί». Για την Κερρηνία Λαΐτα, τη θυγατέρα μου. «Καὶ ἑαυτῷ». Και για μένα, συμπλήρωσε. Να τα ’χει κανονισμένα. Και υπέγραψε. «Κερρήνιος Λαΐτος». Η πέτρα έμεινε, σαν σήμα. Σήμερα στον περίβολο του Γεντί Κουλέ. Να την κοιτάει ο ήλιος τα δειλινά....

Καμάρες

Πες, ας πούμε, πως θες να φτιάξεις ένα ποτάμι να κυλάει ψηλά. Να πηγαίνει απ’ τη μια κορυφή στη διπλανή. Να ζεύει δύο υψώματα. Γιατί αλλιώς δε γίνεται – δε μπορείς να το κάνεις το ποτάμι να κατεβαίνει κι ύστερα ν’ ανεβαίνει. Πώς θ’ ανέβει – δε γίνεται. Πρέπει λοιπόν να το κάνεις να πετάει. Οπότε του στρώνεις έναν διάδρομο ψηλά από τη μια κορυφή στην άλλη, να ’ναι και λίγο κατηφορικός, να κυλάει το νερό, να πηγαίνει στον προορισμό του. Ε, και τι θα κάνεις – θα φτιάξεις ένα ντουβάρι ως εκεί απάνω και στην κορφή ποτάμι; Δύσκολο. Πολλή πέτρα. Αλλά, άντε και το ’κανες. Μα θα κόψεις τον κόσμο στα δύο αδερφέ. Στους από δω και στους αποκεί. Δε θα πρέπει κάτω απ’ το ποτάμι το ιπτάμενο να μπορούν να περνάν ανθρώποι και ζωντανά; Πράγματα, εμπορεύματα, κάρα, σκυλιά, γατιά – τι θα κάνουν – όποιος έμεινε από δω εδώ, όποιος από κει εκεί, και πάει, αυτό ήτανε; Πρέπει λοιπόν να το κάνεις το ποτάμι να κυλάει πάνω σε γεφύρι. Από κάτω ελεύθερο. Ανοιχτό. Αλλά πώς να γεφυρώσεις τόσο μεγάλο άνοιγμα, λόφο με ...

Περιστροφή

Δεν είναι ο ήλιος που δύει, το ξέρεις αυτό, έτσι; Είναι η Γη που γυρίζει γύρω απ’ τον εαυτό της. Με 1.670 χιλιόμετρα την ώρα. Φαντάσου. Με πόσο να πας εσύ στην Εθνική. Με εκατό; Εκατόν πενήντα; Διακόσια; Για σκέψου τα 1.670 πόσα είναι. Φαντάσου. Βέβαια, εδώ που βρισκόμαστε είναι ψιλοβόρεια. Πλάτος 40,64° Βόρειο. Οπότε εδώ φεύγουμε προς τα πίσω με μικρότερη ταχύτητα: το συνημίτονο 40,64° επί τα 1.670, δηλαδή με 1.266 χιλιόμετρα την ώρα! Το ’ξερες, έτσι; Αλλά και πάλι. Όπου να ’ναι, τον ήλιο σε λιγάκι θα ’χουμε τόσο γυρίσει κι άλλο που δε θα μας φωτίζει πια. Θα ’χουν πάρει σειρά να φωτιστούν οι αποκεί μεριά, πέρα, αυτοί πέρα από την άκρη της θάλασσας. Ζαλίστηκες; Μπα. Μη φοβάσαι. Είμαστε ένα με το κατάστρωμα. Γυρίζουμε μαζί του και τίποτα δεν καταλαβαίνουμε. Ούτε κραδασμοί, ούτε ζαλάδα, ίλιγγος, τίποτα. Εμείς και τα υπάρχοντά μας. Ρολόγια, ρούχα, η γυναίκα μας, ο άντρας μας και το παιδί, το σπίτι, ο αέρας και τα σύννεφα, τα πάντα. Πιάτα, ποτήρια, λουλούδια, τα καράβια μας. Κι η θάλασσά μ...

Βυζαντινό

Κτήριο με ράμπες ανηφορικές. Μακρείς διάδρομοι, οροφές από ανεπίχριστο σκυρόδεμα, στους τοίχους γυμνά τούβλα ή χρωματισμένος σοβάς, από δω χώροι πλημμυρισμένοι με φως φυσικό, αναπάντεχο, κι από κει άλλοι, προστατευμένοι, κατάλληλα σκοτεινοί, φωτισμένοι τεχνητά όπου χρειάζεται. Και μέσα συναρμοσμένες μαρτυρίες από έναν χιλιόχρονο πολιτισμό, λαμπρό και μυστικό εξίσου. Η διαδρομή από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια της ελληνιστικής Ανατολής, από τα κιονόκρανα και τους πεσσούς, από το ρωμαϊκό κράτος και τον νόμο, την έπαυλη, το ψηφιδωτό δάπεδο και τα πουλιά, από κει στον άμβωνα και τα μαρμαροθετήματα, στον αγωγό  ύδρευσης από οξυπύθμενους αμφορείς που οδηγούν ο ένας μες στον άλλον, στις επιτύμβιες επιγραφές —αλήθεια, τι θα ’χε φθάσει ώς εμάς αν δεν είχαν φροντιστεί με τόση επιμέλεια τόσοι νεκροί— στα νομίσματα και στα χρυσόβουλα, τα εφυαλωμένα σκεύη, στα βιβλία και στις γραφές, στα χειρόγραφα ευαγγέλια, τα είδη ψαρικής, τα σπιρούνια και τις λόγχες και στις άγιες εικόνες και τα άμφια. Ένας ...

Βλέμμα

Το βλέμμα του βρέφους είναι στραμμένο προς εκείνη. Και το δικό της, προς εμάς. Τι βρέφος, δηλαδή. Κοτζάμ άντρας, τουλάχιστον έφηβος. Να τα συναρπαστικά, της ψυχής και του νου: κανείς μας δεν ενοχλείται. Μας φαίνεται φυσιολογικό – έτσι ζωγράφιζαν τα βρέφη τότε, ίσως σκεφτόμαστε. Βλέπεις τα μυαλά μας είναι συντονισμένα στο αφήγημα «μύθος – θρησκεία – επιστήμη». Ότι ο κόσμος βηματίζει σταθερά από το πρώτο προς το δεύτερο, κι από κει πάει στο τρίτο. Σταθερά και προδιαγεγραμμένα – έτσι θα γίνει – τι λέω, έτσι γίνεται ήδη. Και την ίδια στιγμή είμαστε συντονισμένοι και με τον άλλο παράλληλο μύθο: βλέπεις, δεν είχαν φωτογραφικές μηχανές τότε. Η τεχνολογία ήταν στα σπάργανα. Οι άνθρωποι ήταν ατελείς. Και ζωγράφιζαν ατελώς. Τόσο μπορούσε να απεικονίσει ο χρωστήρας την πραγματικότητα. Κι εκείνη μάς κοιτά μέσα από την εικόνα. Τα μάτια της δεν εστιάζουν στα δικά μας. Σκέφτεται, θαρρείς. Σκέφτεται τι θα συμβεί. Και το σκέφτεσαι λιγάκι κι εσύ. Κι ύστερα τα πράγματα σοβαρεύουν. Νομίζεις πως ξέρει. Ίσω...

Λίστες

Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών «Ἀρχοὺς αὖ νηῶν ἐρέω νῆάς τε προπάσας»· τους αρχηγούς λοιπόν θα πω, και τα καράβια όλα. Το πρόβλημα έρχεται από τα βάθη – όσο υπάρχει άνθρωπος. Πώς να μιλήσεις για το ον. Για το όλον. Πώς να το κάνεις με τον λόγο; Αν ο λόγος έφτανε, τ’ άλλα δε θα περίσσευαν; Αλλά δε φτάνει. Μόλις θρασυνθείς κι αρχίσεις και μιλάς, ξέρεις ότι μόνο για ό,τι εσύ γνωρίζεις μπορείς να πεις. Κι απ’ αυτά, μόνο για την όψη τους που εσύ κατανοείς. Κι αυτό το ξέρεις. Οπότε; «Οὐδ᾽ εἴ μοι δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματ᾽ εἶεν, φωνὴ δ᾽ ἄρρηκτος, χάλκεον δέ μοι ἦτορ ἐνείη.» Ούτε δέκα γλώσσες να είχα, ούτε δέκα στόματα. Και φωνή καμπάνα και στήθια μέταλλο, απελπίζεται ο Τυφλός που τα πανθ’ ορά. Και πάλι δε θα τα κατάφερνα, λέει. Άλλον τρόπο ψάχνει. Άλλη λειτουργία. Και καταφεύγει στη λίστα. Στον κατάλογο. Αριθμεί τους αρχηγούς και τα καράβια όλα. Των Βοιωτών τον Πηνέλαο, τον Κλονίο, τον Προθήνορα, την Αρκεσίλαο και τον Λήτο. Και τ’ αγόρια υπό τον Ιάλμενο και τον Ασκάλαφο, τα παιδιά του Άρη ...

Εκκλησία

Εκκλησία. Εκ του εκκαλώ. «Ἐπειδὴ τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, παρεληλύθει τὰ Διονύσια, ἐγίγνοντο δὲ αἱ ἐκκλησίαι, ἐν τῇ προτέρᾳ τῶν ἐκκλησιῶν ἀνεγνώσθη δόγμα κοινὸν τῶν συμμάχων.»[1] Καθώς είχαν παρέλθει τα Διονύσια, άνδρες Αθηναίοι, και συγκαλείτο η εκκλησία του δήμου, στην πρώτη της συνεδρίαση διαβάστηκε απόφαση κοινή των συμμάχων. «Ἐκκλησιάσαι γοῦν ἐδεόμην οἴκοι μένων»[2], έχω να μείνω στην πατρίδα και να πάω στη συνέλευση του δήμου. «Τὸ δὲ πάντων μέγιστον, ὅτι ἡ μὲν τοῦ νομοθέτου κρίσις οὐ κατὰ μέρος, ἀλλὰ περὶ μελλόντων τε καὶ καθόλου ἐστίν, ὁ δ᾽ ἐκκλησιαστὴς καὶ δικαστὴς ἤδη περὶ παρόντων καὶ ἀφωρισμένων κρίνουσιν.»[3] Και το σημαντικότερο όλων είναι ότι η κρίσις του νομοθέτη δεν είναι περιπτωσιολογική, αλλά για το μέλλον και το όλον, ενώ το μέλος της εκκλησίας τού δήμου και ο δικαστής αποφασίζουν για τα τωρινά και συγκεκριμένα. Εκκλησιάζομαι, δηλαδή πάω στη μάζωξη. Και με τρόπο μυστήριο, συμμετέχω κι όλας. Οίκοθεν νοείται. Μαζί οι δύο έννοιες – και πάω, και συμμετέχω. Δεν πάω και ...

Νίκη

Ο  Αλέξανδρος δε και γάμους εποίησεν εις τα Σούσα, δικούς του και των Εταίρων. Αυτός μεν, εκ των Δαρείου των θυγατέρων την πρεσβυτέραν, την Βαρσίνην, αυτήν επαντρεύτηκε, και, καθώς λέγει ο Αριστόβουλος, επήρε κι άλλη, την νεωτέρα των θυγατέρων τού Ώχου πήρε, την Παρύσατη. Ήν δε ήδη παντρεμένος και με του Οξυάρτου του Βακτρίου το παιδί, την Ρωξάνη. Την Δρύπετη δε, την έδωκε στον Ηφαιστίωνα, Δαρείου κόρη κι αυτήν, αδελφή της δικιάς του γυναικός, θέλοντας γαρ τα παιδιά τους των δυο, τα δικά του και του Ηφαιστίωνος, να βγουν ξαδέρφια. Στον δε Κρατερόν έδωκε την Αμαστρίνην, το παιδί του Οξυάρτη, του αδερφού τού Δαρείου, και στον Περδίκκα το παιδί του Ατροπάτου, του σατράπου της Μηδείας. Στον Πτολεμαίο, τον σωματοφύλακα, και στον Ευμένην, τον γραμματέα τον βασιλικόν, έδωκε τα παιδιά τού Αρταβάζου – στον μεν την Αρτακάμαν, στον δε την Άρτωνην. Και στον Νέαρχον το παιδί της Βαρσίνης και του Μέντορος. Και στον Σέλευκον την Απάμαν, το παιδί του Σπιταμένους του Βακτριανού. Ωσαύτως και στους ά...